iEpikaira.- [δημοσιεύτηκε 11:31-02/02/24, ανανεώθηκε 23:30-02/02/24] Όταν οι μεγάλες δυνάμεις κλυδωνίζονται, επόμενο είναι να προκαλούνται παγκόσμιες γεωπολιτικές αναταράξεις. Όμοιες με αυτές που βιώνουμε επί του παρόντος. Σε μια από τις σπάνιες δημόσιες τοποθετήσεις του, ο διευθυντής της CIA, William J. Burns, δημοσίευσε (30/01/24) άρθρο του στο αμερικανικό Foreign Affairs, αποκαλύπτοντας διάφορες πτυχές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Εδώ θα εστιάσουμε σε δύο-τρία σημεία του άρθρου γνώμης που αξίζουν ιδιαίτερης μνείας και σχολιασμού.
Το 2012 ο Πρόεδρος Ομπάμα έλεγε: «Όποιος σας λέει ότι η Αμερική βρίσκεται σε παρακμή... δεν ξέρει για τι πράγμα μιλάει». Δώδεκα χρόνια αργότερα, ο διευθυντής της CIA δηλώνει ότι βρισκόμαστε πλέον «σε έναν κόσμο έντονου στρατηγικού ανταγωνισμού στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν απολαμβάνουν πλέον την αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία».
Η λεγόμενη «Pax Americana» λοιπόν, η περίοδος κυριαρχίας των ΗΠΑ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο -και ειδικά μετά την πτώση της ΕΣΣΔ-, αν δεν έχει ήδη δύσει, τότε φθίνει με γοργούς ρυθμούς, πυροδοτώντας αλλαγές ισορροπιών και εντάσεις στις εύφλεκτες γωνίες του πλανήτη. Μια διαπίστωση ορατή ακόμη και στους μη παροικούντες την Ιερουσαλήμ.
Σήμερα λοιπόν, βλέπουμε μόνο λείψανα από τη χαμένη αίγλη της πάλαι ποτέ «χώρας των ευκαιριών και της ευημερίας», του «αμερικανικού ονείρου» της «πρωτοπορίας στο Διάστημα και στην τεχνολογία». Όλα αυτά αποτελούν στοιχεία μιας «άλλης εποχής» που για τους παλαιότερους θα είναι σύντομα μια μακρινή μνήμη και για τους νεότερους σενάρια κινηματογραφικά. Αυτό που οφείλει να μας ανησυχεί όμως είναι ότι η «Pax Britannica» (όταν μεσουρανούσε η θαλασσοκράτειρα Μ. Βρετανία) τελείωσε με την έλευση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Άραγε η ιστορία θα επαναληφθεί; Τα «σημεία των καιρών» είναι ήδη πολλά και άκρως ανησυχητικά (1, 2, 3 και 4)...
Το ερώτημα βέβαια είναι, τί πήγε τόσο στραβά τις τελευταίες δεκαετίες, και οδήγησε την νέα «Βαβυλώνα», στη σημερινή της αποδρομή; Πώς έφτασε το «απαραίτητο έθνος» (indispensable nation) -όπως το αποκαλούσε η κυβέρνηση Κλίντον-, στη σημερινή πραγματικότητα; Η απάντηση δεν είναι απλή και είναι ασφαλώς πολυπαραγοντική. Ως γενική διαπίστωση θα μπορούσε κανείς να πει ότι η «υπερεπέκταση» είναι κατά γενική ομολογία ακροσφαλής και μη υγιής. Ειδικά όταν αυτή έχει επιτελεστεί με ρυθμούς μη βιώσιμους αν όχι καρκινικούς.
Το άλλο σκέλος βέβαια αφορά και στις μεθόδους επιβολής παγκόσμιας ηγεμονίας, οι οποίες σε βάθος χρόνου δημιουργούν σωρευτικά αντιδράσεις, ακόμη και από τους υποτελείς που κάποτε επιζητούσαν και απολάμβαναν την αμερικανική «προστασία», με τις όποιες ταπεινωτικές προϋποθέσεις που αυτή συνεπαγόταν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι φερειπείν το πώς αντιμετωπίζουν οι Αμερικανοί τον πόλεμο στην Ουκρανία. Στο προαναφερθέν άρθρο, ο διευθυντής της CIA υποστηρίζει την άποψη ότι πρέπει να συνεχίσει η αποστολή αμερικανικής βοήθειας προς την Ουκρανία, και εξηγεί ότι, ξοδεύοντας λιγότερο από το «πέντε τοις εκατό του συνολικού αμυντικού προϋπολογισμού των ΗΠΑ» για την ενίσχυση της Ουκρανίας, «είναι μια σχετικά μέτρια επένδυση με σημαντικές γεωπολιτικές αποδόσεις για τις Ηνωμένες Πολιτείες και αξιοσημείωτες απολαβές για την αμερικανική αμυντική βιομηχανία.» Its all about business, λοιπόν...
Αν και είναι προφανές ότι η τοποθέτηση έγινε περισσότερο για εσωτερική κατανάλωση και απευθύνεται κυρίως σε αυτούς που χαράσσουν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Παρ' όλα αυτά δεν παύει να είναι ενδεικτική της λογικής με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες εξασκούν παγκόσμια επιρροή, εργαλειοποιώντας τον πόλεμο και δη τον πόλεμο δι' αντιπροσώπων (proxy-war) ο οποίος αποτελεί μέσο επίτευξης γεωπολιτικών στρατηγικών επιδιώξεων (δεν θα αναλυθούν εδώ) και ταυτόχρονης υποστήριξης της εγχώριας βιομηχανίας.
Εν προκειμένω βέβαια υπάρχει και ο γεωοικονομικός παράγοντας, αφού ο πόλεμος της Ουκρανίας έχει εξακοντίσει την Αμερική στις κορυφαίες θέσεις εξαγωγών LNG παγκοσμίως (1, 2 και 3), ενώ έχει ταυτόχρονα «συνετίσει» και τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις που είχαν βλέψεις πιο φιλόδοξες από ότι οι Αγγλοσάξονες ήταν διατεθειμένοι να ανεχτούν. Το ποιες χώρες μπήκαν στο στόχαστρο είναι γνωστό, ενώ τα αποτελέσματα έγιναν ορατά, σύντομα μετά την επιβολή των ρωσικών κυρώσεων.
Τέτοιοι ψυχροί υπολογισμοί όμως -με όρους επενδυτικούς, καίτοι συνεπάγονται ποταμούς αίματος-, σίγουρα δεν κολακεύουν τους ασκώντας ηγεμονία και σε βάθος χρόνου εξεγείρουν τους εξουσιαζόμενους, οι οποίοι δοθείσης ευκαιρίας, νομοτελειακά θα αντιδράσουν, όπως άλλωστε ο ίδιος ο W. J. Burns διαπιστώνει σε άλλο σημείο του άρθρο του:
«Οι χώρες» γράφει -προφανώς αναφέρεται σε αυτές που έχουν σοβαρή εθνική στρατηγική και όχι στις εκούσια εθελόδουλες-, «σε όλο τον παγκόσμιο Νότο έχουν ολοένα και μεγαλύτερη τάση να διευρύνουν τις σχέσεις τους για να μεγιστοποιήσουν τις επιλογές τους. Βλέπουν μικρό όφελος και μεγάλο ρίσκο στην προσκόλληση στις μονογαμικές γεωπολιτικές σχέσεις είτε με τις Ηνωμένες Πολιτείες είτε με την Κίνα. Περισσότερες χώρες είναι πιθανό να προσελκύονται από ένα «ανοιχτό» καθεστώς γεωπολιτικών σχέσεων (ή τουλάχιστον ένα «πολυσυλλεκτικό»), ακολουθώντας το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών σε ορισμένα ζητήματα, ενώ παράλληλα καλλιεργούν σχέσεις με την Κίνα.»
Εν κατακλείδι, είναι άλλο πράγμα το να γίνονται ψυχροί υπολογισμοί για πολέμους από κέντρα αποφάσεων, πίσω από κλειστές πόρτες, και τελείως διαφορετικό το να διαφημίζονται δημοσίως από υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους. Όποιος διαφωνεί ότι η ως άνω δήλωση, από μόνη της αποτελεί απόδειξη ότι η υπερδύναμη βρίσκεται όντως σε παρακμιακή αποδρομή (1 και 2), ας μας το στοιχειοθετήσει.
Τα κάστρα και οι μεγάλες αυτοκρατορίες, «πέφτουν εκ των έσω», με δική τους υπαιτιότητα... Όταν η αλαζονεία τους υπερκεράσει την λογική τους. Όσον αφορά στους υπόλοιπους, καλό είναι να είναι σίγουροι πρίν επιλέξουν την «σωστή πλευρά της ιστορίας»...