Η Άγκυρα επεξεργάζεται νέες στρατιωτικές στρατηγικές στη Συρία, καθώς επιδιώκει να εγκαθιδρύσει μια νέα φάση συνεργασίας και επιρροής στην περιοχή. Η Άγκυρα στοχεύει στην υπογραφή μιας σειράς στρατιωτικών συμφωνιών με τη Συρία, παρόμοιων με την προηγούμενη συμφωνία της για τη θαλάσσια οριοθέτηση με τη Λιβύη, σηματοδοτώντας δυνατότητες ευρύτερων συνεργασιών στη Μεσόγειο.
Ο Χουλουσί Ακάρ, πρόεδρος της επιτροπής άμυνας του τουρκικού κοινοβουλίου και πρώην υπουργός Άμυνας, άφησε πρόσφατα να εννοηθεί το ενδεχόμενο μιας θαλάσσιας συμφωνίας με τη Συρία κατά τη διάρκεια συνέντευξης στο τηλεοπτικό κανάλι του κοινοβουλίου. Ο Ακάρ τόνισε ότι μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να περιλαμβάνει περιοχές θαλάσσιας δικαιοδοσίας στη Μεσόγειο, ανοίγοντας το δρόμο για ενισχυμένη περιφερειακή συνεργασία.
Ο Ακάρ δήλωσε ακόμη ότι η αξιοποίηση των αεροδρομίων, των θαλάσσιων εγκαταστάσεων και των υλικοτεχνικών υποδομών της Συρίας θα επιταχύνει τις προσπάθειες της Τουρκίας για την ανοικοδόμηση και την ανάπτυξη της Συρίας. Υπογράμμισε ότι μια πιθανή συμφωνία για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ακρογωνιαίος λίθος για βαθύτερους δεσμούς, τοποθετώντας την Τουρκία ως βασικό παράγοντα στη διαδικασία ανοικοδόμησης της Συρίας και στην περιφερειακή σταθερότητα.
Στις 27 Νοεμβρίου 2019, η Τουρκία και η Λιβύη υπέγραψαν στην Κωνσταντινούπολη θαλάσσια συμφωνία με επίσημο τίτλο «Μνημόνιο κατανόησης μεταξύ της Τουρκίας και της Λιβύης για την οριοθέτηση των θαλάσσιων περιοχών δικαιοδοσίας στη Μεσόγειο». Η συμφωνία καθόρισε τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ των δύο κρατών, δημιουργώντας ένα πλαίσιο για την άσκηση κυριαρχίας, κυριαρχικών δικαιωμάτων και δικαιοδοσίας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Αντιπροσώπευε μια στρατηγική κίνηση και των δύο χωρών για τη διεκδίκηση των συμφερόντων τους στην πλούσια σε πόρους και γεωπολιτικά ευαίσθητη περιοχή της Μεσογείου.
Η συμφωνία παρουσιάστηκε ως ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των τουρκο-λιβυκών σχέσεων. Αποσαφηνίζοντας τις αντίστοιχες θαλάσσιες ζώνες τους, το μνημόνιο επεδίωκε την εξάλειψη των διαφορών και την προώθηση της συνεργασίας σε τομείς όπως η εξερεύνηση πόρων και η οικονομική ανάπτυξη. Η Τουρκία και η Λιβύη πλαισίωσαν τη συμφωνία ως μια δίκαιη λύση που όχι μόνο θα ωφελούσε πολιτικά και οικονομικά τα δύο έθνη, αλλά θα αποτελούσε και προηγούμενο για την επίλυση των θαλάσσιων διαφορών μέσω διμερών διαπραγματεύσεων.
Ωστόσο, η συμφωνία προκάλεσε άμεσα αντιδράσεις στην περιοχή της Μεσογείου. Οι γειτονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Αιγύπτου, της Ελλάδας και της Κύπρου, αντιτάχθηκαν σθεναρά στη συμφωνία, ισχυριζόμενες ότι παραβιάζει τους διεθνείς κανόνες και καταπατά τα δικά τους θαλάσσια συμφέροντα. Η διαμάχη ανέδειξε ευρύτερες εντάσεις σχετικά με τις επικαλυπτόμενες διεκδικήσεις στη Μεσόγειο, μετατρέποντας τη συμφωνία σε σημείο ανάφλεξης της περιφερειακής διπλωματίας και σε αντικείμενο συνεχούς συζήτησης σε διεθνή φόρουμ.
Παρά την αρχική προβολή της συμφωνίας, η Τουρκία επέλεξε να την υποβαθμίσει στις διπλωματικές της δεσμεύσεις από το 2020 και μετά, ιδίως καθώς επεδίωξε να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Ελλάδα και την Αίγυπτο. Η μετατόπιση αυτή αντανακλούσε μια ρεαλιστική προσέγγιση της Άγκυρας, με στόχο τη μείωση των εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και την προώθηση ενός πιο συμφιλιωτικού περιφερειακού διαλόγου.
Παρ’ όλα αυτά, η συμφωνία παρέμεινε ακρογωνιαίος λίθος της τουρκικής θαλάσσιας πολιτικής και θεωρείται από την τουρκική κυβέρνηση ως πρότυπο για μελλοντικές διμερείς ή πολυμερείς ρυθμίσεις. Διαμορφώνοντας τη συμφωνία ως προηγούμενο για την επίλυση σύνθετων θαλάσσιων ζητημάτων μέσω διαπραγματεύσεων και συνεργασίας, η Τουρκία σηματοδότησε την πρόθεσή της να διατηρήσει ενεργό και στρατηγικό ρόλο στη διαμόρφωση του γεωπολιτικού τοπίου της Μεσογείου.
Η θαλάσσια συμφωνία μεταξύ της Τουρκίας και της Λιβύης αντιμετώπισε επίσης σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά τη νομιμότητά της, μια ανησυχία που αναγνωρίστηκε ακόμη και από Τούρκους αξιωματούχους. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι η συμφωνία, η οποία υπεγράφη με την Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA) της Λιβύης στις 27 Νοεμβρίου 2019, στερείται σταθερής νομικής βάσης λόγω των ερωτημάτων που αφορούν την εντολή της GNA και την εξουσία της να συνάπτει τέτοιου είδους διεθνείς συμφωνίες.
Εν τω μεταξύ, η Τουρκία εξετάζει επίσης το ενδεχόμενο να επιτύχει ταχεία συμφωνία με την τρέχουσα μεταβατική κυβέρνηση στη Συρία για να νομιμοποιήσει την παρουσία των στρατευμάτων της στο συριακό έδαφος. Αυτό θα ακολουθούσε μια ολοκληρωμένη συμφωνία στρατιωτικής εκπαίδευσης και αμυντικής συνεργασίας, που θα επέτρεπε στην Τουρκία να συμβάλει στη διαμόρφωση του νεοσύστατου συριακού στρατού. Στην ετήσια ανασκόπηση που έκανε με τους δημοσιογράφους την περασμένη εβδομάδα, ο Τούρκος υπουργός Άμυνας Γιασάρ Γκιουλέρ σηματοδότησε ότι τέτοιες συμφωνίες βρίσκονται ήδη στα σκαριά σε συνάντηση Τύπου στις 15 Δεκεμβρίου.
Ομάδες της αντιπολίτευσης στη Συρία, με επικεφαλής τη Hayat Tahrir al-Sham (HTS), εξαπέλυσαν επίθεση στις 27 Νοεμβρίου από την Ιντλίμπ στα βορειοδυτικά. Κατέλαβαν αρκετές συριακές πόλεις, καταλαμβάνοντας τελικά τη Δαμασκό στις 8 Δεκεμβρίου και αναγκάζοντας τον πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ να παραιτηθεί και να εγκαταλείψει τη χώρα.
Το Nordic Monitor ανέφερε ότι η Τουρκία είχε ξεκινήσει μυστικά ένα σχέδιο για τη δημιουργία μιας παράλληλης σκιώδους κυβέρνησης στη Συρία για να αναλάβει τον έλεγχο μετά την πιθανή απομάκρυνση του αλ Άσαντ. Το σχέδιο, το οποίο υποστηρίζεται από μια στρατιωτική επίθεση που καθοδηγείται από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες και στην οποία εμπλέκονται ομάδες ανταρτών και τζιχαντιστών, αποσκοπεί στην αναδιαμόρφωση της διακυβέρνησης της Συρίας με την Τουρκία να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο.
Το σχέδιο δοκιμάστηκε σε περιοχές υπό τουρκικό έλεγχο από το 2016 και σχεδιάστηκε για να επεκταθεί σε ολόκληρη τη Συρία εάν οι δυνάμεις των ανταρτών εξασφάλιζαν τον έλεγχο σε εθνικό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό, οι Τούρκοι αξιωματούχοι ενεργούν ως παρασκηνιακοί σύμβουλοι των συριακών αρχών, βοηθώντας στη διαχείριση των κυβερνητικών επιχειρήσεων χωρίς να φαίνεται ότι παρεμβαίνουν άμεσα. Η Τουρκία σχεδιάζει να παρουσιάσει την πρωτοβουλία αυτή ως έναν τρόπο για την ανοικοδόμηση των θεσμών της Συρίας και την ενίσχυση της διακυβέρνησης, αποφεύγοντας παράλληλα την ανοιχτή ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις της.
Ένα κρίσιμο μέρος του σχεδίου είναι η ενσωμάτωση των στρατευμάτων του συριακού στρατού με τις δυνάμεις των ανταρτών, συμπεριλαμβανομένου του υποστηριζόμενου από την Τουρκία Συριακού Εθνικού Στρατού και ομάδων όπως η HTS. Η προσέγγιση αυτή αποσκοπεί στη διατήρηση της σταθερότητας, αποφεύγοντας το χάος που παρατηρήθηκε στο Ιράκ μετά την εισβολή, όταν ο εθνικός στρατός διαλύθηκε. Απώτερος στόχος της Τουρκίας είναι να αποτρέψει την άνοδο νέων πολιτοφυλακών, να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις στον τομέα της ασφάλειας και να προωθήσει την ενότητα μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων της Συρίας, συμπεριλαμβανομένων των Κούρδων και των Αλαουιτών. Παράλληλα, η Τουρκία στοχεύει να διευκολύνει την απέλαση των Σύρων προσφύγων και να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση του κουρδικού ζητήματος, το οποίο παραμένει κεντρικό ζήτημα στην περιφερειακή στρατηγική και την εσωτερική πολιτική της Τουρκίας. Από την πλευρά των πολιτών, η Άγκυρα σχεδιάζει να αξιοποιήσει υψηλόβαθμες συριακές προσωπικότητες που συμμετείχαν στην αντιπολίτευση με έδρα την Κωνσταντινούπολη, η οποία δημιουργήθηκε με την υποστήριξη και την καθοδήγηση της κυβέρνησης Ερντογάν και της υπηρεσίας πληροφοριών της το 2011. Ωστόσο, παραμένουν ερωτήματα σχετικά με τη σκοπιμότητα και τη μακροπρόθεσμη επιτυχία μιας τόσο φιλόδοξης πρωτοβουλίας.