[iEpikaira: Μέρες πούνε είπαμε να ανατρέξουμε στης ιστορίας τα μονοπάτια μ'ένα σκοπό και μόνο. Για να καταλάβουμε ότι το αίμα το Ρωμαίικο ουδέποτε πεθαίνει. Είναι αυτό που ανέδειξε το Έπος του '40, αυτό που μας ελευθέρωσε και το '21! «Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα» παρακινούσε ο Κωστής Παλαμάς τους Έλληνες που ξεκινούσαν για τα βουνά της Ηπείρου...]
Κάπου διαβάσαμε το παρακάτω χωρίο από τον ένδοξο ηρωικό αγώνα του '21:
Κάπου διαβάσαμε το παρακάτω χωρίο από τον ένδοξο ηρωικό αγώνα του '21:
«Εξύπνησαν κάποια παλληκάρια του Οδυσσέως, πρωί πρωί και από το πρώτο γλυκοχάραμα έμειναν εκστατικά, βλέποντας τους Τούρκους ανεβασμένους επάνω εις τον Παρθενώνα και εργαζόμενους με μεγάλη βία να χαλούν τα ωραία εκείνα μνημεία. Τόσο παράξενη και ακατανόητη τους εφάνη τέτοια ανωφελής βαρβαρότης, οπού έτρεξαν αμέσως να ειδοποιήσουν τον Οδυσσέα. Αφού ο στρατηγός εβεβαιώθηκε με τα μάτια του απόλυσε τρία τέσσερα από τα παλληκάρια του να πλησιάσουν εις την Ακρόπολη και να ερωτήσουν του Τούρκους διατί έδειχναν τέτοια αγριότητα με μάρμαρα, τα οποία δεν τους επροξενούσαν καμμία βλάβη. Επέταξαν με μιας οι γενναίοι και ύστερα από λίγη ώρα έφεραν εις το στρατηγό την απόκριση ότι οι Τούρκοι μην έχοντας άλλο μολύβι διά να χύσουν βόλια και ξανοίξαντες ότι μέσα εις εκείνα τα μάρμαρα ευρίσκεται τούτο το μέταλλο, χυμένο επίτηδες δια να δίδη δύναμη και σταθερότητα, είχαν αποφασίσει να προστρέξουνε εις εκείνο το χαλασμό διά να δυνηθούνε να εξακολουθήσουνε τον πόλεμο.
Τέτοια απόκρισι επροξένησε μεγάλη απελπισία εις τους Έλληνες και αφού εστοχάστηκαν τι να πράξουν διά να σώσουν από τον όλεθρο τα μνημεία του μεγαλείου των, όλοι με μια φωνή αποφάσισαν να μηνύσουν εις τους αποκλεισμένους να παύσουν την καταστροφή και ήσαν έτοιμοι να τους προμηθεύσουν όσο μολύβι τους εχρειάζετο για την υπεράσπισή τους. Ούτω και εγένετο. Έστρεξαν οι Τούρκοι, και οι Έλληνες εξαγόρασαν με το αίμα τους -δίδοντες εις τους εχθρούς βόλια διά να τους σκοτώσουν- τα πολύτιμα εκείνα μάρμαρα, τα οποία ήσαν προωρισμένα να ζήσουν διά να ίδουν πάλιν αναστημένο ολόγυρά τους εκείνο το έθνος, το οποίο από τόσους αιώνας εφαίνετο βυθισμένο εις λήθαργο. Αξιοθαύμαστο παράδειγμα αρετής, γενναιότητος και ζήλου προς την πατρίδα!».
Έτσι έκαμε το Αγαρηνό σκυλί. Το μόνο που αντίκριζε ήταν πέτρα άσπρη και παλιά, άτακτα βαλμένη. Που να ημπορούσανε να ιδούν με τ’ όμματα τ΄Ανδρούτσου!;
Έτσι βλέπει και σήμερα το μάτι τ’ άθεου και του νεοταξίτη. Την ένδοξη ιστορία μας κι αγάπη για την πατρίδα! Την μόνη και αληθινή, Ορθόδοξη θρησκεία. Πέτρες είναι και αυτές παλιές χωρίς καμμιά ουσία… Με το μυαλό τους όλα θέλουν να τα εξηγούν, ανούσια τα θεωρούν, χωρίς καμιά αξία. Με τον Θεό τα βάζουνε, γεμάτοι αλαζονεία. Τα αγιασμένα χώματα που καπηλεύονται, ντροπή νιώθουν μεγίστη, που τόσοι αλιβάνιστοι τα έχουν κατακλίσει. Τα βλέπουν όλα αυτά, τα μάτια των ηρώων, τα βλέπουν και οι Μάρτυρες που την ζωή τους δώσαν, τα βλέπει και η Μάνα μας η Παναγιά και κάθετε και κλαίει! Παιδιά της είναι και αυτά που χάσανε τον δρόμο.
Μην κλαίς μανούλα μου γλυκιά! Μην κλαίς και βαλαντώνεις. Αυτοί τον δρόμο τους τον διάλεξαν, άλλους αφέντες βρήκαν! Ακόμη και την άμοιρη, και χιλιοσκοτιμένη, την ίδια την ψυχούλα τους, δεν θέλουν να αντικρίσουν. Έχουν βαλθεί, τα όσια και ιερά, με μένος να μαγαρίσουν, την πολυαγαπημένη την πατρίδα μας στον μαμμωνά να τη χαρίσουν. Τώρα τ’ άβαλαν και με παιδιά, και τις ψυχές τους θέλουν. Θέλουνε να τα διαπομπεύσουνε, να γίνουνε θηρία, μάνα να μην γνωρίζουνε, μήτε και τον πατέρα! Την οικογένεια να χαθεί, το σέβας και η αιδώ τους.
Μα τούτην την παραφροσύνη τους την βλέπει και ο Πατέρας. Ο Πλάστης και Δημιουργός, ο γλυκύτατος Θεός μας. Την βλέπει και μακροθυμεί, αναμένει την επιστροφή τους. Κι αν τούτο δεν συμβεί, σε τούτη την ζωή τους, αλίμονο στην ώρα και την στιγμή, που μάνα τους γεννούσε!
Ακούστε εδώ παράφρονες, μηδενιστές και ψευτοπροοδευμένοι. Μήτε με την φοβέρα σκιαζόμαστε, μήτε και με τους νόμους, αφού αυτοί εχθρεύονται το Θείο Θέλημά Του! Αυτός που τώρα εργάζεστε, αυτός θα είν' η καταστροφή σας. Κανείς ποτέ δεν χάρηκε καθώς θεομαχούσε. Την χώρα τούτη που διασύρετε, ο Θεός όλη την έβαλε, μέσα στην καρδιά του. Κι όσο κι αν παλεύετε, κακό του κεφαλιού σας. Θα ‘ρθει η ώρα κι η στιγμή, που τούτο θα το δείτε. Θα δείτε την Ελλάδα μας, ολόλαμπρη να ξεπροβάλει. Στην οικουμένη να δίνει φώς, σαν φάρος της Ορθοδοξίας. Το λένε όλες οι Γραφές, το λέει και η καρδιά μας! Η καρδιά μας η Ρωμαίικη, που νιώθουμε στο στήθος μας να καίει, εκεί που ο Κύριος κατοικεί, και τ’ Άγιο Πνεύμα πνέει.
Με αυτά τα λόγια τα φτωχά, ελπίζουμε τα μάτια σας να ανοίξουνε, τον Ήλιο της Δικαιοσύνης να ιδούνε! Το σκοτεινό το βλέμμα σας να γίνει πάλι καθαρό, Ρωμαίικο, με σύνεση και θείο φόβο. Είθε ο Πανάγαθος Θεός μετάνοια να μας χαρίζει!