Η μαξιμαλιστική στρατηγική της Τουρκίας που επιδιώκει την επέκταση του ζωτικού της χώρου, αποτελεί προάγγελο μίας νέας εθνικής κρίσης, στην οποία μερίδιο ευθύνης φέρει και η ελληνική πολιτική του κατευνασμού. Η αλλαγή πορείας έστω και τώρα, με την υιοθέτηση μιας σοβαρής στρατηγικής ανάσχεσης των έκνομων ενεργειών της γείτονος, είναι περισσότερο από αναγκαία. Αυτό σε πρώτη φάση απαιτεί το ξεκαθάρισμα των "κόκκινων γραμμών" και ταυτόχρονα την αποφυγή της αυτοχειριαστικής ρητορικής ήττας και συμβιβασμών.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στις 3 Ιουνίου 2020 ο βουλευτής ΝΔ και καθηγητής Διεθνούς Δικαίου Άγγελος Συρίγος, ερωτήθηκε: «Αν μπει τουρκικό πλοίο εντός ελληνικής περιοχής, τι κάνουμε; Λέμε ξανά ότι το … έφερε ο αέρας;» Η απόκριση του βουλευτή ήταν: «Πέραν των χωρικών υδάτων δεν υφίσταται ελληνική κυριαρχία. Έχουμε μόνον συγκεκριμένα και περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα επί του βυθού και του υπεδάφους, αυτού που καλούμε υφαλοκρηπίδα… Η απλή παρουσία ή διέλευση ενός τουρκικού πλοίου από περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας δεν αποτελεί παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων».
Δηλαδή διευκρίνισε ότι η Ελλάδα δεν έχει δικαίωμα να παρεμποδίσει ένα σκάφος που πλέει στις θαλάσσιες ζώνες μας εφόσον παραμένει εντός διεθνών υδάτων, και μόνο σε περίπτωση που κάνει έρευνες επί της υφαλοκρηπίδας έχουμε δικαίωμα να επέμβουμε. Εκ προοιμίου, δηλαδή, ο Α. Συρίγος καλλιεργεί κλίμα υποχωρητικότητας, υπερτονίζοντας την πρόφαση βάσει της οποίας δεν θα επέμβουμε δυναμικά όταν προσεγγίσουν τα τουρκικά ερευνητικά σκάφη στο τόξο Ρόδος-Κάρπαθος-Κρήτη, γεγονός που προμηνύει ότι για άλλη μια φορά θα παραμείνουμε σε αδράνεια διατηρώντας την "στρατηγική ηρεμία". Λες και η χώρα στην οποία απευθυνόμαστε, εφαρμόζει ευλαβικά και απαρέγκλιτα το Διεθνές Δίκαιο.
Άλλωστε, την ίδια στάση επέλεξε η κυβέρνηση ανήμερα των Ιμίων όταν το τουρκικό ερευνητικό Oruc Reis εισήλθε στις ελληνικές θαλάσσιες ζώνες και παρέμεινε εκεί για αρκετές ώρες, ενώ ελληνική φρεγάτα παρατηρούσε από δεκάδες μίλια μακριά. Ταυτόχρονα στα ελληνικά μέσα διαδίδονταν φαιδρότητες του τύπου "οι καιρικές συνθήκες παρέσυραν το ερευνητικό" ή ότι "δεν είμαστε σίγουροι εάν έχει ποντίσει τα ερευνητικά καλώδια", αν κάνει έρευνες δηλαδή ή όχι.
Διεθνές δίκαιο και στρατιωτική ισχύ
Σε απάντηση του ως άνω επιχειρήματος –μιλώντας πλέον εκ του ασφαλούς ο υποστηρικτής της τραγωδίας των Πρεσπών– ο πρώην υπουργός Άμυνας και Αρχηγός ΓΕΕΘΑ Ευάγγελος Αποστολάκης δήλωσε το αυτονόητο, ότι δηλαδή «αν η Ελλάδα δεν σταματήσει τα τουρκικά ερευνητικά πλοία εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και υποχωρήσει, χάνει τα δικαιώματά της στην περιοχή». Σε αυτό συνηγορεί και η άποψη του καθηγητή γεωπολιτικής Ιωάννη Μάζη, ο οποίος διευκρινίζει ότι «στη διεθνή διπλωματία η σιωπηρή παραδοχή ή έστω η μειωμένης έντασης αντίδραση, έχει ως ένα βαθμό τη δύναμη του δεδικασμένου ή έστω αποτελεί δυνατό επιχείρημα σε ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις».
Ενώ ο καθηγητής γεωπολιτικής Κώστας Γρίβας εξηγεί ότι: «Το Δίκαιο της Θάλασσας είναι ένα δυναμικό και όχι στατικό μέγεθος. Ένα μέγεθος που εξελίσσεται και μεταλλάσσεται ανάλογα με τα διεθνή γεωπολιτικά δρώμενα, έστω και αν αυτά συμβαίνουν σε τόπους μακρινούς [πχ Νότιο Σινική Θάλασσα] και δεν αποτυπώνονται -ακόμη- στο γράμμα του νόμου. Ωστόσο, τα δρώμενα αυτά προκύπτουν από ζυμώσεις στην υπαρξιακή βάση του Δικαίου της Θάλασσας, που είναι ο ανταγωνισμός της χερσαίας στρατιωτικής ισχύος με τη θαλάσσια». Επομένως η επίκληση του Δίκαιου της Θάλασσας και η νομικίστικη προσκόλληση σε αυτό δεν διασφαλίζει την κυριαρχία εάν δεν συνοδεύεται από την προβολή στρατιωτικής ισχύος.
Και δυστυχώς το παράδειγμα της Κύπρου, με τον ενεργειακό Αττίλα αποτελεί την τραγική επιβεβαίωση αυτού του ισχυρισμού. Ο Κ. Γρίβας αναφέρει επίσης ότι: «Η Τουρκία δεν θέλει συμβιβασμό, αφού στρατηγικός της στόχος είναι η μετατροπή του Αιγαίου και μεγάλου μέρους της Ανατολικής Μεσογείου σε γεωπολιτική "επιχωμάτωση", σε προέκταση της τουρκικής στεριάς προς τη θάλασσα.
Στην πορεία του αυτή ο τουρκικός οδοστρωτήρας βρίσκει το εμπόδιο των ελληνικών νησιών, τα οποία μετατρέπονται στον πυρήνα μιας αδιαίρετης θαλασσοχερσαίας ενότητας. Άρα, η Άγκυρα πρέπει να τα μετατρέψει σε χώρο ασαφούς κυριαρχίας, αν όχι να τα απορροφήσει πλήρως, για να επιτύχει τις γεωπολιτικές της στοχεύσεις». Και ακριβώς αυτό θα πετύχει εάν επιτραπεί η οιανδήποτε εργασία των τουρκικών ερευνητικών σκαφών εντός των ελληνικών θαλασσίων ζωνών, έστω κι αν είναι εκτός των χωρικών υδάτων.
Εις ώτα μη ακουόντων
Παρότι λοιπόν οι αναλυτές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, οι πολιτικές ελίτ κωφεύουν και αρνούνται να προβούν στην χάραξη μιας σοβαρής εθνικής στρατηγικής. Δεν εστιάζουν στο πώς θα αντιμετωπιστεί η τουρκική επιθετικότητα, αλλά αντιθέτως αναλώνονται στο πώς θα παραπλανήσουν τον ελληνικό λαό με επικοινωνιακά τερτίπια. Αλλά ακόμη και όταν αποφασίζουν να ενεργήσουν, αυτό γίνεται όταν τα πράγματα έχουν φτάσει στο απροχώρητο με αποτέλεσμα να υποκύπτουν σε δυσμενείς υποχωρήσεις και λύσεις "μπαλωματικού" τύπου. Τρανταχτό παράδειγμα η ελληνο-ιταλική συμφωνία για την ΑΟΖ η οποία συνάφθηκε με την πλάτη στον τοίχο και το πιστόλι στον κρόταφο.
Χωρίς να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες, διευκρινίζουμε ότι η μη αναγνώριση πλήρους επήρειας των Διαποντίων Νήσων (70% επήρεια) και των Στροφάδων (35%), ανοίγει τον δρόμο για το δραστικό περιορισμό της επήρειας του Καστελλόριζου και της Στρογγύλης. Πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι της συμφωνίας, ο Τσαβούσογλου μιλώντας στη Daily Sabah άδραξε την ευκαιρία και δήλωσε ότι η εν λόγω συμφωνία «αποδεικνύει την εγκυρότητα των επιχειρημάτων της Άγκυρας σχετικά με τις θαλάσσιες συμφωνίες». Επεσήμανε μάλιστα ότι, «η Ελλάδα απαιτεί όλα τα νησιά, οι νησίδες και οι βράχοι να αντιμετωπίζονται ως ηπειρωτική χώρα, αλλά στη συμφωνία της με την Ιταλία δέχτηκε το επιχείρημα της Τουρκίας».
Άντε να πείσεις τους Τούρκους...
Η επήρεια Καστελόριζου-Στρογγύλης αποτελεί επιπλέον ένα σημαντικό πρόσκομμα στην επίτευξη μιας συμφωνίας με την Αίγυπτο, η οποία δελεάζεται και από την ΑΟΖ που της "χαρίζει" η Τουρκία βάσει του τουρκολιβυκού μνημονίου. Με την εξαγγελία όμως για τη διενέργεια σεισμικών ερευνών στο τόξο Ρόδος-Κάρπαθος-Κρήτη, και με το τουρκολιβυκό μνημόνιο, η Ελλάδα ενδέχεται να προβεί σε επιπλέον υποχωρήσεις για να καταλήξει σε συμφωνία με την Αίγυπτο ως ανταπάντηση. Σε περίπτωση όμως που δεχτούμε περιορισμένη επήρεια σε Καστελόριζο-Στρογγύλη κινδυνεύουμε να απωλέσουμε την μείζονος σημασίας εφαπτόμενη ΑΟΖ με την Κύπρο. Σενάριο με δυσμενέστατες γεωπολιτικές προεκτάσεις για τον ελληνισμό, εφόσον αποκόπτεται η Κύπρος από την μητροπολιτική Ελλάδα.
Δεδομένης λοιπόν της περιρρέουσας κατάστασης, η κυβέρνηση οφείλει να παραιτηθεί από τα μικτά/ασαφή μηνύματα. Να ξεκαθαρίσει άμεσα σε συμμάχους και μη τις "κόκκινες γραμμές" για το τι μέλλει γενέσθαι σε περίπτωση που παραβιαστεί η κυριαρχία μας. Έτσι, εκτός του ότι η Τουρκία θα σκεφτεί πολύ σοβαρά τις κινήσεις της, μπορεί επίσης να επιτύχει διπλωματικές παρεμβάσεις που να αποσοβήσουν τα χειρότερα.
Άλλωστε, ας μην παραβλέπουμε ότι και οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν μια ευρείας κλίμακας διένεξη που θα διέλυε την νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Από την άλλη αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα εκμεταλλευτούν ένα θερμό επεισόδιο. Ο ίδιος ο Τραμπ έχει αναφερθεί στην θεωρία του "μίνι πολέμου" για την διευθέτηση διαφωνιών, όμοιες με αυτές που χρονίζουν στο ελληνοτουρκικό υποσύστημα, όπου η πυροσβεστική παρέμβαση των ΗΠΑ θα οδηγήσει ενδεχομένως σε εκχώρηση ή γκριζάρισμα ελληνικών θαλάσσιων ζωνών ώστε να λήξει η κρίση.
Αντί επιλόγου
Ως γενική διαπίστωση παρατηρούμε μετά λύπης αλλά και αγανάκτησης ότι, το πολιτικό σύστημα πρώτον δεν έχει αντιληφθεί ότι ο ελληνικός λαός έχει ορθά αισθητήρια, και δεύτερον, ότι δεν προτίθεται να αποδεχτεί η συνείδησή του νέα Ίμια ή μεγαλύτερη απώλεια. Γεγονός που αποτυπώνεται και σε πανελλήνια δημοσκόπηση της εταιρίας εταιρείας Interview, σύμφωνα με την οποία το 56% των Ελλήνων επιθυμεί στρατιωτική απάντηση εάν η Τουρκία παραβιάσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Είναι πρόδηλο λοιπόν ότι μια απευκταία νέα εθνική τραγωδία, δεν θα επηρεάσει μόνον την κυβέρνηση, αλλά αντιθέτως ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Αυτό που χρειάζεται η χώρα, είναι σχεδιασμό νίκης και όχι ρητορική ήττας και συμβιβασμών. Χρειάζεται ισχυρή διακομματική βούληση για την διασφάλιση της κυριαρχίας μας και αυτό είναι εφικτό μόνο αν ξεκαθαρίσουμε προς πάσα κατεύθυνση ότι σε οιανδήποτε απειλή, ο αντίπαλος θα υποστεί δυσανάλογα μεγάλες απώλειες σε σχέση με το όφελος που θα αποκομίσει.
Πηγή: slpress.gr