Γράφει ο Παναγιώτης Παύλος
Άκρως αποκαλυπτική είναι η συνέντευξη που παραχώρησε την Παρασκευή 4 Οκτωβρίου, ανήμερα των εορτασμών για τα 50 χρόνια της Νέας Δημοκρατίας, ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, Γιώργος Γεραπετρίτης, στον Παύλο Τσίμα και το ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ. Η αλήθεια είναι ότι η τελική τοποθέτηση του Υπουργού, στο πέρας της συζήτησης, στην οποία και παραπέμπει ο τίτλος του κειμένου αυτού, με παρακίνησε να ακούσω προσεκτικά ολόκληρη τη συνέντευξη όχι μια, αλλά τρείς φορές, εντοπίζοντας εκ νέου κάθε φορά ενδιαφέρουσες διαστάσεις και προεκτάσεις των λόγων και θέσεων του Υπουργού.
Καθώς η συνέντευξη είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο, δεν υπάρχει λόγος να εκθέσω ένα προς ένα τα όσα ανέφερε ο κ. Γεραπετρίτης. Θα ήθελα ωστόσο να επισημάνω ορισμένα σημεία που θεωρώ κρίσιμα, τα οποία φυσικά φανερώνουν και την ψυχική κατάσταση του ανδρός που αναγκάζεται να ομολογήσει ότι οι ενέργειες στις οποίες σκοπεύει να προβεί ενδέχεται να φέρουν συνέπειες οι οποίες είναι εύλογο να διευκολύνουν τον χαρακτηρισμό του από τον ελληνικό λαό ως μειοδότη!
Προτού προχωρήσω, ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω στον αναγνώστη, τους Έλληνες πολίτες, και τον κύριο Γεραπετρίτη, ορισμένες πραγματικότητες που φαίνεται ότι έχουν λησμονηθεί. Η ελληνική εξωτερική πολιτική, η εθνική πολιτική της Ελλάδας στο εξωτερικό, στον άμεσο περίγυρό της και ευρύτερα, δεν είναι ούτε προνόμιο ούτε αποκλειστικό δικαίωμα ενός κόμματος, το οποίο μάλιστα κυβερνά με όρους ουσιαστικής μειοψηφίας καθώς έχει εκλεγεί με μόλις 2,1 εκατομμύρια ψήφους από ένα λαό 10 εκατομμυρίων πολιτών και στις πρόσφατες ευρωκοινοβουλευτικές εκλογές απώλεσε το 50% της πολιτικής ισχύος του.
Πολλώ δε μάλλον, σε μια ευνομούμενη δημοκρατία αποφάσεις που αφορούν ό,τι πιο ιερό και πολύτιμο διαθέτει ένας λαός και μια πατρίδα, την εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματά τους δηλαδή, δεν είναι δυνατόν να λαμβάνονται αποφάσεις δίχως εθνική συναίνεση. Επιπλέον, είναι αδιανόητο τα ανωτέρω να τελούν υπό την πολιτική ευθύνη ενός Υπουργού σε εντεταλμένη υπηρεσία, ο οποίος όχι μόνον δεν είναι καν κοινοβουλευτικά αναγνωρισμένος, δηλαδή εκλεγμένος, από τους πολίτες, αλλά και έχει εκτεθεί ανεπανόρθωτα για τα απανωτά ψεύδη του τόσο στη διαχείριση των ελληνοτουρκικών όσο και στην τραγωδία στα Τέμπη. Ψεύδη από τα οποία δεν γλυτώνει ούτε και στη χθεσινή συνέντευξή του στον ΣΚΑΙ. Αυτά για το ηθικό και το πολιτειακό σκέλος του πράγματος.
Από εκεί και πέρα. Η προχθεσινή συνέντευξη του κ. Γεραπετρίτη φανέρωσε ορισμένες από τις πλέον επικίνδυνες και ζημιογόνες παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος που η επιπολαιότητα και η πνευματική ένδεια των εκφραστών του κινδυνεύουν να τις μετατρέψουν σε ισοδύναμα εθνικής καταστροφής με μανδύα εθνικής λύτρωσης. Ξεκινώ καταρχήν με αυτό που θα μπορούσε να κωδικοποιηθεί με τον χαρακτηρισμό «Γεραπετρίτειος δόλος» και που δεν είναι άλλο από το ευφυέστατο στρατήγημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη να παραπλανήσει τον ελληνικό λαό. Πώς; Με την αντιστροφή της αιτιοκρατικής σχέσης στα ελληνοτουρκικά, όπου δηλαδή το αίτιο [τουρκικός νεοθωμανικός επεκτατικός αναθεωρητισμός] αντικαθίσταται από το αιτιατό [ελληνοτουρκική διαφορά Υφαλοκρηπίδας / AOZ], και το αιτιατό από το αίτιο [η ελληνοτουρκική διαφορά γεννά τον νεοθωμανικό επεκτατισμό].
Με άλλα λόγια, δηλαδή, προσπαθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη να ανάγει, δια στόματος Γεραπετρίτη, την ελληνοτουρκική διαφορά Υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ σε αίτιο των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Ώστε να πείσει τους Έλληνες πολίτες ότι, τυχόν επίλυση αυτής της διαφοράς συνεπάγεται και λύση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, ωσάν αυτά να ήταν αιτιατά απότοκα της μιας, δήθεν, διαφοράς, και όχι αίτιά της. Αντιλαμβανόμαστε φυσικά όλοι, πού πηγαίνει αυτή η ιστορία, τη στιγμή μάλιστα που τόσο ο Υπουργός Εξωτερικών όσο και η κυβέρνηση εν συνόλω αρνούνται πεισματικά να κινηθούν στην κατεύθυνση άσκησης του μονομερούς κυριαρχικού δικαιώματος επέκτασης των Εθνικών Χωρικών Υδάτων της Ελλάδας στα 12 ναυτικά μίλια, ή το μέγιστο της μέσης γραμμής.
Εθνικά Χωρικά Ύδατα. Θυμίζω τη δήλωση του ΥΠΕΞ Γεραπετρίτη σε ανύποπτο χρόνο και αναρμοδίως, ως Υπουργού Επικρατείας, κάπου στο 2020, περί της εθνικής κόκκινης γραμμής στα 6 ναυτικά μίλια. Αυτή η θέση του ήταν απολύτως συνεπής με τη σημερινή δολιότητα της κυβερνητικής ρητορικής. Κι αυτό διότι όταν ο Υπουργός των Εξωτερικών λέει στον Παύλο Τσίμα ότι «ζητήματα κυριαρχίας είναι εκτός συζήτησης» ναι μεν είναι τυπικά σωστός κατά το ότι δεν πάνε να δώσουν έκταση μέσα στα εξαμίλια. Πλην όμως, αυτό που η δήλωση του Υπουργού αποκρύπτει είναι ότι, από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν έχει επεκτείνει τα ΕΧΥ, η όποια διαπραγμάτευση με την Τουρκία μοιραία θα έχει ως συνέπεια την απώλεια του εθνικού εδάφους που αυτή τη στιγμή είναι βέβαια δυνητικό. Άρα, και δεν εκχωρούν την τρέχουσα εθνική κυριαρχία και εκχωρούν την μέλλουσα εθνική κυριαρχία, θεωρώντας μάλιστα αυτήν την «απόφαση για διάβαση του Ρουβίκωνα οραματική προσέγγιση»!
Επιπλέον: η όλη συζήτηση και η ανάπτυξη της συλλογιστικής του Υπουργού των Εξωτερικών εκτίθεται με ρητή αναφορά όχι στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, σε αντιδιαστολή με τη μόνιμη επωδό επί Υπουργίας των Εξωτερικών του Νίκου Δένδια που μιλούσε για UNCLOS πρωί-μεσημέρι-βράδυ, αλλά στο Διεθνές Δίκαιο γενικώς. Την ίδια δηλαδή αναφορά που επικαλείται και ο Τούρκος Πρόεδρος. Προφανώς αυτή είναι άλλη μια συμφωνημένη παράμετρος ευθυγράμμισης με την Τουρκία και υποχώρησης από τα κεκτημένα που προσφέρει στην Ελλάδα η υπογραφή της Συμφωνίας του Montego Bay το 1982. Φαίνεται ότι κάποιοι στο Υπουργείο Εξωτερικών και στην ελληνική κυβέρνηση θεώρησαν εθνικά ωφέλιμο να ευθυγραμμιστούν με τις αξιώσεις της γείτονος χώρας που δεν έχει υπογράψει την εν λόγω συνθήκη ακριβώς διότι δεν ικανοποιεί τον τουρκικό μαξιμαλισμό.
Κι άρα τίθεται το ερώτημα: τί ακριβώς έχει στο μυαλό του ο κ. Γεραπετρίτης όταν μιλώντας στον Παύλο Τσίμα προβαίνει σε εξίσωση ευθυνών Ελλάδας και Τουρκίας για τις μεταξύ τους εντάσεις; Τί σχέση έχει άραγε όχι μόνον με το εθνικό συμφέρον αλλά και με την ίδια την αλήθεια, η απόδοση, από μέρους του Υπουργού Εξωτερικών, ευθύνης σε «ιστορικά βάρη και θέσεις διαμετρικά αντίθετες»; Τα ιστορικά βάρη βαραίνουν αυτόν που τα προκάλεσε κατά τρόπο παντελώς ανόμοιο έναντι αυτού που τα υφίσταται. Και ο κ. Γεραπετρίτης, μολονότι επικαλείται την ιστορία, φαίνεται να το κάνει προς τέρψιν όχι των Ελλήνων αλλά του κτιρίου επί της Λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου Β´. Αλλιώς πώς μπορεί κανείς να αποκαλέσει τα εθνικά δίκαια της Ελλάδος «θέσεις» εξισώνοντάς τα με τις «θέσεις» των επεκτατικών νεοθωμανικών βλέψεων της Τουρκίας;
Στη λογική αυτή, ακούσαμε τον Έλληνα Υπουργό των Εξωτερικών να αναγνωρίζει ως την ουσία της ελληνοτουρκικής διαφοράς την Υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Άραγε, είναι βέβαιος ο ίδιος ότι αυτή είναι η κοινώς αναγνωρισμένη «διαφορά» μας με την Τουρκία και από την ίδια την Τουρκία; Ή μήπως εθελοτυφλεί και για τους δικούς του λόγους αποκρύπτει το γεγονός ότι η ουσία της ελληνοτουρκικής διαφοράς από πλευράς Τουρκίας δεν είναι άλλη από την ίδια την ελληνικότητα του Αιγαίου;
Επιπλέον, πώς είναι δυνατόν να αρκείται ο Έλληνας Υπουργός σε μια γενική επίκληση της λογικής και του ορθού λόγου, όταν αμφότερα είναι έννοιες ενός πολιτισμικού πλαισίου και αξιακού συστήματος το οποίο αφορά ένα λαό, τον ελληνικό, που μέχρι και πριν από 50 χρόνια (για να μην φθάσω ως το «ατύχημα» της δολοφονίας Ηλιάκη στα μέρη του Υπουργού) το πληρώνει με αίμα υπερασπιζόμενο τα εδάφη του από έναν επιβουλέα που ποτέ δεν μοιράστηκε ούτε κοινή αξία αλλά ούτε καν έννοια με τον Ελληνισμό;
Είναι πολλά ακόμη, πάρα πολλά, τα προβλήματα της σκέψης του κυρίου Γεραπετρίτη που αναδύονται στην αποκαλυπτική συνέντευξή του με τον Παύλο Τσίμα : συλλογιστική διάτρητη από αμέτρητες αντιφάσεις, τις οποίες μόλις αγγίξαμε στο παρόν, έκδηλη απειρία γνώσης και κατανόησης της ουσίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, επιφανειακή αντίληψη πραγμάτων. Άγνοια και επιπόλαιη φιλοδοξία να καταστεί ο ίδιος ήρωας στον οποίον οι επόμενες γενιές των Ελλήνων θα προσβλέπουν άραγε με περηφάνεια και ευγνωμοσύνη τιμώντας τον για το ότι 204 χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821 έλυσε τα ελληνοτουρκικά κατά τρόπο που ούτε καν ο ταλαίπωρος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν ευδόκησε να επιτύχει. Αστεία πράγματα. Ας ελπίσουμε μόνον να μην αποδειχθούν και τραγικά.
Κλείνω θέτοντας στην κρίση του αναγνώστη την «ηρωική» απάντηση του Υπουργού Εξωτερικών στο ερώτημα του δημοσιογράφου αν φέρει κι αυτός «το σύνδρομο της Ζυρίχης, το σύνδρομο δηλαδή που λέει ότι όποιος αγγίξει ή προσπαθεί να λύσει ένα από τα εθνικά θέματα, αυτομάτως παίρνει απάνω του, στο πέτο του, την ταμπέλα του μειοδότη, του μειωμένου εθνικού φρονήματος, αν όχι του προδότη». Η απάντηση του Υπουργού των Εξωτερικών είχε ως εξής:
«…Θεωρώ ότι το φέρω κάθε μέρα. Και η απάντηση, κύριε Τσίμα, είναι η ακόλουθη. Όταν εγώ ανέλαβα το Υπουργείο Εξωτερικών, όλες οι εισηγήσεις, ακόμη και από τους φίλους μου, από τους δικούς μου ανθρώπους, ήταν να μην ασχοληθώ με τα ελληνοτουρκικά και να μην ασχοληθώ και με το Κυπριακό. Γιατί, κύριε Τσίμα; Διότι στην περίπτωση αυτή μόνο να χάσεις έχεις, και όχι να κερδίσεις, ως άνθρωπος. Από την άλλη πλευρά, εγώ θέλω να σας πω ότι αισθάνομαι ένα χρέος, ένα ηθικό χρέος, απέναντι στους Έλληνες πολίτες τα θέματα αυτά να μπορέσουμε να τα αγγίξουμε επιτέλους. Ήδη, για το Κυπριακό είχαμε μια μεγάλη εξέλιξη. Και θέλω να πω την μεγάλη μου ικανοποίηση ότι για 15 μήνες έχουμε αναλώσει στο Υπουργείο Εξωτερικών τεράστια προσπάθεια για να μπορέσουμε να φέρουμε στο τραπέζι τη συζήτηση στους τουρκοκυπρίους και να μπορέσουμε να επανεκκινήσουν οι συζητήσεις. Κάτι που πριν από ενάμισυ χρόνο φαινόταν απολύτως αδύνατο, κύριε Τσίμα. Τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε μια εξέλιξη που δεν δημιουργεί κατ᾽ ανάγκην συνθήκες αισιοδοξίας ότι θα λυθεί το ζήτημα, όμως που συνιστά μια σοβαρή αναβάθμιση σε ό,τι αφορά τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Και να σας πω και κάτι. Αν είναι να αφήσω μια μεγάλη παρακαταθήκη για τη χώρα μου για τις επόμενες γενιές, να είναι μια γειτονιά η οποία θα είναι ήρεμη, μια Ελλάδα της αυτοπεποίθησης, της σταθερότητας, της υπερηφάνειας, ας χαρακτηριστώ και μειοδότης».
Πηγή: militaire.gr φωτο protagon.gr