Του ΛΑΖΑΡΟΥ ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΗ*
Δεκατρία χρόνια έχουν περάσει από την έναρξη του εμφυλίου στη Συρία, ο οποίος προκάλεσε σημαντικές εξελίξεις στην περιοχή, ενώ τελευταία εμφανίζεται παράθυρο ευκαιρίας για διάλογο μεταξύ Ερντογάν και Άσαντ, με διαμεσολάβηση Πούτιν, με σκοπό την επίλυση των διαφορών Άγκυρας – Δαμασκού, κάτι το οποίο θα επηρεάσει σε βάθος χρόνου επιχειρησιακά και το ισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος Ελλάδας – Τουρκίας.
Όταν η «Αραβική Άνοιξη» εξαπλώθηκε και στη Συρία, ο Ερντογάν άλλαξε στάση έναντι του μέχρι τότε φίλου του, Άσαντ, καθώς βρήκε την ευκαιρία, με το πρόσχημα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, να βάλει πόδι στα συριακά εδάφη. Στο διάστημα μέχρι την απόπειρα του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016, οι στρατιωτικοί δεν συμφωνούσαν με τον Ερντογάν για στρατιωτική επιχείρηση στα συριακά εδάφη. Ο τούρκος Πρόεδρος, βγαίνοντας ενισχυμένος από την αποτυχημένη απόπειρα και λαμβάνοντας το πράσινο φως από τη Μόσχα, έδωσε την εντολή για την Επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη» τον Αύγουστο του 2016.
Η τουρκική πλευρά τότε έκλεψε τη δυτική ιδέα για εκπαίδευση και ένοπλη χρησιμοποίηση των αντιφρονούντων εναντίον του Άσαντ και ανέλαβε μόνη της, με χρηματοδότηση του Κατάρ, την οργάνωση του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, ο οποίος στη συνέχεια μετονομάσθηκε σε Εθνικό Συριακό Στρατό (ΕΣΣ). Ακολούθησαν οι στρατιωτικές Επιχειρήσεις «Κλάδος Ελαίας» και «Πηγή Ειρήνης», την περίοδο 2018 – 2019, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας στη συριακή επικράτεια.
Οι συνομιλίες στην Αστάνα αποτέλεσαν το όργανο επίλυσης του Συριακού, με πρωταγωνιστές τη Ρωσία, το Ιράν και την Τουρκία. Από τη διαδικασία αυτή άρχισε να διαφαίνεται ότι οι τρεις αυτές χώρες συζητούσαν για συνεργασία με σκοπό όχι μόνο την ομαλοποίηση της κατάστασης στη Συρία αλλά και την απομάκρυνση των ΗΠΑ από την περιοχή, αφού αποτελεί το στήριγμα των Δημοκρατικών Δυνάμεων Συρίας (SDF), υπό την κουρδική οργάνωση YPG.
Όσον αφορά το παράθυρο επαναπροσέγγισης Άγκυρας – Δαμασκού (με την πίεση της Ρωσίας), άρχισε να διαφαίνεται από πέρυσι ότι η κατάσταση ήταν προβληματική, μιας και ο Άσαντ έθετε ως απαράβατο κανόνα την πλήρη αποχώρηση των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων από όλη τη συριακή επικράτεια κάτι το οποίο η Άγκυρα δεν το συζητάει.
Τι άλλαξε και ο Ερντογάν πλέον φαίνεται θετικός σε ενδεχόμενη συνάντηση με τον Άσαντ;
Δύο είναι τα βασικά προβλήματα στον δρόμο για την ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Η τουρκική στρατιωτική παρουσία στη Συρία και η ύπαρξη σχεδόν 4 εκατομμυρίων σύριων προσφύγων στην Τουρκία. Το δεύτερο είναι πολύ σημαντικό για τον Ερντογάν, καθώς οι σύριοι πρόσφυγες θεωρούνται ένας από τους κύριους λόγους της φτωχοποίησης του τουρκικού λαού σε πολλές περιοχές της χώρας, αυξάνοντας την κοινωνική ένταση. Θυμίζουμε ότι η πολύ κακή οικονομική κατάσταση αποτέλεσε τον σημαντικότερο λόγο της μεγάλης εκλογικής ήττας του Ερντογάν και του κόμματός του στις τοπικές εκλογές της 31ης Μαρτίου.
Την παρούσα περίοδο, με ρωσική παρέμβαση, επιχειρείται να υπάρξει διάλογος και μια συνάντηση Ερντογάν – Άσαντ, ώστε να μαλακώσει η στάση και των δύο ηγετών. Ήδη ο Ερντογάν αποκαλεί «κύριο» τον Άσαντ, τον οποίο στο παρελθόν αποκαλούσε «δολοφόνο», και ο σύριος Πρόεδρος φαίνεται να αλλάζει τις προϋποθέσεις για διάλογο, αφού μέχρι πρότινος έθετε ως όρο για έναρξη του διαλόγου την πλήρη αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από τη Συρία, ενώ τελευταία έχει αφαιρέσει τον παραπάνω όρο και κάνει λόγο για σεβασμό της εδαφικής κυριαρχίας της Συρίας. Έχει γίνει ήδη γνωστό ότι στις σχετικές συνομιλίες γίνεται λόγος για μερική αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από τη Συρία.
Το τελευταίο πογκρόμ εναντίον Σύριων σε πολλές περιοχές της Τουρκίας, με αφορμή ένα μεμονωμένο συμβάν στην Καισάρεια, ήταν πολύ χαρακτηριστικό της εχθρότητας με την οποία αντιμετωπίζει ο τουρκικός λαός τους σύριους πρόσφυγες. Τα επακόλουθα πρωτοφανή γεγονότα με την επίθεση εναντίον τουρκικών βάσεων στη Βόρεια Συρία από τους αντιφρονούντες του ΕΣΣ, οι οποίοι έχουν εκπαιδευτεί από τον τουρκικό στρατό και δεν βλέπουν με καλό μάτι την πιθανότητα διαλόγου μεταξύ Ερντογάν και Άσαντ, αποκαλύπτουν τη δυσκολία του εγχειρήματος της επαναπροσέγγισης, αφού οι ίδιοι δεν θα έχουν πλέον κανέναν ρόλο στο μέλλον της Συρίας.
Η επίλυση των διαφορών Άγκυρας – Δαμασκού θα αλλάξει και την επιχειρησιακή κατάσταση στη συριακή επικράτεια, αφού θα αποσυρθούν πολλές τουρκικές στρατιωτικές μονάδες από την περιοχή, οι οποίες θα επιστρέψουν στις μητρικές τους μονάδες, στα μέτωπα της Θράκης και του Αιγαίου. Αυτό θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και με τις αντίστοιχες εξελίξεις στο Ιράκ, όπου η Άγκυρα έχει συμφωνήσει για κοινό επιχειρησιακό σχέδιο με την κυβέρνηση της Βαγδάτης αλλά και με την Περιφερειακή Διοίκηση των Κούρδων του Βορείου Ιράκ, με σκοπό τη δημιουργία 27 στρατιωτικών βάσεων από τον Ιρακινό Στρατό και στόχο την πλήρη εξάλειψη του ΡΚΚ από την περιοχή.
Αυτό σημαίνει ότι πλέον η Άγκυρα θα είναι υποχρεωμένη να διατηρεί πολύ μικρότερο αριθμό στρατιωτικών δυνάμεων σε Ιράκ και Συρία.
Ελλάδα – Κύπρος
Αν και είναι πολύ πρόωρο να μιλάμε για αποχώρηση των τουρκικών στρατιωτικών μονάδων από τη Συρία, φαίνεται ότι από τουρκικής πλευράς γίνεται μια προσπάθεια να κλείσουν τα μέτωπα σε Συρία και Ιράκ και να μειωθούν οι δυνάμεις του Τουρκικού Στρατού που επιχειρούν εκεί την τελευταία δεκαετία.
Η συνεχιζόμενη αναβάθμιση των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων με νέα οπλικά συστήματα, η αγωνιώδης προσπάθεια για προμήθεια νέων μαχητικών αεροσκαφών, η συνεχιζόμενη, με πολύ γρήγορους ρυθμούς, επαγγελματοποίηση του στρατεύματος, η δημιουργία 2ης Ταξιαρχίας Πεζοναυτών έναντι της Ρόδου, η επιχειρησιακή αναβάθμιση της αεροπορικής βάσης του Ιντσιρλίκ, έναντι της Κύπρου, με μεταστάθμευση μαχητικών αεροσκαφών F-16, η συνεχιζόμενη αύξηση των Ταξιαρχιών Καταδρομών και το κλείσιμο των μετώπων με Συρία και Ιράκ αποκαλύπτουν ένα σχέδιο αύξησης των τουρκικών επιχειρησιακών δυνατοτήτων για εφαρμογή του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», το οποίο απειλεί Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία.
Η Ελλάδα και η Κύπρος καλούνται να λάβουν τα μηνύματα και να προετοιμαστούν διπλωματικά και στρατιωτικά για τα χειρότερα. Στα δύσκολα θα είμαστε μόνοι μας.
*Ο Αντιστράτηγος ε.α. Λάζαρος Καμπουρίδης είναι Απόφοιτος της Σχολής Εθνικής Άμυνας, Κάτοχος MBA από το Nottingham Trend University, Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ και υποψήφιος Διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου, ενώ διετέλεσε Μέλος της Ελληνικής Διπλωματικής Αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο 1995 – 1999 και Ακόλουθος Άμυνας στην Ελληνική Πρεσβεία στην Άγκυρα, με παράλληλη διαπίστευση στο Μπακού, την περίοδο 2013 – 2017. Είναι συνεργάτης του αμερικανικού Ινστιτούτου Αναλύσεων «Defense & Foreign Affairs». Αποστρατεύθηκε τον Μάρτιο του 2022. paron.gr δημοσιεύτηκε υπό τον τίτλο "Η επαναπροσέγγιση Άγκυρας – Δαμασκού, η Ελλάδα και η Κύπρος"