Πρωτοβουλία Μπέρμποκ στην Ε.Ε. υπέρ Τουρκίας
Aλέξανδρος Τάρκας
Πρωτοβουλία για την ταχεία επανεξέταση των σχέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας, αμέσως μετά τις ελληνικές εκλογές, υλοποιεί η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ με τη συνδρομή, ενδεχομένως, και άλλων εταίρων.
Η αιφνιδιαστική κίνηση της κυρίας Μπέρμποκ, η οποία εκπροσωπεί -στην κυβέρνηση συνασπισμού- τους «Πράσινους» (με την παραδοσιακή καχυποψία έναντι των παρεμβάσεων της Άγκυρας στη μουσουλμανική κοινότητα της Γερμανίας) κρίνεται άκομψη διπλωματικά και ασαφής ως προς το περιεχόμενό της.
Αντίστοιχα, επειδή, πρώτον, δεν είναι δυνατόν να καλείται η κυβέρνηση οποιουδήποτε μέλους της Ε.Ε.-πόσο μάλλον της Ελλάδας με τα πολλά ανοιχτά μέτωπα με την Τουρκία- να τοποθετηθεί επί ενός τόσο σοβαρού ζητήματος λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων της. Και, δεύτερον, επειδή ούτε το Βερολίνο φέρεται να έχει κατασταλαγμένη στρατηγική για τις σχέσεις της Γερμανίας και ολόκληρης της Ευρώπης με τον επανεκλεγέντα πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν.
Παράλληλα, αποτελεί ειρωνεία ότι η ίδια η γερμανική διπλωματία (έστω επί της καγκελαρίου Αγκ. Μέρκελ και όχι του Ο. Σολτς) ήταν εκείνη που συναίνεσε στην υιοθέτηση συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2021, που έθεταν αυστηρό πλαίσιο στις επαφές με την Άγκυρα. Αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι η Ε.Ε. θα έχει «την ετοιμότητα να εμπλακεί [σε διάλογο] με την Τουρκία, κατά τρόπο σταδιακό, αναλογικό και αναστρέψιμο, για την ενίσχυση της συνεργασίας σε διάφορους τομείς κοινού ενδιαφέροντος, με την επιφύλαξη των καθορισμένων προϋποθέσεων» που είχαν ανακοινωθεί τους προηγούμενους μήνες, δηλαδή, αμέσως μετά τις μεγάλες κρίσεις του 2020 με την Ελλάδα και την Κύπρο.
Επιπλέον, μολονότι δεν αποφασίστηκε αυτοματοποιημένος μηχανισμός κυρώσεων, διευκρινιζόταν ότι οι Βρυξέλλες ανέμεναν από την Άγκυρα συγκεκριμένα βήματα ως προς το κράτος δικαίου, τα θεμελιώδη και ανθρώπινα δικαιώματα και τις σχέσεις με τους γείτονές της (Ελλάδα και Κύπρο). Καμία πρόοδος δεν σημειώθηκε έκτοτε και, επίσης, παρατηρείται το οξύμωρο ούτε ο κ. Ερντογάν, παρά την επισπεύδουσα κυρία Μπέρμποκ, να βιάζεται για την επανέναρξη διαλόγου με τις Βρυξέλλες.
Σε αυτό το πλαίσιο, μετεκλογικά, η Αθήνα θα αναγκαστεί να κινηθεί γρήγορα, επαναλαμβάνοντας ότι η πάγια βούλησή της για διμερή διάλογο με την Άγκυρα και πρόοδο των σχέσεων Ε.Ε.-Τουρκίας εξαρτώνται, αυτονόητα, από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η ελληνική διπλωματία αναγνωρίζει ότι απαιτείται επικαιροποίηση του οικονομικού και εμπορικού σκέλους της Τελωνειακής Ένωσης Ε.Ε.-Τουρκίας, αλλά είναι προφανές ότι, ταυτόχρονα, πρέπει να τηρούνται οι παλαιότερες πολιτικές προϋποθέσεις της και οι πρόσθετες του Ιουνίου 2021.
Το ίδιο ισχύει και ως προς το αίτημα κατάργησης της βίζας για τους κατόχους τουρκικών διαβατηρίων, ενώ παρατηρείται η αντίφαση η Κοινή Δήλωση Ε.Ε.-Τουρκίας του Μαρτίου 2016 για το Μεταναστευτικό να εφαρμόζεται στο κεφάλαιο που ενδιαφέρει την Άγκυρα (χρηματοδοτήσεις για τους πρόσφυγες από τη Συρία), αλλά να μη γίνεται σεβαστή στο αντίστοιχο ελληνικού ενδιαφέροντος (διακίνηση στο Αιγαίο).
Πέραν της Ελλάδας, η παρέμβαση Μπέρμποκ προκαλεί σοβαρά προβλήματα και στο σχεδιασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης, αν και αποδείχθηκε από τους πλέον επιτυχημένους υπουργούς Εξωτερικών την περίοδο 2018-2022, δεν καταφέρνει τώρα να προωθήσει τη φιλόδοξη πρότασή του για πιο ενεργό ρόλο της Ε.Ε. στο Κυπριακό και τον ορισμό ειδικού απεσταλμένου της.
Οι προτάσεις Χριστοδουλίδη κατατέθηκαν μάλλον πρόωρα, κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του περασμένου Μαρτίου, με αποτέλεσμα η Γαλλία, η Γερμανία και άλλοι εταίροι να προσφύγουν στην εύκολη δικαιολογία ότι ίσως εξεταστούν μετά τις τουρκικές εκλογές. Κατόπιν της πρωτοβουλίας Μπέρμποκ, υπάρχει ο κίνδυνος οι προτάσεις του κ. Χριστοδουλίδη να παραπεμφθούν στις καλένδες ή, αν τελικά οριστεί εκπρόσωπος της Ε.Ε., ο ρόλος του να εκφυλιστεί σε αγγελιαφόρο των θέσεων της Άγκυρας προς τις Βρυξέλλες αντί για το (πρέπον) αντίστροφο.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Δημοκρατία” στις 14 Ιουνίου 2023 amynanet.gr