Δημοσιεύτηκε 09/05/2023
Τι σημαίνει για την ελληνική πλευρά η αποστολή μηνυμάτων από την Ουάσιγκτον προς την Αγκυρα για αποκατάσταση της συμμαχικής σχέσης.
Βασίλης Νέδος
Οι εκλογές της Κυριακής στην Τουρκία αποτελούν αυτή την περίοδο ίσως το σημαντικότερο σημείο ενδιαφέροντος για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, σε προτεραιότητα μετά μόνο τον πόλεμο στην Ουκρανία και, βεβαίως, τον μακροπρόθεσμο ανταγωνισμό με την Κίνα. Στην υφιστάμενη προσπάθεια της Ουάσιγκτον να αξιοποιηθεί το εκλογικό αποτέλεσμα στην Τουρκία προκειμένου η Άγκυρα να «στρίψει» γεωπολιτικά περισσότερο προς τη Δύση, όπως συνέβαινε και πριν από το 2016, είναι απολύτως σαφές ότι εντάσσεται και η προσπάθεια επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Οι προθέσεις της Ουάσιγκτον προκύπτουν ανάγλυφα από μια σειρά κινήσεις, με πλέον χαρακτηριστική την πολύ μετρημένη στάση που ακολουθείται τους τελευταίους τρεις μήνες τόσο στο ΝΑΤΟ, όπου οι ΗΠΑ έχουν επιστρέψει στην παραδοσιακή ουδετερότητα όταν τίθενται θέματα ασκήσεων ή άλλων δραστηριοτήτων στο Αιγαίο (εκτός αν πρόκειται για ζητήματα που συνδέονται με την Ουκρανία, όπου οι Αμερικανοί κινούνται αυτόνομα), όσο και σε επίπεδο δημόσιας ρητορικής με διάφορα μικρά βήματα, όπως η προώθηση μικρών εξοπλιστικών που χρησιμοποιούνται ως «γλυκαντικά».
Πριν από λίγες ημέρες το ελληνικό κοινό αντιμετώπισε με κάποια αμηχανία τη δήλωση του πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζορτζ Τσούνη σχετικά με τη δυνατότητα να υπάρξει διάλογος ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, αλλά και κάποιες αιχμές για τη στάση της Ε.Ε. έναντι της Άγκυρας. Στόχος, βέβαια, της αμερικανικής διπλωματίας δεν είναι τόσο να καλλιεργήσει κάποιο θετικότερο κλίμα per se στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, αλλά να δείξει ότι η Ουάσιγκτον μπορεί να αποτελέσει τον πλέον έντιμο παράγοντα σε πιθανή διαμεσολάβηση μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας.
Γι’ αυτό και έμπειροι και αρμόδιοι παρατηρητές σχολίαζαν στην «Κ» ότι οι δηλώσεις του κ. Τσούνη στους Δελφούς έγιναν στην πραγματικότητα για να ακουστούν στην άλλη πλευρά του Αιγαίου και δη στην Τουρκία. Οπως, πρόσθεταν οι ίδιοι, και πως τα μηνύματα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην «άλλη πλευρά» δεν αναφέρονταν στο Αιγαίο αλλά… στον Ατλαντικό. Σε αυτό το διπλωματικό σκάκι διαχείρισης των μελλοντικών αμερικανοτουρκικών σχέσεων, λοιπόν, τα ελληνοτουρκικά έχουν ένα ρόλο πιο κομβικό σε σχέση με το παρελθόν.
Νέες κυβερνήσεις
Με βάση το χρονοδιάγραμμα, νέες κυβερνήσεις στην Αθήνα και στην Άγκυρα θα υπάρχουν το αργότερο μέχρι τα μέσα Ιουλίου. Οι δυσκολίες είναι βέβαια εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα σε Αθήνα και Αγκυρα, καθώς στη δεύτερη περίπτωση ένα αδιέξοδο μπορεί να οδηγήσει την Τουρκία σε παρατεταμένη αστάθεια. Σε περίπτωση, πάντως, που υπάρχουν σαφείς λύσεις και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, τότε, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, η Ουάσιγκτον δεν πρόκειται να περιμένει για την έλευση του φθινοπώρου. Αντιθέτως, από τις ΗΠΑ θα επιχειρηθεί να καλλιεργηθούν συνθήκες για τη δημιουργία κλίματος κάποιων πρώτων επαφών ακόμη και μέσα στο καλοκαίρι.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπάρχει μια γενική τάση για ταχεία συζήτηση πάνω στα «εύκολα» θέματα, όπως τα ενεργειακά, και δη όχι αυτά που αφορούν αγωγούς και θαλάσσιες ζώνες αλλά λιγότερο καυτά ζητήματα, όπως το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG). Εν ολίγοις, οι Αμερικανοί επιθυμούν να τεθεί σε κίνηση το συντομότερο δυνατόν μετά τις εκλογές η λεγόμενη θετική ατζέντα. Εν συνεχεία, βεβαίως, μπορεί να ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες διαδικασίες (διε-ρευνητικές επαφές, πολιτικός διάλογος, μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης κ.ά.).
Τα ελληνοτουρκικά εξελίσσονται σε σημαντικό παράγοντα για την αναθέρμανση των σχέσεων της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον.
Η άμυνα είναι ένα ακόμη εργαλείο που η Ουάσιγκτον κρατά προκειμένου να διαχειριστεί τα ελληνοτουρκικά. Φαίνεται ότι με βάση την τρέχουσα κατάσταση οι ΗΠΑ δεν θα αλλάξουν τον σχεδιασμό που φέρνει την Ελλάδα σε καθαρό προβάδισμα στον αέρα μέσα από την προμήθεια F-35 (οι εγχώριες διαδικασίες και –κυρίως– ο προϋπολογισμός για τα πέμπτης γενιάς μαχητικά είναι άλλης τάξεως ζήτημα), ωστόσο, εφόσον στην Τουρκία υπάρξει κάποια ουσιαστική δυτική στροφή μετά τις εκλογές, το Κογκρέσο δύσκολα θα μπορέσει να εμποδίσει μια διαδικασία προώθησης κάποιων εξοπλιστικών που θεωρούνται βασικά για το αξιόμαχο των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, όπως είναι η αναβάθμιση των μαχητικών F-16 και –κυρίως– η απεμπλοκή μικρότερων, αλλά βαρύνουσας σημασίας, προγραμμάτων συντήρησης υφιστάμενων οπλικών συστημάτων.
Η Αθήνα παρακολουθεί όλες αυτές τις διεργασίες από κοντά και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η σχέση με την Ουάσιγκτον παραμένει άριστη και αυτό αποδείχθηκε και πολύ πρόσφατα σε επίπεδο επιχειρησιακό. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, την κρίσιμη ώρα της Πέμπτης 27 Απριλίου κατά την οποία το ελληνικό C-130 ανέμενε στην αεροπορική βάση Ουαντί Σεϊντνά την επιβίβαση των τελευταίων 39 Ελλήνων και ξένων πολιτών από το Χαρτούμ, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνος Φλώρος και οι επιτελείς του στο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων στην Αθήνα λάμβαναν ζωντανή εικόνα από UAV τύπου MQ-9 το οποίο πετούσε αρκετές χιλιάδες πόδια πάνω από την περιοχή.
Επί της αρχής η ελληνική διπλωματία επιθυμεί την ταχύτατη βελτίωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, καθώς κρίνεται ότι μια Αγκυρα εντός των δυτικών δομών μπορεί να είναι λιγότερο επιθετική. Υπάρχει προθυμία για έναρξη κάποιας διαδικασίας, ενώ είναι γνωστό ότι τόσο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας τάσσονται –με διαφορετικές αποχρώσεις– υπέρ ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου, με τις ΗΠΑ να βοηθούν παρασκηνιακά.
Ελπίδα εξομάλυνσης
Ως προς τα στενά ελληνοτουρκικά, στην Αθήνα θεωρούν ότι η εκλογή του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου θα φέρει σίγουρα εξομάλυνση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, υπάρχει ωστόσο μια σχετική ανησυχία για τη σταθερότητα ενός συνασπισμού με πολλά ετερόκλητα στοιχεία. Εκτιμάται επίσης ότι σε περίπτωση επανεκλογής Ερντογάν είναι πολύ πιθανό να επικρατήσει μια γενική πολιτική διασφάλισης της υστεροφημίας του προέδρου της Τουρκίας. Ο ίδιος ο Ερντογάν είναι 69 ετών και τυχόν επανεκλογή του σημαίνει ότι θα παραμείνει πρόεδρος μέχρι τα 74. Ως εκ τούτου αρκετοί στην Αθήνα εκτιμούν ότι ο κ. Ερντογάν θα επιχειρήσει να ολοκληρώσει εκείνο που θεωρεί ο ίδιος ως παρακαταθήκη για το μέλλον, με όρους πρώτης τετραετίας του ως πρωθυπουργού (2003-2007), όταν καθιερώθηκε ως επιτυχημένος μεταρρυθμιστής και έθεσε τα θεμέλια της μελλοντικής κυριαρχίας του.
Μάλιστα, δεδομένου ότι η ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τους σεισμούς νότιας και νοτιοανατολικής Τουρκίας θα οδηγήσει αναγκαστικά τα επόμενα χρόνια σε μεγαλύτερη μόχλευση κεφαλαίων και στη δυνατότητα επένδυσής τους σε έναν τομέα με σφραγίδα Ερντογάν (κατασκευές), ο οποίος παράγει κατά κανόνα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, θεωρείται ότι ο νυν πρόεδρος θα επιχειρήσει να εμφανιστεί ως εγγυητής ενός καλύτερου βιοτικού επιπέδου για τους Τούρκους. Ακριβώς, δηλαδή, όπως είχε αρχίσει.
Πηγή: kathimerini.gr