Ένας από τους μεγάλους θεωρητικούς του πολέμου, ο Παναγιώτης Κονδύλης συνέγραψε μελέτες οι οποίες όφειλαν να είναι σημείο αναφοράς και οδοδείκτης για την Εθνική μας στρατηγική. Σε αυτό βέβαια προϋπόθεση αποτελεί να υπάρχει συγκεκριμένη Εθνική στρατηγική και να μην επαφίεται στις ορέξεις ή πιέσεις που δέχεται ο κάθε αρμόδιος (ή αναρμόδιος) υπουργός/πρωθυπουργός ο οποίος χαράσσει την εξωτερική πολιτική με τα δικά του κοντόφθαλμα (με προοπτική τετραετίας στην καλύτερη περίπτωση) κριτήρια.
Πέραν της Εθνικής αυτής παθογένειας με την οποία ο καθηγητής Π. Ήφαιστος έχει ασχοληθεί διεξοδικά, είναι πρόδηλο ότι η δική μας ολιγωρία (γράφε τραγικό κενό) υπερκαλύπτεται από την ακραία αναθεωρητική και μαξιμαλιστική τουρκική εξωτερική πολιτική, η οποία βασίζεται ακριβώς στο ότι βρίσκει τον χώρο για να αναπτυχθεί. Χώρο τον οποίο αφήσαμε κενό με την στρατηγική μας «αφασία» και όχι «ηρεμία», όπως παραπλανητικά αποκαλείται για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης. Ως γνωστό η φύση απεχθάνεται τα κενά και τις αδυναμίες…
Επί τούτου, και για να προλάβουμε όσους αντιτάξουν το επιχείρημα ότι η δύναμη/ισχύς της Ελλάδας πηγάζει από τις συμφωνίες/συμμαχίες που έχει πρόσφατα συνάψει (σσ. με Γαλλία, ΗΑΕ και Αμερική), ο Π. Κονδύλης έχει δώσει ήδη την απάντηση στο έργο του «Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο» (1992) όπου γράφει: «Καμία προστασία και καμία συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά οποίον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Η αξία μιας συμμαχίας για μια ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας. Ισχυροί σύμμαχοι είναι άχρηστοι σ’ όποιον δεν διαθέτει ό ίδιος σεβαστό ειδικό βάρος, εφ’ όσον ανάλογα με τούτο εδώ αυξομειώνεται το ενδιαφέρον των ισχυρών».
Και για να το κάνει ακόμη πιο ξεκάθαρο στο εμβληματικό έργο του «Θεωρία του Πολέμου» (1988 και 1997) ο Έλληνας στοχαστής αναφέρει ότι: «Τα πράγματα θα ήσαν πολύ απλούστερα, εννοείται, αν η Ελλάδα και η Κύπρος δεν ήσαν κράτη με de facto μειωμένα κυριαρχικά δικαιώματα, αν δηλαδή οι αποφάσεις τους δεν εξαρτιούνταν ούτε άμεσα ούτε έμμεσα από το τι ανέχονται οι Ηνωμένες Πολιτείες και το τι θεωρεί ως casus belli η Τουρκία.» Ενώ διευκρινίζει ότι «αν η ελληνική πλευρά, λέγοντας «αμυντικό δόγμα», εννοεί ότι, φοβούμενη μήπως εκτεθεί στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης και των συμμάχων, προτίθεται σε οποιαδήποτε περίπτωση (γενικού) πολέμου να αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και το πλεονέκτημα του πρώτου (μαζικού) πλήγματος στον εχθρό, τότε έχει κατά πάσα πιθανότητα υπογράψει μόνη της και εκ προοιμίου την καταδίκη της». Υπογραμμίζει μάλιστα ότι «καμιά άμυνα δεν είναι τελεσφόρα, αν δεν εμπεριέχει μια δραστική τιμωρία του επιτιθέμενου».
Άραγε οι ελληνικές πολιτικές ελίτ έχουν αντιληφθεί (έστω και στοιχειωδώς) του τί ακριβώς διακυβεύεται;
Είναι αλήθεια ότι οι Τούρκοι εργάζονται για να εξασφαλίσουν την νομιμοφάνεια για ότι πρόκειται να κάνουν εναντίον της Ελλάδας. Οι περισσότεροι αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι επί τούτου εργαλειοποιούν το ζήτημα της «αποστρατικοποίησης».
Ακόμη και στην παρούσα συγκυρία όμως, με την γείτονα να διατυμπανίζει απροκάλυπτα την αναθεωρητική της ατζέντα, στοχοποιώντας τον πυρήνα της Εθνικής μας κυριαρχίας (ακόμη και κατοικημένα νησιά) με τη «Γαλάζια πα(ρτ)ίδα» της, το ελληνικό πολιτικό προσωπικό, υπνωτισμένο από την νομή της εξουσίας και εμμένοντας στη μικροκομματική του μυωπία/αναισθησία, συνεχίζει να ασχολείται με το πότε θα γίνουν οι επόμενες εκλογές. Το πώς/αν θα προκύψει κυβέρνηση/συγκυβέρνηση «Εθνικής Συμφιλίωσης» -ή όπως αλλιώς θα την παρουσιάσουν- η οποία υποτίθεται ότι θα κληθεί να αντιμετωπίσει την επερχόμενη «ενεργειακή», «επισιτιστική» και «οικονομική» κρίση, αλλά κυρίως για να δρομολογήσει -υπογείως- τις «Πρέσπες του Αιγαίου».
Βέβαια οι στρατηγικοί ομφαλοσκόποι και γεωπολιτικοί υπνοβάτες που εκπροσωπούν τον ελληνικό λαό, αγνοούν ένα βασικό πράγμα: Το πηγαίο αίσθημα Εθνικής αυτοσυνειδησίας του Έλληνα, ο οποίος κάνει πολλή υπομονή καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Ένστικτο με το οποίο το σαθρό πολιτικό σύστημα θα έρθει αντιμέτωπο, αν όντως δοκιμάσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να υπονομεύσει τον πυρήνα της Εθνικής μας κυριαρχίας ή/και των κυριαρχικών δικαιωμάτων…
Καλό θα ήταν λοιπόν, οι πολιτικές ελίτ να αφουγκραστούν καλά την ελληνική καρδιά αλλά και τον ανεπανάληπτο Θουκυδίδη που έλεγε «Στον εχθρό δεν διαμαρτύρεσαι… τον πολεμάς».
*Ειδικός τεχνικός σύμβουλος. Διετέλεσε λέκτορας και επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο του Μπράιτον της Βρετανίας, από το οποίο κατέχει διδακτορικό και μεταπτυχιακό τίτλο. militaire.gr