Γράφει ο Αναστάσιος Λαυρέντζος
Από τη στιγμή που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της τουρκικής Κυβέρνησης η αίτηση της κρατικής εταιρείας πετρελαίων ΤΡΑΟ για σεισμικές έρευνες σε περιοχές που βρίσκονται εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, μια αντίστροφή μέτρηση ξεκίνησε. Είναι η αντίστροφη μέτρηση για την επαπειλούμενη απόλυτη τουρκική πρόκληση κατά των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το θεμέλιο για αυτή την πρόκληση τέθηκε τον περασμένο Νοέμβριο με το παράνομο σύμφωνο Τουρκίας-Λιβύης. Μέσω αυτού οι δύο χώρες μοιράστηκαν την ελληνική ΑΟΖ από τη Ρόδο έως το Καστελόριζο. Ακολούθησε η κατάθεση της συμφωνίας στον ΟΗΕ και πλέον η Τουρκία φαίνεται έτοιμη να προχωρήσει σε σεισμικές έρευνες και εν συνεχεία σε γεώτρηση στην εν λόγω περιοχή.
Έως τώρα η αντίδραση της ελληνικής πλευράς στις τουρκικές προκλήσεις υπήρξε χλιαρή. Περιορίστηκε στην αναζήτηση φραστικής κυρίως στήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ και κατέφυγε στις γνωστές επικλήσεις του διεθνούς δικαίου. Όσον αφορά δε το εσωτερικό, από διάφορους κύκλους προβλήθηκε ως «λύση» η προσφυγή στη Χάγη. Ακόμη και ο Πρωθυπουργός δήλωσε ότι «αν δεν μπορούμε να τα βρούμε με την Τουρκία, ας πάμε στη Χάγη και ας είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε την όποια απόφαση».
Πρόκειται για τη συνέχιση και από την παρούσα κυβέρνηση μιας ιδιότυπης πολιτικής κατευνασμού, η οποία δεν προσπαθεί να κερδίσει χρόνο για να «χτίσει» ένα πλαίσιο αποτροπής, αλλά για να μεταθέσει το πρόβλημα. Μπροστά στον διακηρυγμένο στόχο να αποφευχθεί μια σύρραξη, η Αθήνα φαίνεται να προβάλει ως βασική πολιτική επιλογή της την παραχώρηση μέσω «Χάγης» ορισμένων κυριαρχικών της δικαιωμάτων, με «αντάλλαγμα» την αναγνώριση των υπολοίπων από την Τουρκία.
Το διεθνές δίκαιο ως βολική ψευδαίσθηση
Η πολιτική αυτή πηγάζει από την ακατάσχετη τάση των ελληνικών ελίτ να υποχωρούν μπροστά στην Τουρκία και τον αυτοεγκλωβισμό τους στην ψευδαίσθηση του διεθνούς δικαίου. Στην πράξη, αυτό που επιδιώκει η Αθήνα είναι να ανταλλάξει μερικά από τα δικαιώματά της με μια τουρκική υπογραφή. Έτσι όμως η Ελλάδα απλώς υπερτιμά την υπογραφή της Τουρκίας σε μια προσπάθεια να εξαπατήσει τον εαυτό της. Πράγματι, ακόμη και αν κάποιος έμπαινε σε μια τέτοια λογική, θα παρέβλεπε ηθελημένα ότι η Τουρκία είναι ένα κράτος που ουδέποτε τήρησε τις συμφωνίες της.
Όμως και η εμμονή στην υποτιθέμενη παντοδυναμία του διεθνούς δικαίου είναι μια επικίνδυνη αυταπάτη, και μάλιστα για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι το διεθνές δίκαιο δεν στάθηκε ποτέ ικανό να αποτρέψει τις ενέργειες των ισχυρών. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ενώ η ελληνική πλευρά επικαλείται μονίμως το διεθνές δίκαιο, η ίδια δεν το εφαρμόζει για τον εαυτό της. Έτσι είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες που δεν έχουν επεκτείνει τα χωρικά τους ύδατα στα 12νμ και δεν έχουν ορίσει πλήρως την ΑΟΖ τους.
Πώς λοιπόν η Ελλάδα ομνύει στην παντοδυναμία του διεθνούς δικαίου, όταν η ίδια έχει αποφύγει έως τώρα να το εφαρμόσει; Δεν είναι αυτό άραγε μια ομολογία ότι οι διεθνείς εξελίξεις καθορίζονται από τους συσχετισμούς ισχύος; Θα έπρεπε όλα αυτά τα χρόνια να έχουμε κάνει ό,τι μπορούμε για να βελτιώσουμε αυτούς τους συσχετισμούς. Όμως ως χώρα πράξαμε το αντίθετο. Έτσι σήμερα το πολιτικό σύστημα, το οποίο ουσιαστικά μας έφερε έως εδώ, μας καλεί να κάνουμε έναν οδυνηρό συμβιβασμό.
Όμως ο συμβιβασμός αυτός δεν είναι μόνο δυσάρεστος. Πάνω από όλα είναι ατελέσφορος. Διότι πάντα ισχύει αυτό που είπε ο Περικλής στο Μεγαρικό ψήφισμα αναφερόμενος στους Σπαρτιάτες: «αν υποχωρήσουμε τώρα σε αυτές τις απαιτήσεις τους, την αμέσως επόμενη μέρα θα μας ζητήσουν κάτι ακόμη μεγαλύτερο». Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά; Αφού το δίλλημα πόλεμος ή υποταγή θα ισχύει και την επομένη ενός «λελογισμένου» συμβιβασμού τον οποίο ονειρεύεται η Αθήνα με την Τουρκία.
Η Ελλάδα έχει δυνατότητες
Τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι η μόνη επιλογή που έχει η Ελλάδα είναι αυτή της σθεναρής υπεράσπισης των δικαιωμάτων της. Όμως αυτή την επιλογή την έχει αποδυναμώσει το ίδιο το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Το έκανε με την υπαγωγή της χώρας σε οικονομική επιτροπεία. Το έκανε με την παραμέληση των Ενόπλων Δυνάμεων που επί μια δεκαετία δεν έχουν αποκτήσει νέο μείζον οπλικό σύστημα. Συνεχίζει να το κάνει και υπό την παρούσα κυβέρνηση, η οποία παρέμεινε αδρανής όταν η Τουρκία έκανε γεώτρηση στην κυπριακή ΑΟΖ.
Η κλιμάκωση όμως των τουρκικών προκλήσεων και η αίσθηση ότι πλέον «ο κόμπος φτάνει στο χτένι» υποχρέωσαν την ελληνική πλευρά να βγει έστω και καθυστερημένα από την αδράνειά της. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η πρόσφατη οριοθέτηση ΑΟΖ με την Ιταλία. Πρόκειται για μια ετεροβαρή συμφωνία με παραχωρήσεις από ελληνικής πλευράς, η οποία όμως υπό τις παρούσες συνθήκες μπορεί να αποτιμηθεί ως θετική. Ωστόσο μοιάζει περισσότερο με μια αναγκαστική διευθέτηση, εν όψει ενός μελλοντικού συμβιβασμού με την Τουρκία, παρά με το πρώτο βήμα μιας δυναμικής ελληνικής στρατηγικής.
Και όμως δυνατότητες υπάρχουν. Είναι ορατή μια αντιτουρκική συμμαχία χωρών στην Ανατολική Μεσόγειο, της οποίας η Ελλάδα θα έπρεπε να προεξάρχει ως η άμεσα απειλούμενη χώρα. Μια συμμαχία που θα περιλαμβάνει τουλάχιστον τις χώρες της πρόσφατης πενταμερούς συνδιάσκεψης (Ελλάδα, Κύπρος, Αίγυπτος, Γαλλία, ΗΑΕ) και μπορεί να επεκταθεί με την εμβάθυνση της συνεργασίας με το Ισραήλ.
Ας μη μας διαφεύγει ότι το Ισραήλ ως «κράτος εθνικής ασφαλείας» δεν μπορεί να αποδεχτεί μια ηγεμονική και επεκτατική Τουρκία, όταν είναι ήδη περικυκλωμένο από αραβικούς, εν δυνάμει εχθρικούς πληθυσμούς. Μια πιθανή πτώση του καθεστώτος Σίσι στην Αίγυπτο θα καθιστούσε μάλιστα το Ισραήλ εγκλωβισμένο σε ένα «μπουκάλι» του οποίου ο «λαιμός» είναι ο άξονας Κύπρος-Ελλάδα.
Όλα αυτά δείχνουν ότι για την Ελλάδα υπάρχουν στρατηγικές συμμαχίες και επιλογές. Για να έχεις όμως συμμάχους πρέπει να διαθέτεις ικανό γεωπολιτικό μέγεθος και κυρίως τη βούληση να λειτουργήσεις ως ενεργός και αξιόπιστος εταίρος.
Να ενισχυθεί η ελληνική αποτροπή
Σε ένα πιο τακτικό επίπεδο, η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε ήδη προχωρήσει σε διάφορες βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες ενέργειες για την ενίσχυση της αποτροπής της. Ενέργειες από την αύξηση της στρατιωτικής θητείας, την αύξηση των ποσοστών διαθεσιμότητας των μείζονων οπλικών συστημάτων των ΕΔ, έως και στοχευμένες αγορές αμυντικού υλικού που θα αναβάθμιζαν άμεσα τις δυνατότητες των ΕΔ.
Σε έναν πιο μεσοχρόνιο ορίζοντα θα έπρεπε να εξετασθεί η αναδιάρθρωση δυνάμεων και αμυντικού δόγματος, με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Τεχνολογίες οι οποίες με χαμηλό κόστος μπορούν να αυξήσουν κατακόρυφα την ελληνική αποτροπή. Ακόμη θα έπρεπε να είχε ήδη ξεκινήσει η εφαρμογή ενός σχεδιασμού ανασυγκρότησης της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας σε τομείς τεχνολογικής αιχμής. Το έχουμε ανάγκη για τη άμυνα και για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας. Το έχουμε ανάγκη και για τον επαναπατρισμό των νέων επιστημόνων που κατά εκατοντάδες χιλιάδες έφυγαν στο εξωτερικό.
Για καλή μας τύχη, οι νέες τεχνολογίες δεν απαιτούν μεγάλα κεφάλαια και προηγούμενη βιομηχανική εμπειρία. Απαιτούν κυρίως ανθρώπινο κεφάλαιο, το οποίο διαθέτουμε. Για παράδειγμα είναι σήμερα αδιανόητο η Τουρκία να χρησιμοποιεί εκατοντάδες μη επανδρωμένα αεροσκάφη (UAV) δικής της κατασκευής και εμείς να μην έχουμε αναπτύξει ανάλογες δυνατότητες αλλά και δυνατότητες κατάρριψης των τουρκικών UAV.
Αυτά είναι τα πράγματα που πρέπει να γίνουν σήμερα. Εκτός και αν οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες έχουν αποφασίσει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να υπάρχει ως οικονομικά εξαρτημένη επαρχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς δική της εξωτερική πολιτική. Μια επαρχία που θα εποικίζεται εντατικά από τα αφροασιατικά μεταναστευτικά ρεύματα και θα αφήνει τα κυριαρχικά της δικαιώματα να ακρωτηριάζονται, εκδίδοντας διπλωματικές διαμαρτυρίες ή σχεδιάζοντας οδυνηρούς συμβιβασμούς.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα οφείλει σήμερα να αντιληφθεί τις ιστορικές του ευθύνες και να οργανώσει τον μόνο δρόμο που έχει η χώρα: τον δρόμο της αντίστασης. Και αυτό, όχι μόνο γιατί το υπαγορεύει η Ιστορία αυτού του τόπου, αλλά και γιατί κανένας συμβιβασμός δεν θα λύσει το πρόβλημα. Ας αφήσουν λοιπόν οι αθηναϊκές ελίτ τα σχέδια για «έντιμους συμβιβασμούς» με την Τουρκία και ας αρχίσουν να οργανώνουν την ελληνική αντεπίθεση. Μόνο η ελληνική αποφασιστικότητα μπορεί να συνετίσει την Τουρκία.
Πηγή: infognomonpolitics.gr