Η εγκατάσταση του τουρκικού γεωτρύπανου στη θάλασσα της Πάφου και η επίμονη ερευνητική παρουσία τουρκικών πλοίων στις θάλασσες νότια της Κύπρου δημιούργησαν τετελεσμένα και ανέτρεψαν ντε φάκτο δικαιώματα και κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας στη ζώνη αυτή. Όπως πολύ σωστά υπολόγισαν οι Τούρκοι ιθύνοντες οι αντιδράσεις από την πλευρά των ΗΠΑ, της ΕΕ, του συμμάχου –ως προς την Κύπρο και την Ελλάδα– κράτους του Ισραήλ, αλλά και οι αντιδράσεις των «απέναντι», Ρωσίας και Κίνας, περιορίστηκαν σε φραστικές καταδίκες, ενίοτε διφορούμενες.
Επιπλέον, αυτό ίσως ούτε οι τουρκικοί σχεδιασμοί δεν το πρόβλεψαν, η κίνηση αυτή προκάλεσε μια πολύ σοβαρή διπλωματική κατοχύρωση των τουρκικών θέσεων διαμέσου της δήλωσης του Βρετανού υπουργού για θέματα Ευρώπης, κου Ντάνκαν, περί ζωνών «αμφισβητούμενης κυριαρχίας». Σε πιο προσεκτικό μήκος κύματος, στην ίδια όμως κατεύθυνση ήταν και οι δηλώσεις του Αμερικανού Πρέσβη, κου Πάϊατ για ανάγκη συμφωνιών win-win ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Συνοπτικά, δεν θα ήταν υπερβολή να παρατηρήσουμε ότι η τουρκική κίνηση πέτυχε τους στόχους που είχε θέσει, ίσως και κάτι περισσότερο.
Τα όσα συνέβησαν μόνο «κεραυνός εν αιθρία» δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Οι τουρκικές θέσεις είχαν διατυπωθεί εδώ και πολλά χρόνια και είχαν –κατά καιρούς- κατατεθεί επίσημα με χάρτες, σχέδια, παραχωρήσεις και διπλωματικές κινήσεις. Οι τουρκικές κινήσεις είχαν επίσης επίμονα προαναγγελθεί.
Η συνέπεια μεταξύ λόγων και πράξεων ήταν μάλιστα στα τελευταία χρόνια αξιοσημείωτη σταθερά της πολιτικής της Άγκυρας, γεγονός που, πέρα από τα όσα συμβαίνουν στην κυπριακή ΑΟΖ θα έπρεπε να προβληματίσει τους ιθύνοντες της Αθήνας ως προς τα όσα έχουν αναγγελθεί ότι θα συμβούν στην ελληνική ΑΟΖ. Υπήρξε δηλαδή ικανός χρόνος για να διαμορφωθούν πολιτικές αντιμετώπισης των απειλών και να εξασφαλιστούν τα μέσα για την αντιμετώπισή τους.
Όταν όμως συνέβησαν τα όσα συνέβησαν αποκαλύφθηκε σε όλο της το μεγαλείο η πικρή αλήθεια: Ούτε από την ελληνική, ούτε από την κυπριακή πλευρά υπήρχε συνεκτική προετοιμασία για την αντιμετώπιση των τουρκικών κινήσεων. Για την ακρίβεια, το μόνο που υπήρξε ήταν το κενό. Ούτε στον τομέα των στόχων και των επιδιώξεων, ούτε στον τομέα των σχεδιασμών, ούτε στον τομέα της εξασφάλισης εργαλείων (πολιτικών, στρατιωτικών και διπλωματικών) μπορέσαμε να διακρίνουμε κάτι το συνεκτικό και προμελετημένο.
Σαθρό το ελληνικό οικοδόμημα
Ως εκ τούτου οι αντιδράσεις υπολείπονταν δραματικά της σοβαρότητας των τετελεσμένων, ήταν προβλέψιμες από την τουρκική πλευρά, και ισοδυναμούσαν με διακήρυξη αδυναμίας και παραίτησης. Πολύ απλά έστρωναν το δρόμο για το επόμενο στάδιο υλοποίησης των πολύ συγκεκριμένων και δημόσια διακηρυγμένων τουρκικών σχεδιασμών. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών παρουσίασε την επομένη των αντιδράσεων με διαυγή και εκλαϊκευτικό τρόπο το σύνολο των τουρκικών θέσεων μέσα από μια σειρά χαρτών και κειμένων.
Το οικοδόμημα πάνω στο οποίο είχε κτιστεί η ελληνική και κυπριακή πολιτική αποδείχθηκε σαθρό. Στο πεδίο της διπλωματίας, των συμμαχιών δηλαδή, οι προσδοκίες της Αθήνας αποδείχθηκαν απλές φαντασιώσεις. Στους προηγούμενους μήνες η Ελλάδα, όπως και η Κύπρος είχαν επιδείξει μια συγκινητικά επίμονη δραστηριότητα στην κατεύθυνση της εξυπηρέτησης οποιασδήποτε επιθυμίας των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ ή του Ισραήλ. Διευκολύνσεις και βάσεις μοιράστηκαν απλόχερα.
Οι καταπονημένες (πολλές ιστορίες ακούγονται σχετικά) ένοπλες δυνάμεις της χώρας έτρεχαν να μετάσχουν σε οποιαδήποτε άσκηση, επιχείρηση, πρωτοβουλία, επίδειξη του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Ως τις ακτές της Κριμαίας έφτασαν ελληνικά πολεμικά υπονομεύοντας την παραδοσιακά μετριοπαθή πολιτική της χώρας απέναντι στη Ρωσία. Υποτίθεται ότι όλη ετούτη η επίδειξη «προθυμίας» θα έφερνε «ανταλλάγματα» από την αμερικανική ή τη ΝΑΤΟϊκή πλευρά. Όταν ήρθε η ώρα δεν έφερε τίποτα. Δεν το περίμενε κανείς αυτό;
Εξασθένιση ενόπλων δυνάμεων
Η προθυμία όμως είχε και έχει και άλλες λιγότερο ορατές παρενέργειες. Η πιο σοβαρή από αυτές είναι ότι εκτρέπει το στρατιωτικό εργαλείο της πολιτικής από την συγκεκριμένη εθνική απειλή και τη διαχέει σε άλλες, μη εθνικά ελεγχόμενες κατευθύνσεις. Στην ουσία εξασθενεί την αποτρεπτική ισχύ των ενόπλων δυνάμεων ως προς τα συμβαίνοντα. Οι δυνατότητες των τελευταίων στον τομέα των τεχνικών κυρίως όπλων κτίστηκαν πάνω στη λογική της εξυπηρέτησης συμμάχων – «προστατών» και όχι στη λογική της αντιμετώπισης των πραγματικών επιθέσεων εναντίον των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.
Με τον τρόπο αυτό η χώρα διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους στόλους φρεγατών ανοικτής θαλάσσης στον κόσμο την ίδια στιγμή που αδυνατεί να προβάλει την ισχύ της, και να διεκδικήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, λίγα ναυτικά μίλια μακριά από τις ακτές της Κρήτης, της Ρόδου ή της Κύπρου.
Οι χωρίς αντιαεροπορικές δυνατότητες άμυνας περιοχής φρεγάτες αποδίδουν άριστα στις νατοϊκές ασκήσεις –όπου αυτή η αδυναμία καλύπτεται από συμμαχικά πλοία- αλλά αδυνατούν να αντιδράσουν στις από καιρό γνωστές επιβουλές της γειτονικής χώρας. Η χώρα διαθέτει μια από τις ισχυρότερες πολεμικές αεροπορίες στον κόσμο χωρίς όμως να είναι σε θέση να αποτρέψει την μεθοδική καταρράκωση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στον εναέριο χώρο της μέσα από τις αμέτρητες παραβάσεις, παραβιάσεις, υπερπτήσεις και τα συναφή των γειτόνων.
Κλασικό πλην ακατάλληλο οπλοστάσιο
Στη βάση ετούτης της κραυγαλέας αντίφασης όπου από την μία σπαταλήθηκαν και σπαταλιούνται τερατώδη –σε σχέση με τα μεγέθη της χώρας- ποσά για να έχει η χώρα στρατιωτικό εργαλείο και, από την άλλη, αυτό που τελικά έχει είναι ένα απόλυτα αναντίστοιχο ως προς τις απειλές οπλοστάσιο, βρίσκεται η ίδια λογική της «προθυμίας». Η χώρα δημιούργησε ένα «κλασσικό» για την συμμαχία των δυτικών δυνάμεων οπλοστάσιο, υπερβολικά βαρύ και μεγάλο, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τις συμμαχικές της υποχρεώσεις και να διασφαλίζει, μέσα από αυτήν την προσήλωση στη συμμαχική ιδέα, τα εθνικά της συμφέροντα.
Πρόκειται ίσως για την μοναδική χώρα στην πρόσφατη ιστορία που αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι σε μία συμμαχία με σκοπό να προστατευθεί από άλλο μέλος της ίδιας και της αυτής συμμαχίας. Για να το πετύχει αυτό έκτισε ένοπλες δυνάμεις ακριβώς όμοιες στη δομή, στην τακτική, στην λειτουργία και στην λογική με εκείνες της χώρας που την απειλεί. Από τη στιγμή δε που οι δυνάμεις αυτές μοιάζουν η μία με την άλλη το ζήτημα του συσχετισμού και της συνακόλουθης αποτροπής γίνεται απλά και μόνο μια υπόθεση μεγεθών.
Η ακολουθούμενη πολιτική είχε ίσως νόημα μέχρι το 1990, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ως τότε και οι δύο στρατιωτικοί μηχανισμοί, της Ελλάδας και της Τουρκίας κτίζονταν με γνώμονα τον κοινό τους εχθρό, τον εχθρό του δυτικού κόσμου. Τα δε μεγέθη ήταν συγκρίσιμα: η Ελλάδα ξόδευε σε στρατιωτικές δαπάνες περίπου 5,65 δισ. δολάρια (αναγωγή σε τιμές 2017, στοιχεία SIPRI) και η Τουρκία 9,4 δισ. περίπου. Αναλογία περίπου έξι προς δέκα. Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά η αναλογία έχει ολότελα ανατραπεί. Το 2018 η Ελλάδα ξόδεψε σε στρατιωτικές δαπάνες 4,93 δισ. δολλάρια (πάντα σε τιμές 2017) και η Τουρκία 22,1 περίπου. Η αναλογία έφθασε το δύο και κάτι προς δέκα!
Τα μεγέθη άλλαξαν
Τα μεγέθη άλλαξαν δραματικά η δομή όμως και η φιλοσοφία των αμυντικών επιλογών παρέμειναν απελπιστικά οι ίδιες. Οι αντιπαρατιθέμενες δυνάμεις εξακολουθούν να είναι ίδιες ως προς τη δομή και όλα τα υπόλοιπα βασικά χαρακτηριστικά τους. Καθώς όμως έχουν αλλάξει δραματικά τα μεγέθη και η ψαλίδα ανάμεσα στην οικονομική επένδυση έχει ανοίξει δραματικά, η όποια δυνατότητα αξιόπιστης αποτροπής ακυρώνεται ή έχει ήδη ακυρωθεί.
Προφανώς ένας στρατιωτικός μηχανισμός που απορροφά συγκρίσιμα ποσά με τον δικό σου σε οδηγεί σε δεύτερες σκέψεις ως προς την χρήση –ή την απειλή χρήσης- του στρατιωτικού εργαλείου για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Ένας στρατιωτικός μηχανισμός που στηρίζεται σε οικονομική επιφάνεια πέντε φορές μικρότερη από τη δική σου σε σπρώχνει προς την επίδειξη, ίσως και χρήση, του στρατιωτικού εργαλείου για την επίτευξη των στόχων σου. Αυτό γίνεται αυτή τη στιγμή και μάλλον θα γίνεται –με ολοένα και δυσμενέστερους όρους για τη χώρα μας- στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Είναι παράδοξο το γεγονός ότι αντί να είναι η Ελλάδα, η χώρα δηλαδή που βλέπει τις επιλογές της να οδηγούν σε αδιέξοδο, εκείνη που προχώρησε ή προχωρά σε μεταβολές στην δομή και στα χαρακτηριστικά του στρατιωτικού της εργαλείου, η πρωτοβουλία αυτή ξεκίνησε και εξελίσσεται στην Τουρκία. Η ανάπτυξη εγχώριας βιομηχανίας, η ναυπήγηση πλοίων με γνώμονα εθνικές ανάγκες (ειδικά οι κορβέτες ή ακόμα και το πλοίο-σχολείο, κατασκευαστικά, τεχνολογικά κυρίως, το «Ανατολού»), η παραγγελία S-400 και η σχεδιαζόμενη ανάπλαση του αεροπορικού της στόλου κά) συγκροτούν ένα συνεκτικό σχεδιασμό που θα δώσει στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά, ολοένα και πιο απόμακρα από τα αντίστοιχα του ΝΑΤΟ.
Οι αναχαιτίσεις δεν θα αρκούν
Σε λίγο καιρό η ελληνική επιλογή της αποτροπής στη βάση ίδιων μηχανισμών και μέσων δεν θα έχει πλέον νόημα. Οι αναχαιτίσεις και οι εμπλοκές στο Αιγαίο δεν μπορούν να έχουν την ίδια αποτρεπτική λειτουργία όταν το σύνολο της εναέριας αυτής ζώνης θα βρίσκεται κάτω από την απειλή των S-400.
Είναι πλέον εμφανές ότι τα προβλήματα αυτά δεν απασχολούν και δεν πρόκειται να απασχολήσουν το τρέχον πολιτικό προσωπικό της ημέτερης χώρας. Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις γι αυτό, λόγοι κοινωνικοί, πολιτισμικοί, πολιτικοί σε τελευταία ανάλυση με την βαθύτερη έννοια του όρου. Δεν υπάρχει χώρος να αναπτυχθούν εδώ οι λόγοι αυτοί. Στο επίπεδο των πνευματικών, των ακαδημαϊκών ελίτ κάτι σπαράγματα κύκλων αυτού που κάποτε ονομάζαμε διανόηση υπάρχουν ακόμα.
Πολλοί δεν μιλούν για να μην εκτεθούν σε αυτόν τον ωκεανό της ανοησίας και του στρουθοκαμηλικού αγνωστικισμού. Πρέπει όμως κάτι να γίνει, όχι μόνο στο ζήτημα της προάσπισης των εθνικών υποθέσεων. Στην ιστορία έχουμε πολλές περιπτώσεις όπου οι «άρχοντες» αποδείχθηκαν μοιραία αναντίστοιχοι με καταστάσεις, που έδωσαν την πατρίδα τους και το λαό τους ως αντάλλαγμα για τη δική τους επιβίωση. Εάν η ιστορία κινιόταν μόνο με το δικό τους βηματισμό τότε, πολύ απλά, δεν θα υπήρχαν πλέον πατρίδες. Και όμως οι τελευταίες υπάρχουν. Να το ψάξουμε;
Πηγή: Γ. Μαργαρίτης slpress.gr