Η επίσκεψη Μητσοτάκη στην Άγκυρα ολοκληρώθηκε. Επ’ αυτής διεξήχθη εκτεταμένη και έντονη δημόσια συζήτηση, επικεντρωμένη στο μπαράζ προκλήσεων από την πλευρά της Τουρκίας το διάστημα που προηγήθηκε. Το κυβερνητικό αφήγημα που παπαγαλίζεται σταθερά και από τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ επικεντρώνει στη θετική εικόνα των μεταναστευτικών ροών στα ανατολικά σύνορα και στην απουσία παραβιάσεων του ελληνικού εναερίου χώρου. Χωρίς την παραμικρή διάθεση υποτίμησης των προαναφερθέντων, η ελληνική πλευρά οφείλει να εγκαταλείψει την αφελή επικοινωνιακή αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων και να αναλογιστεί πιο είναι το κόστος που καταβάλει γι’ αυτό το αποτέλεσμα.
Του Ζαχαρία Μίχα*
Καταρχάς, η πρωθυπουργική αναφορά στην Άγκυρα, ότι «έχει εκλείψει το τελευταίο δεκάμηνο η οποιαδήποτε εχθροπαθής ρητορική», δεν προκύπτει. Εκτός κι αν η εχθροπάθεια προκύπτει αποκλειστικά και μόνο από τις μεταναστευτικές ροές και την απουσία δραστηριότητας της τουρκικής Αεροπορίας στην περιοχή του Αιγαίου! Διότι η ενέργεια που αφορούσε τη Μονή της Χώρας δεν απέπνεε φιλική διάθεση. Ούτε η στάση αναφορικά με το θέμα των θαλασσίων πάρκων, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ακόμα και για να καταλογιστεί στην Ελλάδα, «πρόθεση να σαμποτάρει την εξομάλυνση σχέσεων με την Τουρκία», σύμφωνα με τα λόγια του Ομέρ Τσελίκ, εκπροσώπου του ισλαμιστικού AKP.
Παρομοίως, ο ίδιος ο Ερντογάν είχε βαφτίσει «απελευθερωτικό αγώνα» τη Γενοκτονία των Ποντίων και τους ίδιους τους Ποντίους, ως «μέλη συμμοριών σε τρομοκρατική οργάνωση». Ούτε η αναφορά του Ερντογάν –κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε στελέχη των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων– ότι αν είχαν πιέσει το 1974, «η Κύπρος θα ήταν όλη δική μας», έχοντας προηγουμένως αποκαλέσει την εισβολή ως «ειρηνευτική επιχείρηση». Τέλος, ας μην λησμονούμε και τη δέσμευση –με την έκδοση NAVTEX– μεγάλων περιοχών στο κέντρο του Αιγαίου, τα διήμερα 15-16 και 22-23 Μαΐου, για τη διεξαγωγή άσκησης έρευνας και διάσωσης, αμφισβητώντας στην πράξη την ελληνική αρμοδιότητα για την έκδοσή τους και συνεπακόλουθα την ελληνική ζώνη ευθύνης σ’ αυτόν τον τομέα.
ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ… ΗΡΕΜΙΑΣ
Προφανώς και θα αντιτείνουν ορισμένοι, ότι οι ανωτέρω ενέργειες δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία, καθώς δεν αποτελούν ενέργειες που είτε δεν είχαν ξαναγίνει στο παρελθόν είτε δεν είχε υπάρξει σχετική επίσημη αναφορά. Ένα πρώτο συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι προϋπόθεση ή αντάλλαγμα για την επικράτηση ηρεμίας στο Αιγαίο και στις συνοριακές περιοχές, είναι το να έχουμε αποφασίσει ότι όλες αυτές οι ενέργειες έμμεσης αλλά έμπρακτης αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, θα αντιμετωπίζονται από την Αθήνα σαν μια «φυσιολογική τάξη πραγμάτων» στις διακρατικές σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας!
Εάν αυτό το «επίτευγμα» μετατραπεί σε αυτοσκοπό και οι τουρκικές προκλήσεις αντιμετωπίζονται μέσω «αυστηρών δηλώσεων», η προάσπιση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων θα καταλήξει να μοιάζει με τη θέση της Ελλάδας για το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, το οποίο έχει παραπεμφθεί στις καλένδες. Όλοι γνωρίζουν, ωστόσο, ότι από διπλωματικής απόψεως, η μη άσκηση δικαιώματος επί παρατεταμένο χρονικό διάστημα δημιουργεί εμμέσως τετελεσμένα, τα οποία δεν καλύπτονται από τον ελληνικό ισχυρισμό ότι «το δικαίωμα παραμένει και θα ασκηθεί σε χρόνο που θα επιλέξει η ελληνική πλευρά». Δηλαδή, ως Ελλάδα δεν ασκούμε κυριαρχικά δικαιώματα, για να έχουμε σε αντάλλαγμα ηρεμία.
Αναρωτιέται εν συνεχεία κάθε λογικά σκεπτόμενος, την έκταση της εξάρτησης ισχύος αυτής της ηρεμίας από τις τουρκικές διαθέσεις, οι οποίες μπορούν να μεταβληθούν ταχύτατα. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ειδικός σε θέματα διεθνών σχέσεων, διπλωματίας και στρατηγικής για να αντιληφθεί ότι η κατάσταση θα μπορούσε να μεταβληθεί άρδην, για οποιονδήποτε λόγο, εντός μιας νύχτας. Θα μπορούσε επίσης να είναι μια απόπειρα της Τουρκίας να επιτύχει τους στόχους της απέναντι στην Ελλάδα κατ’ εφαρμογή του γνωστού «κέρδισε τον πόλεμο χωρίς τουφεκιά».
Διότι όσο υπερτονίζεται στην Ελλάδα η σημασία της απουσίας στρατιωτικών προκλήσεων και για την τιμή των όπλων έκδοση αυστηρών ανακοινώσεων για όλα τα υπόλοιπα, μάλλον θα καταλήξει στο τέλος σε επιτάχυνση της διολίσθησης από πάγιες εθνικές θέσεις, προς χάριν της ηρεμίας και της ειρήνης. Δεν θα εκπλήξει κανέναν εάν επαναληφθεί στην ελληνική ιστορία πολιτικός που θα επιχειρηματολογήσει με το «και τι θέλατε; Να κάνουμε πόλεμο;», για να υπενθυμίσουμε την ατυχέστερη ίσως στιγμή της θητείας του Θεόδωρου Πάγκαλου στην πολιτική ζωή της χώρας, μετά την κρίση των Ιμίων που την έζησε ως υπουργός Εξωτερικών. Προφανώς μαζί με τα περί σημαίας που την πήρε ο αέρας…
ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ…
Παρά τα ανωτέρω επιχειρήματα, ο υπογράφων δεν είναι εξ ορισμού αντίθετος με την πολιτική ήρεμων υδάτων, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει και στην Αθήνα συναίσθηση ότι αφορά το τακτικό και όχι το στρατηγικό επίπεδο. Όπως δηλαδή και στην Άγκυρα, που έχει αρκετούς λόγους να επιθυμεί σε αυτή τη φάση χαμηλούς τόνους στο Αιγαίο. Πολλά μέτωπα έχει ανοικτά ο Ερντογάν, κάπου πρέπει να δείχνει και καλό πρόσωπο. Και επιλέγει το μέτωπο όπου ξέρει πως θα βρει τους πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές και τους πρόθυμους να οικοδομήσουν βολικές για την Τουρκία ψευδαισθήσεις που θα αξιοποιήσει αργότερα.
Χρησιμοποιεί η Ελλάδα την τακτική συγκυρία ώστε να εμφανιστεί στον επόμενο γύρο προκλήσεων πιο έτοιμη να αρνηθεί επί του πεδίου τους στόχους ενός αναθεωρητή αντιπάλου; Υπάρχει στην Αθήνα συναίσθηση αυτής της στρατηγικής ανάγκης, από τη στιγμή τουλάχιστον που οι Τούρκοι είναι τόσο ειλικρινείς μαζί μας, ώστε να φροντίζουν σταθερά να μας υπενθυμίζουν, ότι στον πυρήνα των ελληνοτουρκικών δεν έχει αλλάξει επί της ουσίας απολύτως τίποτα; Διότι οι δηλώσεις του στυλ «η Ελλάδα δεν συζητά ζητήματα κυριαρχίας» χάνουν το νόημά τους, ή και θα εξελιχθούν σε επικίνδυνες καταστάσεις, εάν εξεταστούν με το προαναφερθέν σκεπτικό…
*Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA defence-point.gr