Έτος o

Δημοσιεύθηκε: Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2023

ΟΙ ΑΠΟΡΡΗΤΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΝΙΧΑΤ ΕΡΙΜ

Η μετάφραση των Εκθέσεων του Δρ. Νιχάτ Ερίμ, μεταφρασμένες από τον κ. Χρήστο Ιακώβου, με Εισαγωγή και επιμέλεια από τον ίδιο (Χρήστο Ιακώβου) δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο του κ. Κώστα Ν. Χατζηκωστή, «Έξι Προεδρικά Πορτραίτα» έκδοση «Γερμανός» Θεσσαλονικη - πρώτη έκδοση 2015. Φανούλα Αργυρού 19.10.2022
----------------------------------------------------------------------------

ΟΙ ΑΠΟΡΡΗΤΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΝΙΧΑΤ ΕΡΙΜ

Η γένεση της τουρκικής υψηλής στρατηγικής στο Κυπριακό

Εισαγωγή – επιµέλεια Χρήστος Ιακώβου 2017

Εισαγωγή

Τα κράτη µέλη του διεθνούς συστήµατος έχουν ορισµένους στρατηγικούς στόχους, ανεξάρτητα αν αυτοί είναι µακροχρόνιοι ή βραχυπρόθεσµοι, έχουν συνοχή ή είναι αντιφατικοί. Με αυτό τον τρόπο, το εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον µίας χώρας δηµιουργεί διάφορες απαιτήσεις και είναι η πηγή προκλήσεων και ευκαιριών για την πραγµατοποίηση των στόχων και των επιδιώξεων του κράτους. Η στρατηγική της προσαρµογής, που επιλέγει ένα κράτος, αποτελεί την απόδειξη για το πως οι εθνικές δοµές εξουσίας προσαρµόζονται στην αλληλεξάρτηση του εθνικού και διεθνούς συστήµατος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα κράτη λειτουργούν ως προσαρµοζόµενες οντότητες που προσπαθούν µε την εξωτερική τους πολιτική καθώς επίσης και µε την πολιτική ασφάλειας που διαµορφώνουν να διατηρήσουν τις βασικές δοµές τους, δηλαδή τα πολιτικά, οικονοµικά και κοινωνικά τους χαρακτηριστικά σε αποδεκτά όρια. Τα πιο πάνω συνιστούν την πεµπτουσία για την διαµόρφωση αυτού που στις στρατηγικές σπουδές ονοµάζεται Υψηλή Στρατηγική (Grand Strategy). Με άλλα λόγια, η υψηλή στρατηγική θέτει ιεραρχηµένους στόχους λαµβάνοντας υπόψη το διεθνές περιβάλλον και την επιθυµητή θέση µίας χώρας µε σκοπό να κινητοποιήσει το ευρύτερο εθνικό δυναµικό και τους πόρους του κράτους προκειµένου να επιτύχει τρεις βασικούς στόχους, α) σταθερότητα, β) ευηµερία και γ) ασφάλεια. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση της υψηλής στρατηγικής είναι η επισήµανση των αδυναµιών και των δυνατοτήτων σε εθνικό επίπεδο ώστε να αντιµετωπίσει αποτελεσµατικά τους κινδύνους και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες.

Ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για την διαµόρφωση της υψηλής στρατηγικής είναι η γεωπολιτική, δηλαδή η ερµηνεία και ανάλυση της αλληλεξάρτησης µεταξύ του γεωγραφικού χώρου και των πολιτικών επιλογών που κάνει ένα κράτος προκειµένου να αξιοποιήσει και να αυξήσει την στρατιωτική, την οικονοµική και τη διπλωµατική του ισχύ. Εποµένως, η γεωπολιτική ανάλυση λαµβάνει υπόψιν την ύπαρξη διεθνών ανταγωνισµών σε σχέση µε τον στρατηγικό σχεδιασµό σε διάφορους τοµείς όπως της στρατιωτικής ισχύος (γεωστρατηγική), της οικονοµίας (γεωοικονοµίας), του φυσικού περιβάλλοντος, των δηµογραφικών τάσεων, κτλ.

Το 1956, µεσούντος του ελληνικού ένοπλου αγώνα για την Ένωση της Κύπρου µε τη Ελλάδα και αµέσως µετά την κρίση του Σουέζ, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Ατνάν Μεντερές απεφάσισε να προσλάβει ως µόνιµο σύµβουλο του τουρκικού κράτους τον καθηγητή του Συνταγµατικού ∆ικαίου και βουλευτή του Λαϊκού Ρεπουµπλικανικού Κόµµατος, Νιχάτ Ερίµ, και να του αναθέσει τη σύνταξη ενός στρατηγικού σχεδίου επί του οποίου θα στηριχθούν οι µακροχρόνιες επιδιώξεις της Τουρκίας στο Κυπριακό Ζήτηµα.

Ο Νιχάτ Ερίµ παρέδωσε στα τέλη του 1956 δύο εκθέσεις (24 Νοεµβρίου και 22 ∆εκεµβρίου) στον πρωθυπουργό Μεντερές. Εκείνες οι εκθέσεις του Νιχάτ Ερίµ απετέλεσαν το βασικό στρατηγικό σχέδιο βάσει του οποίου υλοποιήθηκε η τουρκική πολιτική επί του κυπριακού. Η πιο σηµαντική έκθεση είναι η πρώτη ενώ η δεύτερη υπεβλήθη ως συµπληρωµατική της πρώτης προκειµένου να δώσει απαντήσεις σε θέµατα κυρίως που αφορούσαν την υποβολή του Σχεδίου Ράντκλιφ.

Οι εκθέσεις εκείνες δηµοσιεύτηκαν και σχολιάστηκαν από τον ίδιο το Νιχάτ Ερίµ για πρώτη φορά στα αποµνηµονεύµατα του για το Κυπριακό µε τίτλο «Bildiğim ve gördüğüm ölçüler içinde Kıbrıs», («Η Κύπρος όπως την γνώρισα και την είδα» εκδ. Ajans-Türk Matbaacılık Sanayii, 1975), στα δύο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου. Μέρος των εκθέσεων αυτών πρωτοεµφανίστηκε στην ελληνική γλώσσα µε σχόλια στον δεύτερο τόµο του βιβλίου του καθηγητή του Παντείου Πανεπιστηµίου Νεοκλή Σαρρή: «Η Άλλη Πλευρά: ∆ιπλωµατική χρονογραφία του διαµελισµού της Κύπρου µε βάση τουρκικές πηγές» (Εκδόσεις Γραµµή, 1982).

Το σχέδιο εκείνο έγινε αποδεκτό από όλες ανεξάρτητα τις τουρκικές κυβερνήσεις, αφού άλλωστε ήταν κρατική πολιτική, οι οποίες το ακολούθησαν µε αποτελεσµατικότητα, συνοχή, ενεργητικότητα και σταθερή προσήλωση στους στρατηγικούς στόχους.

Οι βασικοί πυλώνες των εκθέσεων ήταν:

1. Οι Τουρκικές διεκδικήσεις επί της Κύπρου δεν θα πρέπει να στηρίζονται σε νοµικά επιχειρήµατα αλλά σε πολιτικούς λόγους. Όµως, προκειµένου να µη δηµιουργείται πρόβληµα στις σχέσεις Βρετανίας – Τουρκίας – Ελλάδας, αν παραχωρηθεί αυτοδιοίκηση στο νησί, η καλύτερη λύση είναι η µέση λύση, δηλαδή αυτή της διχοτόµησης.

2. Θα πρέπει η Τουρκία να επιµένει διεθνώς ότι στην Κύπρο υπάρχουν δύο διαφορετικές κοινότητες, η κάθε µια από τις οποίες έχει το δικαίωµα της ξεχωριστής αυτοδιάθεσης. Το µέλλον των δύο ξεχωριστών λαών, είτε ανεξαρτησία είτε ένωση µε την µητέρα-πατρίδα είτε συνέχιση της Βρετανικής κυριαρχίας, θα πρέπει να αποφασισθεί κατόπιν δηµοψηφίσµατος ξεχωριστά σε κάθε µια εκ των δύο.

3. Η αρχή της αυτοδιάθεσης θα πρέπει εφαρµοσθεί αφού πρώτα µετακινηθεί ο Ελληνικός πληθυσµός, έτσι ώστε να υπάγεται στη διοίκηση της αρεσκείας του. Τέτοια µετακίνηση δεν θα συνιστά αδικαιολόγητη ταλαιπωρία αλλά θα βοηθήσει να µην καταπατηθούν τα δικαιώµατα της Τουρκικής κοινότητας που σήµερα είναι µειοψηφική, επιπλέον θα ικανοποιηθεί η ασφάλεια της Τουρκίας και θα αποφευχθεί µια µελλοντική ελληνοτουρκική κρίση.

4. Η Τουρκία θα πρέπει να προσδιορίσει την προσφορότερη γι’ αυτήν µορφή διχοτόµησης λαµβάνοντας υπ’ όψη τα οικονοµικά και στρατιωτικά της συµφέροντα καθώς και τα συµφέροντα των Τουρκοκυπρίων. Στην ασφάλεια της περιοχής που θα παραχωρηθεί στους Ρωµιούς της νήσου θα πρέπει να συµµετέχει αναγκαστικά και η Τουρκία γιατί το θέµα σχετίζεται µε την ασφάλεια της καθώς και την πολιτική της στη Μέση Ανατολή. Η Ελλάδα δεν µπορεί να ζητήσει το ίδιο δικαίωµα για την Τουρκική περιοχή διότι το νησί απέχει από την Τουρκία 45 ν.µ. ενώ από την Ελλάδα 600 ν.µ.

5. Θα πρέπει να επιδιωχθεί η ελεύθερη µετάβαση Τούρκων προς την Κύπρο. Αφού η Τουρκία λάβει τα µέτρα της, το σύνολο του Τουρκικού πληθυσµού µπορεί να αυξηθεί στον αριθµό που ανερχόταν επί Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Τότε µόνο δεν θα ανησυχεί για την έκβαση του δηµοψηφίσµατος που θα γίνει είτε για τον καθορισµό του συνόλου της νήσου είτε της διχοτόµησης.

Ο Ισµαή Νιχάτ Ερίµ (1912 – 1980) επεσκέφθη την Κύπρο κατά την διάρκεια του αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., έλαβε µέρος σε διάφορες συνοµιλίες σχετικές µε το Κυπριακό Ζήτηµα και το 1959 ήταν µέλος την τουρκικής αντιπροσωπείας στις διαπραγµατεύσεις που έλαβαν χώρα στη Ζυρίχη και κατέληξαν στις γνωστές συµφωνίες. Μεταξύ των ετών 1959 και 1960 ήταν επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπίας για την σύνταξη και επεξεργασία του Συντάγµατος της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας. Ο Ερίµ υπηρέτησε και στην έδρα του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών ως επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας. Εκεί υπερασπίσθηκε τις θέσεις της Τουρκίας σχετικά µε το Κυπριακό. Ανέλαβε πρωθυπουργός της Τουρκίας µετά το πραξικόπηµα του 1971. ∆ολοφονήθηκε από δύο κοµµουνιστές της οργάνωσης Επαναστατική Αριστερά (Dev Sol) στην Κωνσταντινούπολη στις 19 Ιουλίου 1980. Η δολοφονία του θεωρήθηκε ως πράξη αντεκδίκησης για αποφάσεις που έλαβε ως πραξικοπηµατικός πρωθυπουργός σχετικά µε θανατικές καταδίκες κοµµουνιστών και απετέλεσε την αφορµή για το πραξικόπηµα του τουρκικού στρατού στις 12 ∆εκεµβρίου 1980.

Οι δύο εκθέσεις που συνετάχθησαν το 1956, καθόρισαν ευδιάκριτους βραχυπρόθεσµους, µεσοπρόθεσµους και µακροπρόθεσµους στρατηγικούς στόχους από τους οποίους δεν απέκλινε η υουρκική εξωτερική πολιτική επί του Κυπριακού. Σε αυτό συνετέλεσαν όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις των τελευταίων 61 ετών που δεν παρεξέκλιναν από τις βασικές αρχές, όπως επίσης και οι αντίστοιχες στρατιωτικές ηγεσίες που όποτε κλήθηκαν έδωσαν λύσεις χωρίς την όποια πολιτική παρέµβαση.

Σύµφωνα µε τα αποµηνοµονεύµατα του Ερίµ1 , στις 16 Νοεµβρίου 1956 ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Αντάν Μεντερές είχε προτείνει στο καθηγητή τη θέση του ειδικού συµβούλου της κυβέρνησης για το Κυπριακό. Ο Ερίµ παρόλο ήταν ταυτόχρονα βουλευτής του αντιπολιτευοµένου Λαϊκού Ρεπουµπλικανικού Κόµµατος αποδέχθηκε την πρόταση γιατί θεώρησε ότι η απόφασή του είχε εθνικό χαρακτήρα.

Όπως ο ίδιος γράφει στα αποµνηµονεύµατά του «ο Μεντερές κατά τη συνάντησή µας στο γραφείο της πρωθυπουργίας, µετά από πολλές φιλοφρονήσεις που µε κολάκευσαν, µού έδωσε τις εξής κατευθύνσεις προκειµένου να τις επεξεργαστώ:

1)Να παραµείνει η Κύπρος κάτω από σηµερινό καθεστώς, δηλαδή αγγλική αποικία.

2)Εάν πρόκειται να εγκαταλείψουν οι Άγγλοι την Κύπρο θα πρέπει το νησί να επιστραφεί στην Τουρκία.

3)Εάν αυτό δεν είναι δυνατόν να πραγµατοποιηθεί θα πρέπει να επιδιώξουµε την διχοτόµηση της νήσου.

4)Να επεξεργαστούµε το ενδεχόµενο της αυτοκυβέρνησης (σ.τ.µ. προφανώς εννοεί την ανεξαρτησία).

5)Θα πρέπει να αποτρέψουµε οπωσδήποτε την ένωση της Κύπρου µε την Ελλάδα.

Ο πρωθυπουργός κατά τη συνάντησή µας µού ανέφερε ότι φιλικά διακείµενα κράτη προς την Τουρκία, όπως το Πακιστάν, µάς εξέφρασαν την υποστήριξή τους και µας συνιστούσαν να στηρίξουµε τη θέση µας πάνω σε ισχυρά νοµικά ερείσµατα.

Αφού µελέτησα επισταµένα τους φακέλους στο Υπουργείο Εξωτερικών, οι οποίοι αφορούσαν το Κυπριακό κατέληξα στην σύνταξη µίας έκθεσης στην οποία ανέπτυσσα προς τον πρωθυπουργό το πώς αντιλαµβανόµουν προσωπικά το κυπριακό ζήτηµα και επεσήµανα την ανάγκη διαµόρφωσης µίας ισχυρής νοµικής βάσης στις διεκδικήσεις µας.»

Η πρώτη έκθεση του Νιχάτ Ερίµ

Στην έκθεσή µου, ηµεροµηνίας 24 Νοεµβρίου 1956, την οποία υπέβαλα στην κυβέρνηση, επισηµαίνω τα σηµεία εκείνα που θεωρώ ότι είναι τα πιο σηµαντικά. Η υποστήριξη της θέσης να παραµείνει η Κύπρος µε το σηµερινό καθεστώς, δηλαδή αγγλικά χέρια, δεν θα βρει υποστηρικτές στα Ηνωµένα Έθνη. Το σύνθηµα στις διεθνείς σχέσεις την εποµένη του Μετά τον ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο έχει κυριαρχήσει η άποψη ότι θα πρέπει να καταργηθεί η αποικιοκρατία. Επί πλέον, το άρθρο 73 του Καταστατικού Χάρτου των Ηνωµένων Εθνών επιβάλλει στην Αγγλία το καθήκον της εξασφαλίσεως της αυτοδιοικήσεως. Άλλωστε και η Αγγλία από την αρχή της κρίσεως άλλαξε γρήγορα την στάση της και δέχτηκε την αυτοδιάθεση µε την µορφή της αυτοδιοικήσεως. ∆εν είναι ορθό η Τουρκία προβάλλοντας πάνω στην Κύπρο γεωγραφικά, ιστορικά και στρατηγικά δικαιώµατα να υποστηρίζει την θέση ότι το νησί πρέπει να παραµείνει αποικία της Βρετανίας. Η Τουρκία υποστηρίζοντας αυτή την πρώτη άποψη πρέπει να δώσει σ΄ αυτή την ακόλουθη επιχειρηµατολογία:

Η κυριαρχία της Κύπρου να παραµείνει στη Βρετανία, αλλά εξυπακούεται ότι πρέπει ν΄ αναγνωρίσει το δικαίωµα της αυτοκυβέρνησης στον λαό της.

Το πώς πρέπει και τι µορφή θα πρέπει να έχει η αυτοκυβέρνηση αυτή θα αναπτύξω πιο κάτω εκθέτοντας τις επ΄ αυτού απόψεις µου.

Η Βρετανία μπορεί να παραχωρήσει µόνο σε µας την Κύπρο.

Την άποψη αυτή θα πρέπει να υποστηρίζει από την αρχή η τουρκική κυβέρνησή. Τα γεωγραφικά, ιστορικά και κυρίως στρατηγικά αίτια είναι λογικά. Η σημασία της νήσου για τις ένοπλες δυνάµεις της ξηράς, του ναυτικού και της αεροπορίας απεδείχθη κυρίως και ενεργώς κατά την διάρκεια της κρίσης του Σουέζ. Η ασφάλεια της Τουρκίας, η λειτουργία του Συµφώνου της Βαγδάτης (CENTO) και του ΝΑΤΟ σχετίζονται στενά µε το ποιος κατέχει τη Κύπρο.

Η νοµική επιχειρηµατολογία που στηρίζεται στην Συνθήκη της Λωζάννης µου φάνηκε πενιχρή. Το άρθρο 20 της Συνθήκης ανεπιφύλακτα παραχωρεί την κυριαρχία επί της Κύπρου στη Βρετανία. Ακόµη και στην περίπτωση που δεν θα αναφερθεί στο άρθρο 16 όπως έπραξε η Ελλάδα, ήδη µε το άρθρο 20 έχουν κλείσει οι δρόµοι για τους νοµικούς ισχυρισµούς της Τουρκίας. Έναντι τούτου µπορεί κανείς να υποστηρίξει µια αντίθεση που η απόρριψή της δεν είναι εύκολη. Εκτός αυτού υπάρχει και έτερο µειονέκτηµα της εξετάσεως του όλου θέµατος εντός των πλαισίων της Συνθήκης της Λωζάννης: η Συνθήκη δεν είναι δυνατόν να µετατραπεί άνευ της συγκαταθέσεως των λοιπών συµβαλλοµένων µερών. ∆ηλαδή η υπόθεση δεν εναπόκειται µόνο στην Αγγλία, την Τουρκία και την Ελλάδα. Παρ΄ όλα ταύτα αν αποδοθεί στην Ελλάδα η Κύπρος, είναι πολύ ισχυρή, από απόψεως πολιτικής σκοπιµότητας η θέση κατά την οποία η πολιτική και στρατηγική ισορροπία την οποία εγκαθιστά η Συνθήκη της Λωζάννης θα διασαλευθεί πλήρως σε βάρος της χώρας µας. Στην προκειµένη περίπτωση η θέση αυτή αποκτά µεγάλη σηµασία. Η κυβέρνησή µας διασαφηνίζοντας τούτο εξ αρχής έχει ενεργήσει πολύ ορθά. Είναι µάλιστα πολύ θετικό το γεγονός κατά το οποίο ο αξιότιµος κ. πρωθυπουργός ανέφερε στις 28 Ιουνίου του 1956 στον Άγγλο πρέσβυ ότι εφ΄ όσον ζητείται η διασάλευση της ισορροπίας η οποία έχει δηµιουργηθεί µε τη Συνθήκη της Λωζάννης θα πρέπει να λάβουν χώρα διµερείς διαπραγµατεύσεις µε την Ελλάδα προς συζήτηση όλων των θεµάτων που αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις (το αυτό αίτηµα προβάλλεται αυτούσιο και σήµερα). Το αίτηµά µας αυτό στην συνέχεια έχει αναπτυχθεί στους Άγγλους και τους Αµερικανούς κατά τρόπον περισσότερο ευκρινή: έχοντάς τους δηλαδή καταστήσει ενήµερους ότι πρόκειται να ληφθούν ανά χείρας τα θέµατα της ∆υτικής Θράκης, του Πατριαρχείου των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και ορισµένων νήσων του Αιγαίου. Αυτό κρίνεται πολύ εποικοδοµητικό. Το καλύτερο όπλο µας κατέναντι των Ελλήνων είναι αυτά τα θέµατα. Γιατί τώρα πλέον επέστη ο καιρός να γίνουµε περισσότερο σαφείς εις τα εν λόγω θέµατα.

Επισηµαίνοντας πιο πάνω ότι η Συνθήκη της Λωζάννης δεν µπορεί να προβληθεί από µέρους µας σαν νοµική θεµελίωση του Κυπριακού προς όφελός µας, δεν εννοώ να παραιτηθούµε απ΄ό,τι µέχρι στιγµής έχουµε κάνει. Στην 9η Σύνοδο της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωµένων Εθνών ο Άγγλος αντιπρόσωπος ανέπτυξε τις απόψεις του σύµφωνα µε τις Τουρκικές θέσεις. Όπως µάλιστα σηµειώνει ο αρχηγός της αντιπροσωπείας µας σε λεπτοµερειακή έκθεση που απέστειλε προς το υπουργείο των Εξωτερικών, η άποψη αυτή έχει ασκήσει αρνητική έναντι της Ελλάδος επιρροή πάνω σε ορισµένες χώρες της Λατινικής Αµερικής.

Επειδή τα Ηνωµένα Έθνη δεν είναι δικαστήριο, οι παρόµοιοι ελιγµοί, µπορεί να αποδειχτούν κατά την θέση τους δυνατοί και χρήσιµοι. Αλλά δεν πρέπει να λησµονήσουµε την ουσία του θέµατος. Ο αρχηγός της αντιπροσωπείας µας έχει εισηγηθεί την γνωµάτευση από µέρους διαφόρων άλλων νοµικών της χώρας µας επί των άρθρων 16 και 20 της Συνθήκης της Λωζάννης. Ρώτησα τους αρµόδιους υπαλλήλους και δεν έχει, για την ώρα ζητηθεί κάτι τέτοιο.

Οπωσδήποτε θα είναι χρήσιµη από κάθε άποψη µια παρόµοια γνωµοδότηση και είναι δυνατό να προφθάσει τις συζητήσεις που θα διεξαχθούν στη Γενική Συνέλευση των Ηνωµένων Εθνών.

Η πλέον αποτελεσµατική αντίκρουση της προτάσεως της Τουρκίας περί επιστροφής της Κύπρου στην Τουρκία, στον ηθικό τοµέα είναι η Αυτοδιάθεση που αποτελεί µιαν αρχή παγκόσµια αποδεκτή µε ισχύ δόγµατος. Επειδή σήµερα (η υπογράµµιση είναι δική µου) στην Κύπρο οι Έλληνες είναι πλειοψηφία, το εµπόδιο που καθιστά εντελώς αδύνατη την επιστροφή της Κύπρου στην Τουρκία από πλευράς Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωµένων Εθνών είναι η Αυτοδιάθεση. Αντίθετα, επειδή η Αυτοδιάθεση ακόµη είναι συγκεχυµένη ως προς τον ορισµό και την εφαρµογή της, δεν έχει ισχύ τέτοια ώστε να εγκαταλείψει την τύχη της Κύπρου στο κέφι (δηλαδή στη διάθεση) των Ελλήνων. Κατωτέρω στην παράγραφο 5 θα διατυπωθεί διεξοδικότερα. Σε συντοµία:

Η απόδοση της Κύπρου στην Τουρκία δεν στηρίζεται σε νοµικά αίτια, αλλά σε πολιτικά, δηλαδή δεν θα προκληθούν νοµικά, αλλά πολιτικά αποτελέσµατα. Η Τουρκία πρέπει µέχρι τέλους να διατηρήσει τις αξιώσεις της. Πρέπει να λεχθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία θα της αποδοθεί η Κύπρος ο λαός της θα απολαµβάνει ίσων δικαιωµάτων, δίχως διάκριση θρησκεύµατος, φυλής και οικογενειακής καταγωγής.

Η Ένωση της Κύπρου µε την Ελλάδα ή η επιστροφή της στην Τουρκία; Αποτελούν τις δύο αποµακρυσµένες πιθανότητες. Εάν δεν κατορθωθεί να διαφυλαχθεί το status quo, η Αγγλία θα θελήσει να κλείσει το θέµα, προσωρινά µε την αυτοδιοίκηση. Αλλά µια και άνοιξε το Κυπριακό, ούτε από πλευράς της Ελλάδος, µήτε από πλευράς της Τουρκίας θα λήξει µε την αυτοδιοίκηση. Οι σχέσεις των τριών χωρών γι΄ αυτήν την αιτία θα δηλητηριάζονται συνεχώς. Η εξεύρεση λύσεως και η διευθέτηση του προβλήµατος σε µια µέση και συµπεφωνηµένη λύση, θα είναι αφ΄ ενός µεν σύµφωνη προς τις αρχές της δικαιοσύνης, αφ΄ ετέρου δε θα αποτελεί κάτω από τις παρούσες συνθήκες, την µόνη πολιτικά δυνατή διέξοδο. Αποτελεί µια διευθέτηση η οποία προσιδιάζει στον ρεαλισµό και στην διευθετική προσπάθεια της Αγγλίας. Και η µέση αυτή λύση είναι η διχοτόµηση της Κύπρου (η υπογράµµιση ανήκει σε µένα).

Η ιδέα της διχοτοµήσεως έχει συζητηθεί και µελετήθηκε σε ορισµένες µυστικές, επίσηµες και ανεπίσηµες διαπραγµατεύσεις µεταξύ της Τουρκίας, της Ελλάδος, της Αγγλίας και της Αµερικής.

Ο Βέλγος υπουργός των Εξωτερικών Σπάακ έχει προτείνει επί του προκειµένου την µεσολάβησή του. Απ΄ ό,τι πληροφορούµαι εκ της µελέτης των φακέλων, η Ελλάδα σκέπτεται να εγκαταλείψει στην Τουρκία έναν στενό διάδροµο στα βόρεια της νήσου. Ο υφυπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας σερ Για Κίρκ Πάτρικ µε µια γραµµή που έσυρε από Βορρά προς Νότο θέλησε να διαµοιράσει τη νήσο εξ ηµισείας και να δώσει το µεν ανατολικό µέρος στην Ελλάδα, το δε δυτικό στην Τουρκία. Ο αξιότιµος πρωθυπουργός (Μεντερές) του ανέφερε ότι είναι της ιδέας να απαιτήσουµε την διχοτόµηση εξ ηµισείας. Το πρόβληµα το έθεσε στον στρατηγό Χόλµς (πρόκειται για τον αρχηγό της C.I.A. επί Νίξον) ο οποίος είχε έλθει εδώ σαν εκπρόσωπος του Ντάλλες, µε µια εξαιρετικά επιφυλακτική γλώσσα και ωσάν να ήτο πιθανόν να πραγµατωθεί. Η διχοτόµηση της Κύπρου, κατά βάση, µεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας, ίσως και µε την παραχώρηση στην Αγγλία µιας περιοχής για στρατιωτικές βάσεις (πράγµα που έγινε άλλωστε, µε την Συνθήκη του Λονδίνου) σηµαίνει την εφαρµογή της αρχής της αυτοδιαθέσεως κατά τρόπον δίκαιο. Και να γιατί:

Ο πληθυσµός της Κύπρου µπορούµε να πούµε ότι αποτελείται από 481 χιλιάδες Ορθοδόξους Χριστιανούς Ελληνόφωνους και 100 χιλιάδες Τούρκους Μουσουλµάνους. Το σύνολο των λοιπών στοιχείων ανέρχεται σε 10 χιλιάδες. Κατά συνέπεια στην Κύπρο ζουν η µια εντός της άλλης δύο διαφορετικές κοινότητες, δύο διάφορες ολότητες, δύο ενότητες. ‘Όταν θα γίνει µια κανονική διχοτόµηση, εκάστη των δύο αυτών διακεκριµένων κοινοτήτων πιθανότατα θα προτιµήσει την κυριαρχία του κράτους το οποίο θεωρεί σαν Μητέρα-πατρίδα της. ∆ηλαδή τόσο η ελληνική κοινότητα, όσον και η τουρκική κοινότητα, θα κάµουν ελευθέρα χρήση του δικαιώµατος της αυτοδιάθεσεως τους. Κατ΄ αυτό τον τρόπο, δεν θα τεθεί αναγκαστικά κάτω από την κυριαρχία ενός κράτους ή µια µειονότητα, η οποία αποτελεί πλήρως µια ξεχωριστή ολότητα και το οποίο κράτος αρµόζει σ΄ αυτήν, µόνο και µόνο γιατί τούτο αποτελεί την βούληση της πλειοψηφίας.

Ο Βενιζέλος στη διάσκεψη της Λωζάνης είχε απορρίψει την πρόταση της Τουρκίας περί διενέργειας δηµοψηφίσµατος στην Δυτική Θράκη, µε το πρόσχηµα ότι η εν λόγω περιοχή δεν είναι οµογενής αλλά ετερογενής, δηλαδή ο πληθυσµός της είναι µικτός. Η Κύπρος από αυτή την άποψη έχει οµοιότητα µε την Δυτική Θράκη. Εάν σήµερα το επιτρέψει η νοοτροπία των Ηνωµένων Εθνών, η εφαρµογή της θέσεως την οποία υποστήριξε ο Βενιζέλος στη Λωζάννη θα οδηγήσει στην άνευ δηµοψηφίσµατος προσάρτηση της Κύπρου στην Τουρκία. Αλλά σήµερα φαίνεται αδύνατον να επιβάλουµε µια λύση η οποία αντιτίθεται προς την αρχή της αυτοδιαθέσεως.

Κατά συνέπεια την αυτοδιάθεση πρέπει να την διατηρήσουµε µέχρι τέλους και να διαφυλάξουµε την δικαιοσύνη. Το ερώτηµα θα τεθεί ξεχωριστά στις δύο κοινότητες, και για εκείνους που θα παραµείνουν στην ελληνική περιοχή της Κύπρου θα είναι:

1.Ανεξαρτησία;
2.Ένωση µε την Ελλάδα;
3.Αποδοχή της βρετανικής διοικήσεως;
4.Επιθυµείτε τίποτε άλλο;

Εις τους Τούρκους της τουρκικής περιοχής θα ερωτηθούν τα ίδια πράγµατα, µε την τροποποίηση της δεύτερης ερωτήσεως. Κατ΄ αυτό τον τρόπο η θεωρητική αρχή της αυτοδιαθέσεως βρίσκει την πλέον προηγµένη έµπρακτη εφαρµογή της.

Τα διάφορα προβλήµατα που θα προκύψουν από τη διχοτόµηση, µπορούν να διευθετηθούν και πάλι µε ένα πλέον φιλελεύθερο και ευρύ πνεύµα. Μπορούµε να πούµε, ότι στην περίπτωση κατά την οποία µια παρόµοια πρόταση θα υποβαλλόταν στη Γενική Συνέλευση των Ηνωµένων Εθνών και µε την προϋπόθεση ότι θα τύχαινε της απευθείας υποστηρίξεως των ενδιαφεροµένων χωρών, θα ήταν δυνατόν να γίνει πλήρως αποδεκτή. ∆ιαφορετικά θα είναι και πάλι εφικτή η διευθέτηση του προβλήµατος κατόπιν συνεννοήσεως µεταξύ των ενδιαφεροµένων κρατών. Η Ελλάς δύναται να µην προσεγγίζει την εξ ηµισείας διχοτόµηση. Έναντι τούτου υπάρχουν αδιάσειστοι ισχυρισµοί.

Η αρχή της αυτοδιαθέσεως θα εφαρµοστεί διά της συγκεντρώσεως όλων των Ελλήνων στην ίδια περιοχή που θα εξασφαλιστεί η διαβίωση των κάτω από την διοίκηση της αρεσκείας των. Είναι αναπόφευκτη µια ανταλλαγή πληθυσµών, η οποία πραγµατουµένη σε µικρή κλίµακα και αναλογικά σε κοντινή απόσταση, θα διαφυλάξει το αυτό περιβάλλον και τις αυτές κλιµατολογικές συνθήκες. ∆εν αποτελεί άσκοπη ταλαιπωρία ή µετακίνηση µιας µερίδας ανθρώπων προς τον σκοπό της µη καταπατήσεως του δικαιώµατος της αυτοδιαθέσεως της τουρκικής κοινότητας, σήµερα ευρισκόµενης σε µειοψηφία, της παροχής δυνατοτήτων προς προάσπιση της ασφαλείας της Τουρκίας κα της εξαφανίσεως µιας σοβούσης κρίσεως, η οποία και µελλοντικά µπορεί να ταλαιπωρεί από την ίδια πάντοτε αιτία. Κυρίως, αν λάβει κανείς υπ΄όψη του ότι η προτεινόµενη µετακίνηση των πληθυσµών θα γίνει µε τα σηµερινά τεχνικά µέσα και τις υπάρχουσες ανέσεις.

Η υποστήριξη της ιδέας περί διχοτοµήσεως της Κύπρου συντελείται µε τη νοµική και ανθρωπιστική αρχή της αυτοδιαθέσεως. Η πολιτική σκοπιµότητα που ενισχύει το σχέδιο αυτό, είναι η ανάγκη να βρίσκεται η στρατιωτική ισχύς της νήσου σε στιβαρά και ανώτερα χέρια, προς προάσπιση των συµφερόντων και της ασφάλειας της Τουρκίας, του συµφώνου της Βαγδάτης (είναι το µετέπειτα CENTO) και του ΝΑΤΟ. Λαµβάνοντας υπ΄ όψη µας την πιθανότητα της αποδοχής της προτάσεως περί διχοτοµήσεως της Κύπρου, θα πρέπει από τούδε η Τουρκία να καθορίσει µέσω των αρµοδίων υπηρεσιακών παραγόντων, λαµβάνουσα υπ΄όψη της τα στρατιωτικά, οικονοµικά συµφέροντά της και τα συµφέροντα του τουρκικού πληθυσµού της Κύπρου, ποια µορφή διχοτοµήσεως θα είναι προσφορότερη γι΄ αυτήν. Στην ασφάλεια της περιοχής που θα παραχωρηθεί στους Έλληνες της Κύπρου θα πρέπει να συµµετέχει και η Τουρκία, καθότι θα σχετίζεται προς την ασφάλεια της Τουρκίας και της Εγγύς Ανατολής. Το αυτό δικαίωµα δεν είναι δυνατόν να το ζητήσει η Ελλάδα, για την τουρκική περιοχή, διότι η νήσος απέχει από την Ανατολία 45 µίλια, ενώ του Πειραιά 600.

Στην συνέχεια η έκθεση αναφέρεται στο σχέδιο συντάγµατος που επεξεργάστηκε ο λόρδος Ράντκλιφ και το οποίο, όπως είχε ανακοινωθεί στις 13 Νοεµβρίου 1956 είχε ήδη υποβληθεί στην Βρετανική Κυβέρνηση. Ο Ερίµ σχολιάζει:

«Το σύνταγµα έχει συνταχθεί υπό του Ράντκλιφ µε σκοπό την εξασφάλιση αυτοκυβέρνησης. Άλλωστε και οι διακοπείσες διαπραγµατεύσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου µε τον Κυβερνήτη της Κύπρου στρατάρχη σερ Τζων Χάρτινγκ περιστρέφονταν γύρω απ΄ αυτό το θέµα. Η αγγλική κυβέρνηση έχει δηλώσει ανοιχτά ότι ύστερα από ένα ορισµένο χρονικό διάστηµα θα δώσει την ευκαιρία για την αυτοδιάθεση. Μπορεί να µην φαίνεται επιλήψιµο ότι στο σύνταγµα δεν θα περιληφθεί διάταξη κατά την οποία ξεκάθαρα θα αναφέρεται σαν όρος της αναγνωρίσεως στην τουρκική κοινότητα η αυτοδιάθεση. Μολοντούτο αυτό πρέπει να προβλεφθεί µόνο µε την λήψη των ακολούθων µέτρων:

α)Ο πρώτος όρος για την αυτοκυβέρνηση, όπως δεν παύει να διαδηλώνει από την αρχή η κυβέρνησή µας, είναι η διακοπή της τροµοκρατίας από µέρους των Ελλήνων. Πρέπει να περάσει οπωσδήποτε ένας χρόνος ειρήνευσης και µετά να εφαρµοστεί η αυτοκυβέρνηση.

β)Το γεγονός ότι δεν διεξάγονται συνοµιλίες και µε τον εκπρόσωπο της Τουρκικής κοινότητας αντίκειται στο άρθρο 73 του Καταστατικού χάρτη του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών.

γ)Την εφαρµογή του καθεστώτος της αυτοκυβερνήσεως πρέπει να επιβλέπει επιτροπή που θα αποτελείται από αντιπροσώπους της Τουρκίας, της Αγγλίας και της Ελλάδος.

δ)Στο καθεστώς της αυτοδιαθέσεως πρέπει να εµµείνουµε, για την ελευθέρα παλινόστηση των Τούρκων από το εξωτερικό προς την Κύπρο – τούτο βεβαίως θα αναγνωρισθεί και στους Έλληνες. Εάν κατά την εξέταση του ζητήµατος διαπιστωθεί ότι η παροχή του δικαιώµατος αυτού θα αυξήσει περισσότερο τον τουρκικό από τον ελληνικό πληθυσµό της Κύπρου, θα πρέπει να γίνεται εµµονή στο αίτηµα.

ε)Το δικαίωµα αυτό είναι πολύ σηµαντικό για το µελλοντικό δηµοψήφισµα προς πραγµατοποίηση της αυτοδιαθέσεως. Κατά το δηµοψήφισµα που θα λάβει χώρα µετά 10ετία και υπό την προϋπόθεση πως θα συµπεριφερθούµε επιφυλακτικά, παίρνοντας τα µέτρα µας, το σύνολο των Τούρκων µπορεί να αυξηθεί σε ποσοστό όµοιο µε εκείνο που ήταν επί Οσµανικής διακυβερνήσεως.

«Τότε δεν θα ανησυχούµε από το δηµοψήφισµα που θα γίνει προς τον σκοπό είτε του καθορισµού της τύχης του συνόλου της νήσου, είτε της διχοτοµήσεως (η υπογράµµιση είναι δική µου). Για το σύνταγµα της αυτοκυβερνήσεως, µπορούµε να επωφεληθούµε από την έκθεση που συνέταξε το Ινστιτούτο ∆ιεθνών Σχέσεων της Σχολής των Πολιτικών Επιστηµών».

Ο Νιχάτ Ερίµ επεξηγεί τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας:

Η περίπτωση που ουδέποτε θα δεχθεί η Τουρκία είναι η διάνοιξη της οδού για την προσάρτηση της νήσου στην Ελλάδα υπό το πρόσχηµα της παροχής στους κατοίκους της Κύπρου του δικαιώµατος της αυτοδιαθέσεως. Τυγχάνει τόσο πρόδηλη η εγγύτητα της Κύπρου, τόσο υλικώς όσο και πνευµατικώς προς την πατρίδα µας, ούτως ώστε η εγκατάλειψη της νήσου στην Ελλάδα µε την πρόφαση και µόνο της εφαρµογής της αυτοδιαθέσεως, αποτελεί παραγνώριση, ακόµη και κλονισµό, της ζωτικής ανάγκης ασφάλειας της Τουρκίας που σήµερα µεν έχει 25.000.000 (1956), στο εγγύς όµως µέλλον θα έχει 30 - 40.000.000 πληθυσµό. Για να αποτρέψουµε κάτι παρόµοιο κρίνεται σκόπιµο σαν πολιτικό µέτρο να ληφθεί το εξής: Να υποµνησθούν στους συµµάχους και τους φίλους µας µε πρώτους και καλύτερους τους Αµερικανούς, τα πιο κάτω σηµεία:

Η εγκατάλειψη της Κύπρου στην Ελλάδα ή µια µεταβολή στο σηµερινό καθεστώς της Μεγαλονήσου, δίχως την προηγούµενη έγκριση και συγκατάθεση της Τουρκίας, θα απαιτήσει την αναγκαιότητα της αναθεωρήσεως της συνθήκης της Λωζάννης από την άποψη των σχέσεων µε τους Έλληνες. Επειδή θα δυσχερανθεί η άµυνα της Ανατολίας θα απαιτήσει την εκ νέου εξέταση όλων των διεθνών µας υποχρεώσεων και την επανεκτίµηση του µέτρου της στρατιωτικής µας αντοχής.

Όσον αφορά την διευκρίνιση των αρχών που πρέπει να διέπουν το µέλλον της Κύπρου:

α)∆εν υπάρχει ένας διεθνής κανόνας θετικού δικαίου ο οποίος να επιτάσσει την οπωσδήποτε εγκατάλειψη της τύχης της νήσου στη βούληση των Ελλήνων, οι οποίοι σήµερα αποτελούν την πλειονότητα. Η πλειοψηφία στην νήσο κατά την ιστορία και κατά καιρούς ανήκε πότε στους Τούρκους, πότε στους Έλληνες. Τα τελευταία 50 µε 60 χρόνια, επειδή οι Έλληνες προστατεύονταν και λόγω του ότι οι Τούρκοι αδικούνταν, αισθάνθηκαν την ανάγκη να εγκαταλείψουν κατά σωρούς την νήσο. Εάν αναγνωρισθούν δικαιώµατα, η τουρκική κοινότητα µπορεί να διευρυνθεί γοργά, και πρέπει να διευρυνθεί.

β)Η Αυτοδιάθεση αποτελεί µια ιδανική αρχή: Έχει συµπεριληφθεί κατά τρόπο αµφίβολο και συγκεχυµένο ανάµεσα στους σκοπούς και τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών (Άρθρο Ι παρ. ΙΙ). Στο τµήµα του ίδιου χάρτη που αναφέρεται στις αποικίες (άρθ. 73, παρ. β), µνηµονεύεται η αυτοδιοίκηση, δεν αναφέρεται όµως η αυτοδιάθεση. Για την αυτοδιοίκηση µάλιστα έχει προστεθεί ο ακόλουθος όρος: (στα αγγλικά λέγεται: Particular circumstances of each territory): πρέπει να ληφθούν υπ΄ όψη οι ειδικές συνθήκες κάθε χώρας. Στην Κύπρο επικεφαλής των ειδικών συνθηκών έρχεται η ύπαρξη των δύο διαφορετικών λαών.

Ο πληθυσµός αποτελείται από δύο διαφορετικές κοινότητες. Εάν παραδοθεί η Τουρκική κοινότητα στην θέληση της Ρωµαϊκής κοινότητας η οποία για την ώρα είναι σε πλειοψηφία (η υπογράµµιση ανήκει σε µένα), και να τεθεί υπό την κυριαρχία µιας διακυβερνήσεως που δεν επιθυµεί, αντίκειται στις ειδικές συνθήκες.

Άλλωστε, το γεγονός κατά το οποίο η χώρα (δηλαδή η Territory) ευρίσκεται πολύ κοντά στην Τουρκία και έχει ζωτική σηµασία για την ασφάλειά µας αποτελεί ειδική συνθήκη που δεν µπορεί κανείς να παραβλέψει, και που πρέπει να ληφθεί υπ΄ όψη, ώστε να καταστεί δυνατή η εφαρµογή του άρθρου 73.

Επειδή η Κύπρος θεωρείται ένα µέρος όπου µόνο για την Αυτοκυβέρνηση θεωρείται εντός των διατάξεων του ΙΙ κεφαλαίου του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών, εάν µείνουµε πιστοί στο κείµενο του Χάρτη, η Γενική Συνέλευση των Ηνωµένων Εθνών δεν επάγεται να αναγνωρίσει αυτοδιάθεση στην Μεγαλόνησο. Εάν επιδιωχθεί κάτι τέτοιο, τότε θα αντίκειται στον αναφερόµενο χάρτη. Γιατί κατά τον καταστατικό χάρτη του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών η αυτοδιάθεση, δηλαδή η ανεξαρτησία (independence) έχει επιφυλαχθεί στις χώρες που τελούν υπό κηδεµονία (κεφάλαιο 12 αριθµός 76β).

Ο χάρτης των Ηνωµένων Εθνών µπορεί να εφαρµοστεί αποκλειστικά και µόνον για την αυτοκυβέρνηση. Και στην περίπτωση όµως αυτή πρέπει να υπολογισθούν οι συνθήκες που προβλέπονται στο άρθρο 73 παραγρ. β. Στην Κύπρο δεν µπορεί να εφαρµοσθεί το άρθρο 76. Γιατί η δεύτερη δεν τελεί υπό κηδεµονία.

Πόσο µάλλον που τόσο το άρθρο 73 όσο και το άρθρο 76 θέτει τον ακόλουθο ευδιάκριτο όρο: (Particular circumstances of each territory and its people), (Each territory and its peoples). Πρέπει να επιµείνουµε µε προσοχή πάνω σ΄ αυτή την έκφραση. Στα άρθρα 73 και 76 του καταστατικού χάρτη του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών ανάγεται σε εκάστη χώρα (territory), δηλαδή στον ενικό, και στους «λαούς τους» (and its peoples), που σηµαίνει ότι προέβλεψε την δυνατότητα διαβιώσεως επί της αυτής χώρας περισσοτέρων του ενός λαού και γι΄ αυτούς αναγνώρισε ξεχωριστή αυτοκυβέρνηση ή αυτοδιάθεση. Εάν για κάθε χώρα προέβλεπε µόνο µια κοινότητα, µόνο ένα λαό, τότε θα χρησιµοποιούσε αντί της έκφρασης (territory and its peoples) την έκφραση (territory and its people). Είναι γνωστό ότι κάθε λέξη και κάθε σηµείο ενός βασικού κειµένου όπως είναι ο καταστατικός χάρτης των Ηνωµένων Εθνών έχει καθοριστεί ύστερα από πολύ µακρές συζητήσεις. Η λέξη «λαοί» (peoples) δεν έχει τεθεί τυχαία. Άλλωστε, αρχικά ενώ στην διατύπωση του άρθρου 76 η λέξη (people) ήταν ενικός (πρακτικά της ∆ιασκέψεως του Αγίου Φραγκίσκου τόµος 10, σελίδα 453), ύστερα από Αµερικανική πρόταση έγινε πληθυντικός (peoples), (σελίδα 514). Κατά συνέπεια από την Γενική Συνέλευση των Ηνωµένων Εθνών µπορεί να ζητηθεί όχι η αυτοδιάθεση, αλλά η αυτοκυβέρνηση. Όποια όµως αρχή και να εφαρµοστεί, επειδή ο Τουρκικός πληθυσµός της νήσου (people), αποτελεί µια διαφορετική συνολική ενότητα (entite), αντίκειται προς το άρθρο του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών, προς την προσπάθεια να συρθεί πίσω από την πλειοψηφία των Ρωµηών.

Από τους φακέλους και τα έγγραφα που µου επιδείχθηκαν και που αναφέρονται στις µέχρι σήµερα συζητήσεις και επαφές, δεν βρήκα καµµιά ένδειξη περί του ότι οι αντιπρόσωποι της Τουρκίας έχουν λάβει τον καταστατικό Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών από αυτή την πλευρά. Υποβάλλεται στην υψηλή σας εκτίµηση η απλή νοµική σκέψη επί των άρθρων 73 και 76 ώστε να ερευνηθούν ανάλογα από µέρους της παρά τα Ηνωµένα Έθνη Αντιπροσωπείας µας.

Στην Επιτροπή των Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων των Ηνωµένων Εθνών έχουν διεξαχθεί συζητήσεις επί της αυτοδιαθέσεως. Έχει σηµειωθεί βαθειά διαφορά απόψεων µεταξύ των αντιπροσωπειών. Έχει λεχθεί ότι για την εφαρµογή των άρθρων 73 και 76 παρίσταται ανάγκη εφαρµογής ορισµένων πρακτικών συνθηκών. Ζητήθηκε να γίνει περιγραφή των όρων του Έθνους και του Λαού.

Απαιτείται µια προγενέστερη διευκρίνιση και ερµηνεία από µέρους της Γενικής Συνελεύσεως προς µερικά θέµατα πριν από τα άρθρα 73 και 76. Μέχρι στιγµής δεν έχει γίνει. Οι συγγραφείς συνιστούν να είµαστε πολύ επιφυλακτικοί στην εφαρµογή αυτών των δύο εννοιών και προβάλλουν διάφορα µειονεκτήµατα, διάφορες απόψεις. Σε συντοµία: Η αρχή που προαναφέρθηκε απέκτησε πρακτική νοµική σηµασία και δεν έχει λάβει την ιδιότητα ενός κανόνα θετικού δικαίου. Σαν µια ιδανική αρχή, ηθική αξία διαδεδοµένη στον κόσµο αποτελεί µια αµφίβολη και ιερή έννοια που επιδιώκεται από τα κράτη η χρησιµοποίησή της σαν όπλο στην εξυπηρέτηση των πολιτικών των τερτιπιών.

Όταν το θέµα θα γίνει αντικείµενο διεθνών συζητήσεων, δεν στερείται χρησιµότητας να θέσουµε αυτό το ερώτηµα: Μπορεί να γίνει οπωσδήποτε αποδεκτό το δικαίωµα της αυτοδιαθέσεως πάντοτε και παντού ώστε ένας λαός µιας χώρας που δεν είναι οµοιογενής να καταλείπει την πολιτική ανεξαρτησία του και την ελευθερία του σ΄αυτό τον τοµέα, σ΄ ένα άλλο κράτος; Εάν αυτός είναι ένας κανόνας, τότε υπάρχουν καταστάσεις που κατ΄ εξαίρεση φαλκιδεύεται. Η Αυστρία µετά τον πρώτο και δεύτερο Παγκόσµιο πόλεµο έχει στερηθεί της νοµικής δυνατότητας να ενωθεί µε την Γερµανία. Τα αίτια που έρχονται κατά νου για την Αυστρία υπάρχουν και πολύ περισσότερα αναφορικά µε την Κύπρο. Όταν ένα ισχυρό έθνος και κράτος 8-10 εκατοµµυρίων που βρίσκεται στο µέσο της Ευρώπης και που το σύνολό του µιλεί Γερµανικά και θεωρείται ότι είναι Γερµανικής καταγωγής, δεσµεύεται µε µια τέτοια φαλκίδευση, µπορούν να στερηθούν µέχρι τέλους της ανεξαρτησίας των το «τεράστιο» νησί της Κύπρου και τα µη Ρωµαίικα στοιχεία που ζουν εκεί, επειδή αυτή είναι η επιθυµία της πρόσκαιρης πλειοψηφίας.

∆εν πρέπει να παραµεληθεί αυτή η άποψη εναντίον της επιθυµίας για την Ένωση. Μπορούν να προταθούν µε ευχέρεια και διάφορα άλλα παραδείγµατα διεθνών δουλειών. Παρ΄ όλο που είναι ξεκάθαρο αυτό το θέµα, εάν τύχει και εφαρµοστεί στην Κύπρο η αυτοκυβέρνηση, είτε η αυτοδιάθεση κατά τρόπο που δεν θέλουµε, για λόγους που ανάγονται στα πολιτικά τερτίπια των Ελλήνων στα Ηνωµένα Έθνη και στις γνωστές ρήξεις µεταξύ των µελών, εάν καταστεί δυνατό, οι απόψεις που έχουν εκτεθεί παραπάνω και που αναφέρονται στα άρθρα 73 και 76 µπορούν να διατυπωθούν µε ρήτρα επιφυλάξεως ώστε µε αυτή να απορρίψουµε την απόφαση.

Αυτές τις πρώτες κρίσεις και σκέψεις µου υποβάλλω µε τα σεβάσµατά µου. Η πολιτική εκτίµηση ανήκει στο υψηλό αξίωµά σας.

24 Νοεµβρίου 1956
Καθηγητής Νιχάτ Ερίµ

Η δεύτερη έκθεση (απόσπασµα)

Σύµφωνα µε τα αποµνηµονεύµατα του Ερίµ, η πρώτη έκθεση προκάλεσε µεγάλο ενδιαφέρον, τόσο στον ίδιο τον πρωθυπουργό όσο και στον πρόεδρο της χώρας Τζελάλ Μπαγιάρ, αφού ήταν η πρώτη φορά που η τουρκική διπλωµατία είχε µπροστά της ένα ολοκληρωµένο σχέδιο προώθησης των συµφερόντων της στο Κυπριακό. Ο ίδιος αναφέρει:«Η πρώτη έκθεση προκάλεσε αλλαγή στην κυβέρνηση ως προς τη νοµική βάση επί της οποίας θα έπρεπε να στηριχθεί η πολιτική µας στο Κυπριακό, όπως άλλωστε µου εκµυστηρεύθηκε αργότερα ο ίδιος ο Μεντερές. Η κυβέρνηση υιοθέτησε την έκθεσή µου και µου ζήτησε να συµµετέχω στις επόµενες φάσεις της εξέλιξης του ζητήµατος».

Στις 19 ∆εκεµβρίου του 1956 υπεβλήθησαν οι συνταγµατικές προτάσεις του Λόρδου Ράντκλιφ για το Κυπριακό, µέσα στο πλαίσιο της βρετανικής πρότασης για παροχή αυτοκυβέρνησης. Μετά την υποβολή των προτάσεων Ράντλιφ, η τουρκική κυβέρνηση ζήτησε από το Νιχάτ Ερίµ µία δεύτερη έκθεση, η οποία να περιλαµβάνει τις τουρκικές θέσεις επί των προτάσεων. Στις 22 ∆εκεµβρίου 1956 ο Ερίµ απέστειλε στην δεύτερή έκθεσή του στον πρωθυπουργό Ατνάν Μεντερές. Τα κύριά της σηµεία ήταν τα εξής:

«∆εν θα πρέπει να ξεχνούµε ούτε προσωρινώς ότι ο σκοπός των Ελλήνων της Κύπρου και της Ελλάδος, την οποία αποκαλούν Μητέρα – Πατρίδα, ότι είναι η Ένωσις και θα θεωρήσουν τις προτάσεις (εννοεί των Βρετανών) ως ένα στάδιο για να επιτύχουν τον σκοπό τους. Είναι πολύ δύσκολο να βγάλουν από τη σκέψη τους αυτό το σκοπό. Γι’ αυτό και θα πρέπει να αναζητήσουµε νέες µορφές λύσης για να υπάρξει ειρήνη στο νησί. Για την ασφάλεια της Τουρκίας, επίσης για την ασφάλεια του Συµφώνου της Βαγδάτης (CENTO) και για την ασφάλεια του ΝΑΤΟ η Κύπρος είναι ένα γεωγραφικό σηµείο που δεν θα πρέπει να παραγνωρισθεί από κανένα. Σήµερα λέγουν ότι στο νησί κατοικούν 380 χιλιάδες Έλληνες, 100 χιλιάδες Τούρκοι και 20 χιλιάδες Άγγλοι και Μαρωνίτες. Στο παρελθόν η σύνθεση του πληθυσµού ήταν διαφορετική απ’ ό,τι είναι σήµερα. Το 1877 οι Τούρκοι στο νησί ήταν περισσότεροι από τους Έλληνες. Κατά συνέπεια, η σηµερινή αναλογία δεν µπορεί να ισχύει για πάντα κι έτσι δεν µπορεί κανείς να προβάλει το επιχείρηµα ότι ο πληθυσµός θα παραµείνει εσαεί αναλλοίωτος και να θεωρεί ότι αυτό είναι αιτία για πολιτικές διεκδικήσεις.

Συνεπώς, ένεκα του ότι σε κάποια στιγµή µέσα στο χρόνο και στην εξέλιξη της ιστορίας, ο ένας πληθυσµός σε σύγκριση µε τον άλλο ήταν µεγαλύτερος κατά εκατόν ή διακόσιες χιλιάδες, δεν είναι διαρκής λόγος να καθορίσει µονίµως την τύχη ενός µεγάλου νησιού όπως είναι η Κύπρος. Ιδιαιτέρως αν λάβει κανείς υπόψη ότι ένα τέτοιο νησί µπορεί να αποτελέσει ένα εξαιρετικά µεγάλο κίνδυνο για την ασφάλεια ενός κράτους 25 εκατοµµυρίων κατοίκων όπως είναι η Τουρκία. Είναι αναπόφευκτη αναγκαιότητα να συγκρίνουµε τις 380 χιλιάδες όχι µε τις 100 χιλιάδες, αλλά µε τα 25 εκατοµµύρια. Με αυτές τις σκέψεις, επιχειρήσαµε να καθορίσουµε σε γενικές γραµµές ότι ακόµη και αν δεν υπήρχε καµία αιτία, το σχέδιο Ράντκλιφ, δεν µας παρέχει τη δυνατότητα για την τελική λύση από πλευράς Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας.

……………….
Η Τουρκία θα πρέπει να επιµένει ότι θα πρέπει να αποδοθεί όπως στους Ελληνοκυπρίους το ίδιο και για τους Τουρκοκυπρίους το δικαίωµα της αυτοδιάθεσης. ∆εν είναι δυνατόν να κληθούν σε κοινό δηµοψήφισµα δύο διαφορετικές κοινότητες που δεν είναι ούτε οµοιογενείς ούτε αλληλέγγυες, ωσάν να επρόκειτο για µία ενιαία κοινότητα. ∆εν µπορεί και δεν έχει το δικαίωµα η µία κοινότητα να παρασύρει την άλλη. 
………………….

Πέρα από αυτό, η Κύπρος, από απόψεως της άµυνας της Τουρκίας, αποτελεί µία εξέδρα για άλµατα, η οποία µπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνη. Ενώ από την άλλη, δεν µπορεί κανείς να φανταστεί ένα παρόµοιο κίνδυνο για την Ελλάδα εξαιτίας της Κύπρου. Αυτό πως µπορεί κάποιος να το παραβλέψει; ∆εν µπορεί να χωρέσει σε καµία πολιτική ή νοµική αντίληψη. Αν εγκαταλείψουµε την Κύπρο, είναι πολύ πιθανόν το νησί να παίξει ζωτικό ρόλο για τον καθορισµό της τύχης 25 εκατοµµυρίων Τούρκων, στο ένα ή στο άλλο σύστηµα διακυβέρνησης, ως προς το ότι το απαίτησε η ελληνική πλειονότητα, µε άλλα λόγια επειδή το ζήτησαν έναντι 25 εκατοµµυρίων 380 χιλιάδες άτοµα.

Επιπλέον, η Συνθήκη της Λωζάννης, έχει δηµιουργήσει µία εύθραυστη ισορροπία µεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδος, που στηρίζεται σε ένα γενικό ξεκαθάρισµα λογαριασµών. Σε περίπτωση που η Κύπρος εγκαταλειφθεί στην επιθυµία των Ελλήνων κατοίκων του νησιού, αυτή η ισορροπία µπορεί να ανατραπεί. 
………………..

Για να εξασφαλίσουµε µία λύση όπως διατυπώνουµε στην αρχή της έκθεσης µας, δηλαδή την επίτευξη της προσάρτησης της Κύπρου στην Τουρκία ή εάν δεν επιτευχθεί αυτή, της διχοτόµησης της Κύπρου, πρέπει να επιµείνουµε και επί των πιο κάτω στοιχείων, σαν προπαρασκευαστικό στάδιο (σηµ. του µεταφρ. Εδώ ο Ερίµ εννοεί τη διχοτόµηση):

1.Πρέπει να υπάρξει πρόνοια στο σύνταγµα Ράντκλιφ κατά την οποία οι Τούρκοι και Ρωµιοί, και εάν επιθυµούν και οι Άγγλοι, να είναι ελεύθεροι να έλθουν απ’ έξω και να εγκατασταθούν στο νησί.

2.Υποστηρίζεται από κάποιους ότι η πλειονότητα της ιδιοκτησίας γης στην Κύπρο ανήκει στους Τούρκους. Πρέπει να αποκτήσουµε πλήρη εικόνα επί τούτου.

3.Πρέπει να συνταχθεί δηµογραφικός χάρτης ο οποίος να καθορίζει τον αριθµό των Τούρκων του νησιού όπως κατανέµονται σε κάθε πόλη, κωµόπολη και χωριό.

4.Πρέπει να συλλέξουµε τις καλύτερες δυνατές πληροφορίες για τους Κυπρίους της Τουρκίας και γενικά όλων όσων βρίσκονται εκτός της Κύπρου (σηµ. του µεταφρ. Προφανώς σκέφτεται τον εποικισµό του νησιού από τους Τούρκους)

Η αξιολόγηση της παρούσας έκθεσης ανήκει στην Υψηλότητά Σας.

22 ∆εκεµβρίου, 1956
Καθηγητής Νιχάτ Ερίµ

Συµπέρασµα

Με τη δηµιουργία του ανεξάρτητου Κυπριακού Κράτους, η Τουρκία, µέσω του συντάγµατος, κατόρθωσε να µετατρέψει και να νοµιµοποιήσει την τουρκική µειονότητα ως κοινότητα και να την εξισώσει µε την ελληνική πλειονότητα µέσω του βέτο του αντιπροέδρου. Επιπλέον µέσω της συνθήκης εγγύησης και της συνθήκης συµµαχίας πέτυχε να αποκλείσει την Ένωση της Κύπρου µε την Ελλάδα, η ίδια να καταστεί µια από τις εγγυήτριες δυνάµεις της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας, να διαθέτει µόνιµα στο νησί στρατιωτικό απόσπασµα, να συµµετέχει µέσω του τριµερούς στρατηγείου στο σχεδιασµό και διεξαγωγή της άµυνας της Κύπρου και να εξασφαλίσει τα λεγόµενα «επεµβατικά δικαιώµατα» των εγγυητριών δυνάµεων.

Το 1974 η Τουρκία υλοποίησε τον τρίτο πυλώνα των εκθέσεων Νιχάτ Ερίµ, δηλαδή µε τη χρήση βίας επέβαλε γεωγραφικό διαχωρισµό µε την ταυτόχρονη µετακίνηση των πληθυσµών. Έκτοτε, η Τουρκία ακολουθεί συστηµατικά την εξής καταναγκαστική στρατηγική: α) ισχυροποιεί τη θέση της δηµιουργώντας νοµικά ερείσµατα, (πχ. προσπάθεια νοµιµοποίησης της παρουσίας της στην Κύπρο, είτε µε την αναγνώριση του ψευδοκράτους είτε µε τη δηµιουργία τουρκοκυπριακού κρατιδίου στο βορρά, το οποίο θέλει να ελέγχει και µετά τη λύση µέσω του ελέγχου της τουρκοκυπριακής πολιτικής ελίτ) β) Αποδυναµώνει την Κυπριακή ∆ηµοκρατία υποσκάπτοντας τα νοµικά της ερείσµατα (πχ. η διαρκής αµφισβήτηση που θέτει η Άγκυρα τόσο κατά την νοµιµότητας της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας όσο και κατά των επιλογών της να ασκήσει κατά καιρούς το νόµιµο δικαίωµα της για την άµυνα της χώρας), γ) Εξαναγκάζει την Κύπρο σε υποχωρήσεις υπό την απειλή πολέµου (πχ. η κρίση στο θέµα των S300, όπου κατάφερε να επιβάλει την βούληση της στην τελική απόφαση της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας µε την απειλή χρήσης βίας) και δ) µέσω του ψυχολογικού πολέµου έχει καταφέρει να επιβάλει την αντίληψη στην ελληνική πλευρά ότι το κόστος από ένα πόλεµο θα είναι µικρό για την Τουρκία επειδή ο αµυνόµενος δεν είναι σε θέση να προβάλει ουσιαστική αντίσταση (πχ. Ελλάδα και Κύπρος που απέτυχαν µετά το 1974 να δηµιουργήσουν ένα ισχυρό δόγµα αποτρεπτικής στρατηγικής έναντι της τουρκικής επιθετικότητας).

Ως συµπέρασµα, η έκθεση αυτή παρότι συνετάχθη το 1956 διασυνδέοντας για την τουρκική διπλωµατία τη διαχείριση του Κυπριακού µε την ασφάλεια της Τουρκίας και τις γεωστρατηγικές της επιδιώξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, εντούτοις 61 χρόνια µετά παραµένει επίκαιρη αλλά και µείζονος στρατηγικής σηµασίας έγγραφο, λόγω της συνέπειας και της σταθερότητας µε την οποία οι τουρκικές κυβερνήσεις την ακολούθησαν.

Εντάσσοντας αυτό το κείµενο υψηλής στρατηγικής στην προοπτική του ιστορικού χρόνου που συνετελέσθη η εξέλιξη του Κυπριακού Ζητήµατος από το 1956 και εντεύθεν, µπορεί κανείς διαπιστώσει ότι τα χαρακτηριστικά της τουρκικής στρατηγικής στο Κυπριακό ήταν και παραµένουν η ενεργός υποστήριξη των στόχων και η µη συρρίκνωσή τους, η συνοχή σε βάθος χρόνου και κατ΄ επέκτασιν η αποτελεσµατικότητα. Με δεδοµένη την πραγµατικότητα που επέβαλε η Τουρκία στο νησί µετά το 1974, σήµερα καθιστά σαφές σήµερα προς τους διεθνείς διαµεσολαβητές ότι υπάρχουν κάποια όρια µέσα στα οποία µπορεί να κάνει κάποιες «υποχωρήσεις», αφού διαπραγµατεύεται από θέση ισχύος. Αυτό για τους διεθνείς µεσολαβητές είναι µία πραγµατικότητα, η οποία υπαγορεύει υποβολή σαφώς πιο ευνοϊκών σχεδίων για την Τουρκία και ταυτοχρόνως για την τουρκική στρατηγική αποτελεί την προσπάθεια υλοποίησης του πέµπτου πυλώνα της έκθεσης του Νιχάτ Ερίμ, δηλαδή λύση εντός της οποίας το σύστηµα ασφαλείας του κράτους που θα προκύψει µέσα από τη λύση να ελέγχεται από την Τουρκία.

Παρακάτω παραθέτουμε το κείμενο στα Αγγλικά από το οποίο έγινε η μετάφραση:

THE SECRET  REPORTS

NIHAT ERIM 

The genesis of the Turkish high strategy in the Cyprus issue

Introduction - Edited by Christos Iacovou

2017

Introduction 

The member states of the international system have certain strategic objectives, these may be long-term or short-term, coherent or contradictory. In this way, the internal and external environment of a country creates various requirements and is the source of challenges and opportunities for the realization of the goals and aspirations of  the state. The strategy of adaptation chosen by a state is the proof of how the national structures of power adapt to the interdependence of the national and international system. In this context, states function as adaptable entities that seek to maintain their basic structures, i.e. their political, economic and social characteristics, within acceptable limits, both in their foreign policy and in their security policy. The above constitutes the digestibility for the formation of what in strategic studies is called Grand Strategy. In other words, the high strategy sets hierarchical goals taking into account the international environment and the desired position of a country in order to mobilize the wider national potential and resources of the state in order to achieve three key goals: a) stability, b) prosperity and c) security. A prerequisite for the implementation of the high strategy is the identification of weaknesses and strengths at national level in order to effectively address the risks and seize the opportunities.

One of the key factors in shaping high strategy is geopolitics, that is, the interpretation and analysis of the interdependence between geographical space and the political choices made by a state in order to utilize and increase its military, economic and diplomatic power.  Geopolitical analysis therefore takes into account  the existence of international competition in relation to strategic planning in various fields such as military power (geo-strategy), economy (geo-economics), natural environment, demographic trends, etc.

In 1956, during  the Greek armed struggle for the Union of Cyprus with Greece and immediately after the Suez Crisis, the then Prime Minister of Turkey, Adnan Menderes, decided to appoint  as a permanent advisor of the Turkish state Professor  of Constitutional Law Nihat Erim and Member of Parliament for The People’s Republican Party. He entrusted him with the drafting of a strategic plan on which to base Turkey's long-term aspirations on the Cyprus issue.

At the end of 1956, Nihat Erim presented two reports (November 24 and December 22) to Prime Minister Menderes. Those Nihat Erim reports formed the basic strategic plan on the basis of which the Turkish policy on the Cyprus issue was implemented. The most important report is the first while the second was submitted as a supplement to the first in order to provide answers to issues mainly related to the submission of the Radcliffe Plan.

Those reports were published and commented upon by Nihat Erim himself for the first time in the first two chapters of the book of his essays on the Cyprus issue entitled "Bildiğim ve gördüğüm ölçüler içinde Kıbrıs", ("Cyprus as I got to know her  and saw her” 1975). Some of these reports first appeared in the Greek language with comments, in the second volume of the book by Panteion University professor Neoklis Sarris: "The Other Side: Diplomatic Chronology of the Cyprus Militia Based on Turkish Sources" (Grammi  Publications, 1982).

That plan was accepted by all Turkish governments, since it was a state policy, and it was followed with efficiency, coherence, energy and firm commitment to the strategic goals.

The main pillars of the reports were:

Turkish claims on Cyprus should not be based on legal arguments but on political reasons. However, in order not to create a problem to the British-Turkish-Greek relations, if self-government is granted to the island, the best solution is the immediate solution, that is, that of partition.

Turkey should insist internationally that there are two different communities in Cyprus, each of which has the right to separate self-determination. The future of the two separate peoples, whether independence or union with the motherland or the continuation of British rule, must be decided by a separate referendum in each of the two.

The principle of self-determination should be applied after the Greek population first resettles so that it comes under the administration of its choice. Such a move would not be an unjustified inconvenience but would help to prevent the rights of the Turkish community, which is currently in the minority, from being violated, in addition to satisfying Turkey's security and avoiding a future Greek-Turkish crisis.

Turkey should determine the most appropriate for her form of partition, taking into account its economic and military interests as well as the interests of the Turkish Cypriots. Turkey must necessarily participate in the security of the region that will be granted to the Romious (Greeks) of the island, because the issue is related to its security as well as its policy in the Middle East. Greece cannot claim the same right for the Turkish region because the island is 45 n.m away from Turkey while 600 n.m from Greece.

The free movement of Turks to Cyprus should be sought. Once Turkey takes action, the total Turkish population may increase to the number of the time of the Ottoman Empire. Only then will Turkey not worry about the outcome of the referendum that will take place either to determine the whole island or its partition. 

Ismail Nihat Erim (1912 - 1980) visited Cyprus during the EOKA struggle, took part in various talks related to the Cyprus Question and in 1959 was a member of the Turkish delegation in the negotiations, which began in Zurich and reached the well-known agreements. Between 1959 and 1960 he was the head of the Turkish delegation for the drafting and elaboration of the Constitution of the Republic of Cyprus. Erim also served at the United Nations headquarters as head of the Turkish delegation. There he defended the Turkish position vis-à-vis Cyprus.

He became Prime Minister of Turkey after the 1971 coup. He was assassinated by two Revolutionary Left (Dev Sol) communists in Constantinople on July 19, 1980. His assassination was seen as revenge for decisions he took whilst Prime Minister of Turkey under the coup d’etat  for communists’ death sentences, which gave the excuse for the military coup on December 12, 1980.
The two reports, drafted in 1956, set out clear short-term, medium-term and long-term strategic goals from which the Turkish foreign policy on the Cyprus issue did not deviate.  His policy drafted in 1956 was followed by all Turkish governments of the last 61 years, which did not deviate from the basic principles, as well as the respective military leaders who, whenever called upon, provided solutions without any political interference.
According to Erim’s memoirs, on November 16, 1956, the then Prime Minister of Turkey, Adnan Menderes, proposed to the professor the position of the government's special adviser on the Cyprus issue. Although Erim was also a member of parliament for the opposition People's Republican Party, he accepted the proposal because he regarded his decision to be of a national nature.
Erim writes in his memoirs, "Menderes, during our meeting at the Prime Minister's Office, after many compliments towards myself that flattered me, gave me the following directions to work on:
1) To keep Cyprus under the current regime, i.e English colony.
2) If the British are going to leave Cyprus, the island will have to be returned to Turkey.
3) If this is not possible to materialise, we should seek to divide the island.
4) To work out the possibility of self-government (note: rather meant independence).
5) We must definitely prevent the union of Cyprus with Greece.

During our meeting, the Prime Minister said that friendly countries close to Turkey, such as Pakistan, expressed their support and advised us to base our position on strong legal foundations.

After carefully examining the files at the Ministry of Foreign Affairs, which concerned the Cyprus issue, I came to the conclusion of drafting a report in which I would present to the Prime Minister how I personally perceive the Cyprus issue and point out the need for a strong legal basis in our claims."

The first report by Nihat Erim

“In my report of 24 November 1956, which I submitted to the Government, I highlight the points which I consider to be the most important. Supporting the position of Cyprus remaining under the current regime, i.e British hands, will not find supporters in the United Nations. The trend in international relations in the post-World War II era has been dominated by the view that colonialism should be abolished. In addition, Article 73 of the Charter of the United Nations imposes on England the task of securing self-government. After all, from the beginning of the crisis, England quickly changed its attitude and accepted self-determination in the form of self-government. It is not right for Turkey, by claiming geographical, historical and strategic rights over Cyprus, to support the position that the island should remain a British colony. Supporting this first view, Turkey should give the following argument:
The sovereignty of Cyprus should remain with Britain, but it goes without saying that it must recognize the right of self-government to its people.
How and in what form this self-government must have, I will elaborate below, setting out my views on it.

Britain can only grant Cyprus to us.

This view should be supported by the Turkish government from the beginning. The geographical, historical and mainly strategic causes are logical. The importance of the island for the armed forces on land, navy and air force has been proven mainly and actively during the Suez crisis. Turkey's security, the functioning of the Baghdad Agreement (CENTO) and NATO are closely linked to who owns Cyprus.

The legal argument based on the Treaty of Lausanne sounded lacking. Article 20 of the Treaty unreservedly grants sovereignty over Cyprus to Britain. Even if it is not mentioned in Article 16 as Greece did, already with Article 20 Turkey's legal arguments have no base. Against this, one can argue a contradiction which is not easy to reject. In addition, there is another disadvantage in examining the whole matter within the framework of the Treaty of Lausanne: the Treaty cannot be revoked without the consent of the other Contracting Parties. That is, the case is not only in the hands of England, Turkey and Greece. Nevertheless, if Cyprus is given to Greece the position, in which the political and strategic balance established by the Treaty of Lausanne will be completely disrupted at the expense of our country, this position is very strong from a political point of view.  In this case, this position is of great importance. By clarifying this from the beginning, our government has acted correctly.  In fact, it is very positive that the Honourable Prime Minister told the British Ambassador on 28 June 1956 that since what is requested is the disturbing of what was created by the Treaty of Lausanne, bilateral negotiations will have to take place with Greece to discuss all the issues concerning Greek-Turkish relations (this request is being raised today). This request has subsequently been explained in a clearer manner to the British and Americans: i.e made them aware that the subjects of Western Thrace, the Greek Patriarchate of Constantinople and some Aegean islands will have to be raised. This is considered very constructive. These subjects are our best weapon against the Greeks.  Because now is the time to become clearer on these issues.

Pointing out above that the Treaty of Lausanne cannot be used from our part as a legal basis for the Cyprus issue in our favour, I do not mean to give up what we have done so far. At the 9th Session of the General Assembly of the United Nations, the British representative developed his views in accordance with the Turkish positions. Indeed, as the head of our delegation notes in a detailed report he sent to the Ministry of Foreign Affairs, this view has created a negative influence towards Greece on some Latin American countries.

Because the United Nations is not a tribunal, such manoeuvres can prove to be powerful and useful in their own right. But we must not forget the essence of the matter. The head of our delegation proposed (to seek) the opinion of various other lawyers of our country on Articles 16 and 20 of the Treaty of Lausanne. I asked the relevant officials and no such thing has been requested for the time being.
Such an opinion will certainly be useful in every way and will run ahead of the discussions that will take place in the United Nations General Assembly.
In the moral field, the most effective rebuttal to Turkey's proposal to return Cyprus to Turkey, is Self-Determination, which is a universally accepted principle with doctrinal force. Because today in Cyprus the Greeks are the majority, the obstacle that makes it completely impossible for Cyprus to return to Turkey by the United Nations General Assembly, is Self-Determination. On the other hand because Self-Determination is still not clear  as to its definition and application, it does not have the power to abandon the fate of Cyprus to the delight (that is, at the disposal) of the Greeks. It will be described in more detail in paragraph 5 below. In summary:

The return of Cyprus to Turkey is not based on legal causes, but on political ones, i.e it will not create legal, but political results. Turkey must maintain its demands until the end. It must be said that in the event that Cyprus is granted to Turkey, its people will enjoy equal rights, without distinction of religion, race or family origin.

Union of Cyprus with Greece or its return to Turkey? These are the two remote possibilities. If the status quo is not maintained, England will want to close the issue temporarily with self-government. But since the Cyprus issue has been opened, neither on the part of Greece, nor on the part of Turkey, will end with self-government. The relations of the three countries for this reason will be constantly poisoned. Finding a solution and resolving the problem in a half way agreed solution from one hand will be in line with the principles of justice but from the other hand will not constitute under present circumstances, the only politically possible outcome. It is a settlement typical of England's realism and management effort. And this half way solution is the partition of Cyprus. 

The idea of ​​partition has been discussed and studied in some secret, formal and informal negotiations between Turkey, Greece, England and America.

Belgian Foreign Minister Spaak has proposed his mediation in this regard. According to information from the file study, Greece is considering leaving a narrow corridor to Turkey to the north of the island. In a line drawn from north to south, British Undersecretary of State Sir Ivone Kirkpatrick wanted to divide the island from the east and give the east to Greece and the west to Turkey. The Honourable Prime Minister (Menderes) told him that his idea is to demand a bifurcation. He raised the issue with the American General Helms (Richard McGarrah Helms who later served under President Johnson and Nixon as head of the CIA 1966-1973-  born 1913-died 2002)  who came here as Dulles’ representative, in extremely cautious language and as if it were likely to happen. The partition of Cyprus, basically, between Greece and Turkey, perhaps even with the concession to England of an area for military bases (note by Chr. Iacovou -  which materialised under the Treaty of London), means the application of the principle of self-determination in a fair manner. And here's why:
We can say that the population of Cyprus consists of 481,000 Orthodox Christian Greek-speakers and 100,000 thousand Turkish Muslims. The total of the other elements amounts to 10,000. As a result, there live in Cyprus intermingled two different communities, two different entities.  When there is a normal division, each of these two distinct communities will probably prefer the sovereignty of the state which it considers to be its Motherland. That is, both the Greek community and the Turkish community will make free use of their right to self-determination. In this way, it will not necessarily be placed under the sovereignty of a state or a minority, which is a completely separate entity and to which the state owes to it, simply because it is the will of the majority.

At the Lausanne Treaty Venizelos rejected the Turkish proposal
for a referendum in Western Thrace, on the pretext that the region in question is not homogeneous but heterogeneous, i.e its population is mixed. In this respect, Cyprus is similar to Western Thrace. If today the   mentality of the United Nations allows it, the implementation of the position supported by Venizelos in Lausanne will lead to the annexation of Cyprus to Turkey without a referendum. But today it seems impossible to impose a solution that is contrary to the principle of self-determination.
Therefore, we must maintain self-determination till the end and safeguard justice. The question will be asked separately in the two communities, and for those who will remain in the Greek region of Cyprus will be:

1. Independence?
2. Union with Greece?
3. Acceptance of the British administration?
4. Do you want anything else?

The Turks of the Turkish region will be asked the same questions, with the modification of the second question. In this way the theoretical principle of self-determination finds its most advanced practical application.

The various problems that will arise from partition again can be resolved with a more liberal and broad spirit. We can say that in the event that such a proposal were submitted to the United Nations General Assembly and provided that it had the direct support of the countries concerned, it could be fully accepted. Otherwise, it will again be possible to resolve the problem by consultation between the States concerned. Greece may not approach direct partition. There are irrefutable allegations against this.
The principle of self-determination will be applied through the gathering of all Greeks in the same area that will ensure their living under the administration of their choice. An exchange of populations is inevitable, which carried out on a small scale and proportionally at close range, will preserve the same environment and the same climatic conditions. It does not constitute an unnecessary inconvenience or movement of a portion of people in order not to violate the right to self-determination of the Turkish community, which today is a minority, in order to secure the possibilities of defending the security of Turkey and to eliminate a brewing crisis, which in the future can cause suffering for the same reason.  Mainly, if one takes into account that the proposed relocation of the populations will be done with the current technical means and the existing amenities.

The idea of ​​the partition of Cyprus is supported by the legal and humanitarian principle of self-determination. The political expediency that supports this plan, is the need to place the island's military power in solid and superior hands, in defence of the interests and security of Turkey, the Baghdad Pact (later CENTO) and NATO. 

Taking into account the possibility that our proposal for the partition of Cyprus is accepted, Turkey should henceforth determine through its competent officials, which form of partition will be more suitable for it, taking into account its military, economic and Turkish interests and  the interests of the Turkish population in Cyprus. Turkey should also participate in the security of the region that will be granted to the Greeks of Cyprus, because it will be related to the security of Turkey and the Near East. The same right cannot be demanded by Greece, for the Turkish region, because the island is 45 miles from Anatolia, while 600 from Piraeus”.

The report then refers to the draft constitution prepared by Lord Radcliffe, which, as announced on 13 November 1956, had already been submitted to the British Government. Erim comments:

"The constitution has been drafted by Radcliffe to ensure self-government. After all, the interrupted negotiations between Archbishop Makarios and the Governor of Cyprus, General Sir John Harding, revolved around this issue. The British government has openly stated that after a certain period of time it will give the opportunity for self-determination. It may not seem reprehensible that the constitution will not include a provision that would clearly recognise the right of the Turkish community to self-determination. However this must be foreseen by taking the following measures:

a)As our Government repeatedly states from the beginning the first condition for self-government is the cessation of terrorism by the Greeks.   No matter what a year of peaceful time must elapse before self-government can be put into force.

b) The fact that no talks are taking place with the participation of the representative of the Turkish community is contrary to Article 73 of the Charter of the United Nations.
c) A committee consisting of representatives of Turkey, England and Greece must supervise the implementation of the status of self-government.
d) We must insist that the status of self-determination must include the free repatriation of Turks from abroad to Cyprus - this of course will apply to the Greeks as well. If during the examination of the issue it is found that the granting of this right will increase the Turkish more than the Greek population of Cyprus, we must insist on this.
e) This right is very important for the future referendum for self-determination. During the referendum that will take place after 10 years and provided we behave cautiously, taking the necessary measures, the total number of Turks can increase to the percentage similar to that during the Ottoman rule.
Then we will not worry about the referendum that will be held for the purpose of either determining the fate of the whole island, or partition.  For the constitution of self-government, we can benefit from the report prepared by the Institute of International Relations of the School of Political Science ".

Nihat Erim explains Turkey's strategic interests:

“What Turkey will never accept is the opening of the road for the annexation of the island to Greece under the pretext of providing the people of Cyprus with the right to self-determination. The proximity of Cyprus to our homeland is so obvious, both materially and spiritually, that the abandonment of the island to Greece under the pretext of  the implementation of self-determination, constitutes disregard, even shock, of the vital need for the security of Turkey which today has  25,000,000 (1956), in the near future it will have 30 – 40,000,000 million population. 

In order to prevent something like this, it is advisable to take the following political measures: To suggest to our allies and friends primarily to the Americans the following points:

The abandonment of Cyprus to Greece or a change in the current regime of Megalonisos, without the prior approval and consent of Turkey, will require the necessity of the revision of the Treaty of Lausanne in terms of relations with the Greeks. Because the Anatolian defence will become more difficult, a re-examination will be required of all of our international obligations and a reassessment of our military endurance.

Regarding the clarification of the principles that should govern the future of Cyprus:
a) There is no rule of positive international law that requires the absolute abandonment of the fate of the island to the will of the Greeks, who today constitute the majority. The majority on the island in history and at times belonged sometimes to the Turks, sometimes to the Greeks. For the last 50 to 60 years, because the Greeks were protected and because the Turks were wronged, they felt the need to leave the island in large numbers. If rights are recognized, the Turkish community can expand rapidly, and it must expand.
b) Self-determination is an ideal principle. It has been included in an unambiguous and confusing way among the purposes and principles of the Charter of the United Nations (Article I par. II). In the section of the same map which refers to the colonies (art. 73, par. B), self-government is mentioned, but self-determination is not mentioned. For self-government, in fact, the following term has been added: (in English it is referred: Particular circumstances of each territory): the special conditions of each country must be taken into account.  In Cyprus on top  of the special conditions comes  the existence of two different peoples.

The population consists of two different communities. If the Turkish community surrenders to the will of the Greek (Ρωμαϊκής) community, which currently is in the majority, and is placed under the rule of a government it does not want, it is contrary to the special conditions.
After all, the fact that the country (i.e the Territory) is very close to Turkey and is vital for our security constitutes a special condition which no one can overlook, and which must be taken into account in order to enable the application of Article 73.

Because Cyprus is considered a place where only self-government is considered within the provisions of Chapter II of the Charter of the United Nations, if we remain faithful to the text of the Charter, the United Nations General Assembly is not induced to recognize self-determination to the island. If such a thing is sought, then it will be contrary to the said map. Because according to the Charter of the United Nations, self-determination, i.e independence, is reserved for countries under guardianship (Chapter 12, number 76b).
The Charter of the United Nations can be applied exclusively to self-government. In this case, however, the conditions provided for in Article 73 (b) must be calculated. Article 76 cannot be applied in Cyprus. And this because the latter is not under guardianship. 

Even more so as both Articles73 and 76 set the following clear term: (Particular circumstances of each territory and its people), (Each territory and its peoples). We must pay close attention to this expression. Articles 73 and 76 of the Charter of the United Nations refer to each country (territory) that is, in the singular, and to its "peoples", which means that it provided for the possibility of more than one “nation” (people) to live in that country and recognized a separate self-government or self-determination for them. If for each country it envisaged only one community, only one people, then it would use the expression (territory and its people) instead of the expression (territory and its peoples). It is well known that every word and every point of a basic text such as the Charter of the United Nations has been defined after very long discussions. The word "peoples" has not been coined by accident. After all, initially while in the wording of Article 76 the word (people) was singular (minutes of the San Franscico Conference (of 1945) vol. 10, page 453), following an American proposal it was changed to plural (peoples) (page 514). Consequently, what can be asked from the General Assembly of the United Nations is self-government and not self-determination. However whatever principle is applied, because the Turkish population of the island (people) is a whole separate unit (entity), the attempt to drag it back behind the Greek majority (Ρωμιούς) is contrary to the article of the Charter of the United Nations.

From the files and documents presented to me, which refer to the discussions and contacts so far, I did not find any indication that the Turkish representatives have studied the United Nations Charter in this regard. It is proposed to your Excellency, that these simple legal observations regarding Articles 73 and 76 should be taken into account by our Representatives at the United Nations Delegation.

The United Nations Commission for Human Rights discussed the item of self-determination. There have been profound differences of opinion between the delegations. It has been said that the application of Articles 73 and 76 necessitate the application of certain practical conditions. A clarification/description was requested of the terms of a Nation and the People.

Prior clarification and interpretation by the General Assembly on certain issues is required before Articles 73 and 76. So far no action has been taken. The authors recommend that we are very cautious in applying these two concepts and point out different disadvantages, different points of view. In summary: The above-mentioned principle has acquired practical legal significance and has not taken on the status of a positive rule of law. As an ideal principle, moral value prevalent in the world is an unquestionable and sacred concept sought by states to use  as a weapon in the service of their political antics.

When the subject becomes the subject of international debate, it is not useless to ask this question: Can the right to self-determination be accepted at all times and everywhere so that a people of a non-homogeneous country can relinquish their political independence and freedom to another state?  If this is a rule, then there are situations that are exceptionally falsified. Austria after the first and second world war  has been deprived of the legal capacity to unite with Germany. There are reasons that come to mind for Austria and many more as regards to Cyprus. When a powerful nation and state of 8-10 million situated in the middle of Europe and whose population in its entirety speak German and is considered to be of German origin, is bound by such falsification, they -the non Greek (Ρωμαϊκά στοιχεία) elements in the “huge” island of Cyprus may be deprived of their independence, because that is the wish of the provisional majority.

This view must not be overlooked against the desire for Union. Various other international examples can easily be added. Although this issue is clear, if self-government or self-determination is implemented in Cyprus in a manner we do not want, for reasons related to the political antics of the Greeks at the United Nations and the well-known rifts between its members, ιf possible the views expressed above in respect of Articles 73 and 76 could be added by way of a clause of reservation as to the rejection of the decision so that we do not reject the decision.

These first observations and thoughts I submit  to your Excellency with my respect. Political assessment rests with your Excellency.

November 24, 1956
Professor Nihat Erim”

The second report (excerpt)

According to Erim’s memoirs, the first report aroused great interest, both for the Prime Minister and the President of the country, Celâl Bayar, as it was the first time that Turkish diplomacy had in front of it a complete plan for the promotion of its interests in Cyprus.  He states: "The first report provoked a change in the government in terms of the legal basis on which our policy on the Cyprus issue should be based, as later expressed by Menderes himself. The government adopted the report and asked me to participate in the next phases of the development of the issue ".

On December 19, 1956, Lord Radcliffe's constitutional proposals for the Cyprus issue were submitted as part of the British proposal for self-government. Following Radcliff’s proposals, the Turkish government requested a second report from Nihat Erim, which included the Turkish positions on the proposals. On December 22, 1956, Erim sent his second report to Prime Minister Adnan Menderes. Its main points were the following:
"We should not forget even temporarily that the objective of the Greeks of Cyprus and Greece, whom they call Mother - Homeland, is the Union and will consider the proposals (meaning the British) as a stage to achieve their goal. It is very difficult to get this aim out of their minds. That is why we must look for new forms of solution in order to have peace on the island. For the security of Turkey, also for the security of the Baghdad Agreement (CENTO) and for the security of NATO, Cyprus holds a geographical position that should not be overlooked by anyone. Today they say the island is inhabited by 380 thousand Greeks, 100 thousand Turks and 20 thousand English and Maronites. In the past, the composition of the population was different than it is today. In 1877 the Turks on the island were more than the Greeks. Consequently, the current analogy cannot be valid forever and thus no one can argue that the population will remain unchanged and that this is a cause for political claims.
Therefore, because at some point in time and in the course of history, one population compared to the other was one hundred or two hundred thousand larger, there is no constant reason to permanently determine the fate of a large island such as Cyprus. Especially considering that such an island could pose an extremely high risk to the security of a state of 25 million people such as Turkey. It is an inevitable necessity to compare the 380 thousand not with the 100 thousand, but with the 25 million. With these thoughts in mind, we have tried to make it clear that, even if no apparent reason existed, the Radcliffe plan, does not enable us to reach a final solution on the part of the Turkish Cypriots and Turkey.

………………… 
Turkey should insist that the same right for self-determination should be granted to the Turkish Cypriots just as to the Greek Cypriots. It is not possible to call for a joint referendum of  two different communities that are neither homogeneous nor in solidarity, as if they were a single community. One community cannot and does not have the right to seduce the other. ………………….
Furthermore, Cyprus, in terms of the defence of, is a platform for attack, which can prove to be extremely dangerous. On the other hand, one cannot imagine a similar danger to Greece from Cyprus. How can one overlook this? It cannot fit into any political or legal perception. If we abandon Cyprus, it is very likely that the island will play a vital role in determining the fate of 25 million Turks, in one or the other system of government, as demanded by the Greek majority, in other words because 380 thousand people asked for it against 25 million.

In addition, the Treaty of Lausanne has created a fragile balance between Turkey and Greece, based on a general resolve of differences. In case Cyprus is abandoned to the desire of the Greek inhabitants of the island, this balance can be upset. 
……………… 

In order to ensure a solution as stated at the beginning of the report, i.e the achievement of the annexation of Cyprus to Turkey or, if this is not achieved, the partition of Cyprus, we must also insist on the following elements, as a preparatory stage (Erim meant partition):

1. There must be provision in the Radcliffe constitution in which the Turks and the Greeks (Ρωμιοί), and the British if they so wish, are free to come from abroad and settle on the island.
2. It is argued by some that the majority of land ownership in Cyprus belongs to the Turks. We need to get a complete picture of this.
3. A demographic map must be drawn up which determines the number of Turks on the island as they are distributed in each town, and village.
4. We must gather the best possible information about the Cypriots of Turkey and in general all those outside Cyprus (here Erim was thinking of bringing settlers to the island to increase the Turkish population.)

The evaluation of this report belongs to Your Excellency.

December 22, 1956

Professor Nihat Erim”

Conclusion

With the creation of the independent Cypriot state, Turkey, through the constitution, managed to transform and legitimize the Turkish minority as a community and through the veto of the vice-president equated it with the Greek majority. In addition, through the treaty of Guarantee and the treaty of Alliance, Turkey succeeded in excluding the Union of Cyprus with Greece, succeeded in becoming (Turkey) one of the guarantor forces of the Republic of Cyprus, (succeeded) in having a permanent military detachment on the island, to participate through the tripartite headquarters in Cyprus in the planning and defence of Cyprus and to secure the so-called "invading right" of the guarantor powers.

In 1974, Turkey implemented the third pillar of the Nihat Erim’s report, namely the use of force to impose geographical segregation and the simultaneous movement of populations. Ever since, Turkey systematically followed a coercive strategy: 
a) strengthening its position by creating legal basis, (e.g. attempting to legitimize its presence in Cyprus, either by recognition of the pseudo-state or by creating a Turkish Cypriot state in the north, which Turkey aims to control even after the solution by controlling the Turkish Cypriot political elite), 
b) Turkey weakens the Republic of Cyprus by undermining its legal foundations (e.g. by the constant challenges Ankara raises against the legitimacy of the Republic of Cyprus and at times to its choices to exercise its legal rights for the defence of the country),
 c) Turkey forces Cyprus to retreat under the threat of war (e.g. the S300 crisis, where it achieved to impose its will on the final decision of the Republic of Cyprus threatening to use armed force) and 
d) through psychological warfare Turkey managed to impose the perception on the Greek side that the cost of war ​​will be small for Turkey because the weak party (Cyprus) is not in a position to raise real resistance (e.g. Greece and Cyprus, following 1974 failed to establish a strong doctrine of strategic deterrent against Turkish aggression).

In conclusion, and although this report was drafted in 1956, linking for Turkish diplomacy the management of the Cyprus issue with the security of Turkey and its geostrategic aspirations in the Eastern Mediterranean, 61 years after, remains topical and a document of great strategic importance, due to the consistency and stability with which the Turkish governments have followed it.

By placing this document of high strategy in a historical perspective of what took place in Cyprus from 1956 onwards, one can see that the characteristics of the Turkish strategy over the Cyprus issue were and remain the active support of its objectives, its coherence and efficiency. 

Given the reality that Turkey has imposed on the island since 1974, it is now making it clear to international mediators that there are some limits within which it can make some "concessions", since it is negotiating from a position of power. This for the international mediators is a reality, which dictates the presentation of clearly more favourable plans for Turkey. And at the same time an attempt for Turkish strategy to implement the fifth pillar of the Nihat Erim’s report, i.e the solution within which the security system of the country will emerge will be controlled by Turkey.

Translated from Greek (by Christos Iacovou) to English to the best of my ability, as requested by Mr. Costas N. Hadjicostis of “Simerini”. 

Fanoulla Argyrou Researcher/journalist/author 
London

March 2022  


ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
×