.jpg)
Τα Φάρασα (τουρκικά: Çamlıca) είναι χωριό στην Επαρχία Καισάρειας της Τουρκίας, με πληθυσμό 411 κατοίκους.[2] Βρίσκεται 89 χλμ νότια της Καισάρειας και 103 χλμ βόρεια των Αδάνων, στις βορειοανατολικές πλαγιές ανώνυμου όρους του Αλά-ντάγ και στις όχθες του ποταμού Ζαμάντι γνωστός στα ελληνικά ως Καρμαλάς.
Πριν την Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε, τα Φάρασα ήταν σχεδόν αμιγώς ελληνόφωνο χριστιανικό χωριό και το κεντρικό κεφαλοχώρι μιας ευρείας περιφέρειας της Ν.Α. Καππαδοκίας.
Τοποθεσία και ιστορία
Το χωριό του Βαρασού είναι κτισμένο στο βάθος μιας μεγάλης και βαθιάς χαράδρας που χωρίζει τον Ταύρο από τον Αντίταυρο, πάνω στην ράχη και τις πλαγιές λοφίσκου, η νότια άκρη του οποίου καταλήγει σε δύο απόκρημνους και απότομους βράχους που οι ρίζες τους αποτελούν μέρος της δεξιάς όχθης του ποταμού Ζαμάντη. Τα βράχια και τα βουνά ολόγυρα από την βαθιά αυτή χαράδρα είναι απόκρημνα αφήνοντας μόνο έξι σημεία εισόδου, έτσι ώστε το μέρος να αποτελεί φυσικό οχυρό και ασφαλές καταφύγιο στις διάφορες επιδρομές. Πάνω στον αριστερό βράχο και στην άκρη του που είναι προς το ποτάμι ήταν κτισμένος ο «Γαλάς» (κάστρο) του χωριού. Ο Βαρασός αναγάγει την αρχή του στα προχριστιανικά χρόνια και πρέπει ο αρχαίος οικισμός να ήταν μέσα στον χώρο του κάστρου και γύρω απ’ αυτό. Κατά την φαρασιώτικη παράδοση, σε άγνωστη χρονικά εποχή μουσουλμάνοι επιδρομείς Άραβες ή Τούρκοι με αρχηγό κάποιον Γήραλη κυρίευσαν την περιοχή. Τότε όσοι από τους κατοίκους πρόλαβαν κρύφτηκαν στα δάση και τις σπηλιές των γύρω βουνών για να γλιτώσουν, οι υπόλοιποι είτε σφαγιάστηκαν, είτε πάρθηκαν σκλάβοι, ενώ οι κατακτητές γκρέμισαν τα χωριά και τους οικισμούς, τους ναούς και τα μοναστήρια και φυσικά και τα κάστρα που αποτελούσαν το καταφύγιο των κατοίκων και προστάτευαν την περιοχή. Όσοι από τους κατοίκους γλίτωσαν μαζί με αυτούς από τα υπόλοιπα χωριά αλλά και άλλους προερχόμενους από γειτονικές περιοχές και την νοτιότερη Κιλικία, μετά το πέρασμα του κινδύνου μαζεύτηκαν και ξαναέχτισαν τον Βαρασό εγκαταλείποντας τις προηγούμενες εστίες τους.
Η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου έγινε λόγω του δυσπρόσιτου και φυσικού οχυρού του τόπου με τις ελάχιστες ελεγχόμενες διαβάσεις προς αυτόν. Το χτίσιμο του νέου οικισμού έγινε στον χώρο κάτω από το παλαιό κεντρικό κάστρο και πάνω στις γκρεμισμένες εξωτερικές ζώνες του και έξω απ’ αυτές, κόβοντας το «πιτένι» (πευκοδάσος) που βρισκόταν ολόγυρα. Μάλιστα κατά την παράδοση αρκετά σπίτια είχαν στύλους από αυτά τα πεύκα μαζί με τις ρίζες τους έως και την Ανταλλαγή. Σύμφωνα με μαρτυρίες φαίνεται ότι οι ντόπιοι κάτοικοι πρέπει να έχτισαν τα σπίτια τους στον «Κάτου Μεχά» (Κάτω μαχαλά) που είναι κάτω και γύρω από το παλιό κάστρο και αυτοί που ήρθαν αργότερα από τα υπόλοιπα χωριά και οικισμούς έχτισαν τα σπίτια τους στον «Πάνου Μεχά» (Πάνω μαχαλά). Με το πέρασμα του χρόνου και όταν ηρέμησαν αρκετά τα πράγματα και σταμάτησαν οι επιδρομές και οι λεηλασίες, επειδή ο πληθυσμός είχε αυξηθεί και η περιοχή που είναι ορεινή δεν μπορούσε να τον θρέψει αρκετά, αλλά και επειδή τα μεγάλα σιδηροπαραγωγικά ορυχεία βρισκόντουσαν σε τοποθεσίες μακριά από τον Βαρασό, άρχισε σιγά-σιγά η μετακίνηση του πληθυσμού στις παλιές τοποθεσίες που υπήρχαν πριν χωριά ή είχαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις ή ήταν κοντά σε κάποια σημαντική φλέβα μεταλλεύματος. Έτσι δημιουργήθηκαν τα υπόλοιπα έξι ελληνόφωνα φαρασιώτικα χωριά Αφσάρι, Κίσκα, Σατής, Τσουχούρι, Φκώσι και Ξουρδζάιδι.[3]
Διοικητικά ήταν μουχταρλίκι και υπάγονταν στο μουδουρλίκι του Γιαχιαλί (Αχγιαβούδες), στο μουτεσαριφλίκι της Καισάρειας και στο βαλελίκι της Άγκυρας, ενώ εκκλησιαστικά ανήκε στην μητρόπολη Καισάρειας. Η οικονομία του παλαιότερα στηριζόταν στην εξόρυξη, επεξεργασία και το εμπόριο του σιδήρου, αργότερα όμως με το κλείσιμο των ορυχείων οι εναπομείναντες κάτοικοι στράφηκαν στην γεωργία, το εμπόριο, την εξάσκηση διαφόρων τεχνών σαν γυρολόγοι και την οικιακή κτηνοτροφία και μελισσοκομία. Επίσης μετανάστευαν κυρίως εποχιακά στα Άδανα και το Σίς όπου και απασχολούνταν σε γεωργικές εργασίες για την συμπλήρωση του οικογενειακού εισοδήματος.
Ήταν το κεντρικό κεφαλοχώρι μιας ευρείας περιφέρειας της Ν.Α. Καππαδοκίας που εκτείνονταν πάνω στις οροσειρές και τα υψίπεδα των Ταύρου και Αντίταυρου. Από το κεφαλοχώρι αυτό του Βαρασού (Φάρασα) το οποίο αναφέρεται ως μεγάλη κωμόπολη ήδη κατά τον 17ο αιώνα στην μεγάλη τουρκική Γεωγραφία Τζιχαννουμά, πήρε και ολόκληρη αυτή η ευρεία περιφέρεια την ονομασία της. Σε αυτήν περιλαμβάνονταν χωριά και οικισμοί ελληνικά, τούρκικα, αρμένικα, φαρσάχικα (κουρδικά), τσερκέζικα, τουρκομάνικα, περπέρικα (αλλαξοπίστων Αρμενίων) και αφσάρικα.
Οι υπόλοιπες κοινότητες των Φαράσων τις οποίες το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών χαρακτηρίζει ως «Αποικίες Φαράσων» ήταν: το Αφσάρι (τουρκ. Avsar-koy) Αφσάρι, η Κίσκα (τουρκ. Kiske, η αρχαία Κισκισσός), ο Σατής ή το Σατί (τουρκ. Sati), το Τζουχούρι ή Τσουχούρι (τουρκ. Cuhur-koy ή Cuhur-yurt) Τσουχούρι, το Φκώσι ή Γαρσατί (τουρκ. Pos-gara-koy ή Gara-tepe ή Mansurlu, η αρχαία Γαρσανδός) Φκώσι και το Ξουρδζάιδι (τουρκ. Gara-koy) Ξουρδζάιδι το οποίο εγκαταλείφθηκε κατά το 1875. Οι κοινότητες αυτές μιλούσαν μια ελληνοκαππαδοκική διάλεκτο που την ονόμαζαν «βαρασώτ’κα» ή «ρωμά’κα». Στα Φάρασα ανήκαν επίσης και τα τουρκόφωνα χωριά: Γαριπτσάς ή Κουρούμζα (τουρκ. Curumze) Κουρούμζα, Ταστσί (τουρκ. Tasci), Χοστσά, Μπεσκαρντάς (τουρκ. Besgardas) και Παχδζαδζούχι που είχαν ελληνικό κυρίως πληθυσμό. Επίσης και οι οικισμοί Κοτσχισάρ (Kochisar), Κίρσεχιρ (Kirsehir) και Τσαϊρλίκ (Cerlik). Η τοπική παράδοση αναγνωρίζει την ύπαρξη στην περιοχή και αρκετών μουσουλμανικών χωριών [Παραζυέμη, Άνου και Κάτου Τελέλτες (Ντελέλοι), Τζαχηρού (ή Τσαχηρού), Γιαχιαλί (Αγχιαβούδες) κ.α.], οι κάτοικοι των οποίων ήταν Έλληνες οι οποίοι αλλαξοπίστησαν κατά διάφορες περιόδους για να γλιτώσουν την ζωή και την περιουσία τους, με τελευταία περίοδο το 1821 περίπου.
Μετά τη διάλυση της Κουρδικής δυναστείας του Κοζάν όπου ανήκε και η φαρασιώτικη περιφέρεια και η οποία διήρκεσε από το 1553 έως το 1876 περίπου, η περιφέρεια των Φαράσων προσαρτήθηκε διοικητικά στο νομό των Αδάνων εκτός του Βαρασού που υπαγόταν στην Καισάρεια, αλλά εκκλησιαστικά όλα τα χωριά εξακολουθούσαν να υπάγονται στην Αρχιεπισκοπή Καισαρείας.
Το 1924 οι κάτοικοι του χωριού αριθμούσαν σε 583 (204 οικογένειες), οι περισσότεροι Έλληνες της Καππαδοκίας αλλά και ελάχιστοι Τούρκοι (17 άτομα - 3 οικογένειες), όμως μετά την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμού οι Έλληνες κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό και τα σπίτια τους δόθηκαν σε τουρκικές οικογένειες.
Σημειώσεις:1. data.tuik.gov.tr/Bulten/Index?p=Adrese-Dayali-Nufus-Kayit-Sistemi-Sonuclari-2021-45500.2. «[YerelNET] ÇAMLICA KÖYÜ». www.yerelnet.org.tr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2015.3. Θεοδωρίδη Θεόδωρου πρωτοπρεσβυτέρου, «ΒΑΡΑΣΩΤΙΚΑ ΤΡΑΓΩΔΕ», Αθήνα 1988, σελ. 6.4. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2015.
Πηγή:
el.wikipedia.org
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΦΑΡΑΣΣΙΩΤΩΝ
Οι Φαρασσιώτες πληθυσμοί νομαδικοί κατοικούσαν στα μέρη της Καππαδοκίας, και συγκεκριμένα στις οροσειρές του Ταύρου και του Αντίταυρου.Πριν από αιώνες οι Φαρασσιώτες ήταν κάτοικοι των σπηλαίων πόλεων, δηλαδή ζούσαν κάτω από το έδαφος με διαμορφωμένους κατάλληλους χώρους για την καθημερινή τους επιβίωση.Την ημέρα εργαζόταν πάνω από την γη καλλιεργούσαν διάφορες σοδιές και τα βράδια μένανε και πορευόταν κάτω εις τις κατοικίες τους που ήταν έτσι διαμορφωμένες κατάλληλες, με χώρους δωματίων, συγκεντρώσεων αποθηκευτικούς, τουαλέτες, χώροι για τα ζώα και τις αποθήκες για να τρώνε και να ζουν χωρίς κανένα πρόβλημα.Εδώ είναι άξιο να πούμε ότι οι χώροι αυτοί πολλές φορές έφθαναν και τα εβδομήντα μέτρα κάτω από την γη, ανάλογα με τα άτομα που κατοικούσαν στο χωριό.Σημασία έχει ότι είτε στο ένα μέτρο βρισκόσουν είτε στα εβδομήντα το οξυγόνο που υπήρχε μέσα ήταν παντού το ίδιο, δεν αισθάνεσαι καθόλου ότι βρίσκεσαι κάτω από την γη και σε τέτοιο βάθος.Μέσα στις πόλις είχαν πηγάδια για να παίρνουν νερό για της ανάγκες τους και παράλληλα με αγωγούς που είχαν κατασκευασμένους τα πηγάδια έδιναν οξυγόνο στους κατοικήσιμους χώρους.Βέβαια είναι άξιο απορίας πως πριν από χιλιάδες χρόνια υπήρχε αυτή η φιλοσοφία και αυτή η τεχνική ώστε να κατασκευάζονται τέτοιου είδους χωριά ή πολιτείες, να επικοινωνούν μεταξύ τους με διαδρόμους από σπίτι σε σπίτι.Υπήρχαν διάδρομοι που κατέβαιναν και άλλοι πάλι που ανέβαιναν μόνο κάπου, κάπου υπήρχαν μέρη που οι διάδρομοι αυτοί συναντιόταν μεταξύ τους.Φανταστείτε τώρα κάποιος να ήθελε να πάει να δει κάποιον από τον πρώτο όροφο στον τελευταίο που ήταν στα εβδομήντα μέτρα.Πρέπει να κάνω μια διευκρίνιση ως προς τους ορόφους τους σημερινούς με τους ορόφους των υπόγειων πόλεων.Σήμερα ο πρώτος όροφος είναι στην γη, και ο τελευταίος προς τον ουρανό.Αντίθετα τον καιρό εκείνο ξεκινούσε ο πρώτος από την γη και πήγαινε προς τα κάτω, είκοσι τριάντα, ως και τα εβδομήντα μέτρα πολλές φορές σύμφωνα με τις καταγραφές των υπογείων πόλεων.Οι ασχολίες των Φαρασσιωτών ανά τους αιώνες ήταν διάφορες και πολλές. Υπήρχαν πολλά μεταλλεία στην περιοχή, και πολλοί εργαζόταν σαν μεταλλωρύχοι.

Kαλλιεργούσαν την γη και έβγαζαν διάφορες παραγωγές όπως σιτηρά και είχαν πολλά αμπέλια, έκαναν πολλά είδη τροφίμων τους, όπως το πετμέζι, το αποθήκευαν για τον χειμώνα, έκαναν πολλά και καλά κρασιά, στη φωτογραφία 1 φένεται πώς δούλευαν τα σταφύλια για να βγάλουν τα κρασιά, τρύγιζαν τα κουβαλούσαν με τα κάρα και τα άδειαζαν από μια τρύπα στο πατητήρι (2) από εκεί γέμιζαν το χυμό σε πήλινα πιθάρια (3) και από κάτω όπως (4) γινόταν η επεξεργασία, κάνανε το πετμέζι, και μετά όπως στο (5) γινόταν το στράγγισμα, κατόπιν το έβαζαν στην αποθήκη να γίνει κρασί ή έβγαζαν τσίπουρο, το μετάβραζαν και το έκαναν σαν οινόπνευμα, να το χρησιμοποιούν για ποτό, και το χρησιμοποιούσαν για εντριβές, σε πληγές για καυτηριασμούς και άλλα.Στο (6) διαμέρισμα φαίνεται ένας στάβλος με τα ζώα, ακριβώς από κάτω στο (7) το παιδικό δωμάτιο, για να είναι ζεστό από τα χνώτα των ζώων.Κάτω από την αποθήκη συνήθως ήταν οι διάδρομοι (8) για δημιουργείται ρεύμα, για να κρατούν τα πράγματά τους δροσερά.Οι Φαρασσιώτες στο γενικό σύνολο λόγω της ιδιομορφίας να ζουν κάτω από την γη, ήταν από τις πρώτες γενιές που ασχοληθήκαν με τα μέταλλα, σχεδόν όλοι ήταν και μεταλλωρύχοι.Τα υψώματα του Ταύρου και του Αντίταυρου που κατοικούσαν είχαν τα περισσότερα και μεγαλύτερα μεταλλεία της περιοχής.Παράδειγμα τα μεταλλεία της Αρχαίας Κισκισός, ήταν γνωστά από αρχαιοτάτων χρόνων, όλοι οι αρχηγοί και Βασιλείς τις πανοπλίες τους της έκαναν από το μπακίρι της σημερινής Κίσκας των Φαράσσων.Ο Φαρασσιώτικος λαός, προ υπήρχε στα μέρη αυτά και δεν είναι μετανάστες που έχουν έρθει από άλλα μέρη. Κατά καιρούς Βέβαια πέρασαν λαοί πολλοί, κάποιοι σαν μετανάστες, άλλοι σαν κατακτητές έκαναν επιδρομές λόγω των μεταλλευμάτων που υπήρχαν στην περιοχή, αλλά, και γιατί υπήρχε το πέρασμα, ο δρόμος των καραβανιών, από την μεγάλη Ασία, προς την Μικρά Ασία.Συγκατοίκησαν, με πολλούς λαούς, υπόφεραν, πιέστηκαν, πολλοί έχασαν και την ζωή τους, θανατώθηκαν, αλλά δεν έχασαν την ταυτότητά τους κράτησαν το Φαρασσιώτικο στοιχείο, με το πανάρχαιο γλωσσικό ιδίωμα των αρχαίων Ελλήνων, είναι από τους πιο παλαιούς λαούς που κατοικούσαν στην περιοχή των Φαράσσων Καππαδοκίας.

Υπήρχαν λαοί πολλοί Φιλέλληνες όπως οι αρχαίοι Χετταίοι που συγκατοίκησαν με το Φαρασσιώτικο στοιχείο αλλά ζούσαν σαν αδέλφια, και πολλές φορές στήριζαν και υποστήριζαν τους Φαρασσιώτες, και οι Φαρασσιώτες αυτούς.Μετά από χρόνια συγκατοίκησης αφομοιωθήκαν με τους Φαρασσιώτες και κρατούσαν και από κοινού τα ήθη έθιμα, όπως το Φαρασσιώτικο δρώμενο με την αρπαγή της κόρης της Δήμητρας, Περσεφόνη.Ακόμα είχαν πολλά κοινά σημεία.Οι Φαρασσιώτες παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με των αρχαίο πληθυσμό των «ΧΕΤΤΑΙΩΝ», που κατοικούσαν στην Καππαδοκία.Δημιουργούσαν λατρείες προς τιμήν της Θεάς ΜΑ και του ΜΗΝ και πολύ συχνά τελετουργούσαν και πυροβατούσαν ιερείς στον Ναό της Περασίας ή Φερασίας Αρτέμιδος που υπήρχε λίγο πιο πάνω από το χωριό του Βαρασσού κοντά στο αρχαίο χωριό «ΠΑΡΣΣΑ».Πάνω στα θεμέλια του ναού αυτού, τα χριστιανικά χρόνια χτίστηκε ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου με στραμμένο το ιερό προς τον βορρά.Ίσως κατά το έθιμο της πυροβασίας των ιερέων, κρατούν και τώρα οι πυροβάτες την εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου κατά το έθιμο της πυροβασίας. Άλλες ομοιότητες είναι: 1) Το Καππαδόκικο γλωσσικό ιδίωμα των Φαράσσων που προέρχεται από την αρχαία ελληνική γλώσσα με πάρα πολλές λέξεις, που φανερώνει την αρχαιότητα του Έλληνα Φαρασσιώτη .

2) Το γεγονός το ότι οι πρώτοι κάτοικοι, οι πρόγονοι τους, ήταν κάτοικοι των σπηλαίων δημιουργώντας χωριά κάτω από το έδαφος.3) Την λατρεία τους προς την θεά Δήμητρα, την Θεά (ΜΑ) όπως την έλεγαν, «ΜΑ την έλεγαν και οι Χετταίοι».4) Ίσως επειδή ο ρόλος της μάνας έχει σχέση με την γονιμότητα και η θεά Δήμητρα ήταν θεά της γονιμότητας, έλεγαν και την μαμά ΜΑ.Εϊ Τατά Σεϊ Τατά «Εϊ Πατέρα λυπήσουμε» Φώναζε και σπάραζε στο κλάμα η Θεά Δήμητρα παρακαλώντας τον Δία και δείχνοντας με τις κινήσεις των χεριών της το σημείο της καρδιάς της.5) Μόνο στα Φάρασσα κρατούν το πατροπαράδοτο γεγονός που συνέβη στην Θεά Δήμητρα και την κόρη της Περσεφόνη.6) Ακόμα και σήμερα στης Φαρασσιώτικες παραδόσεις χορεύουν τον χορό, ΕΙ ΤΑΤΑ ΣΕΪ ΤΑΤΑ που συμβολίζει τον πόνο το κλάμα και τον οδυρμό της Θεάς Δήμητρας να παρακαλεί τον Πατέρα της, Θεό Δία να φέρει την κόρη της πίσω, να επιστρέψει στο σπίτι της, ΑΦΣΑΡ.Οι Αφσάρ ήταν λαός που πέρασε από την Περσία στα μέρη της Καππαδοκίας και δημιούργησαν πολλά προβλήματα στους κατοίκους των Φαράσσων και στην υπόλοιποι Καππαδοκία, αλλά περισσότερο στους Φαρασιώτες, γιατί ήταν εγκατεστημένοι στα χωριά των Φαράσσων και συγκεκριμένα στο χωριό Ξουρτσαϊδι Φαράσσων και αργότερα στο χωριό Αφσάρι. «Από τους Αφσάρ το χωριό πήρε το όνομα Αφσάρι».Οι Αφσάρ ήταν λαός τεμπέλικος δεν ήθελε και δεν ήξερε να δουλέψει και όλο ζούσε με κλέψιμο εκβίαζαν τον κόσμο, ήθελαν πάντα να τα έχουν καλά με την εξουσία, έκαναν ομάδες Τσετέδων μαζί με τους Τούρκους και χτυπούσαν τα ελληνικά χωριά, έπαιρναν ακόμα και τις περιουσίες τους, έτσι με αυτών τον τρόπο έβγαζαν το μίσος που είχαν προς των Ελληνικό λαό γιατί δεν μπόρεσαν να χωνέψουν αυτό που έπαθαν από τις μάχες του Μεγάλου Αλέξανδρου και πέρασαν για να εκδικηθούν.Το χωρίο Αφσάρι δεν στέριωνε κατοίκους, τέσσερις και πέντε φορές κατοικήθηκε και διαλύθηκε γιατί ο κόσμος από αγανάκτηση έφευγε σε άλλα χωριά.Στην περιοχή των Φαράσσων και προς το νοτιοανατολικό μέρος κατοικούσαν πληθυσμοί των Κούρδων. Υπεύθυνοι της περιοχής Σουλτάνοι ήταν οι αδερφοί Νεμπέρογλου Κοζάν, ή «Κοζάογλου» παιδιά του Σουλτάνου Κοζάν.

Οι Φαρασιώτες με τους Κούρδους ζούσαν πολύ καλά και αρμονικά δεν τους πείραζαν ούτε τους απαγόρευαν την γλώσσα μιλούσαν την Φαρασιώτικη διάλεκτο.Κρατούσαν τα ήθη έθιμα, την θρησκεία, της εκκλησίες, συγκατοικούσαν και διασκέδαζαν μαζί, για αυτό και οι Φαρασιώτες κατόρθωσαν να κρατήσουν, ήθη, έθιμα, χορούς, τραγούδια, θρησκεία γλώσσα και πολλά άλλα, ενώ στην υπόλοιπη Καππαδοκία αναγκάσθηκαν να μιλάνε την Καραμανλίδικη γλώσσα όπως την έλεγαν οι Τούρκοι.Δεν είναι τιμητικό το όνομα αυτό να συνεχίζεται και από εμάς, γιατί οι Τούρκοι μας κορόιδευαν, γιατί δεν αλλάζαμε την πίστη μας. Καρά ιμάν, σημαίνει Μαύρη πίστη και οι χριστιανοί ονομάστηκαν Καραμανλήδες και πολλοί το λένε και τώρα ακόμη.Είμαστε Έλληνες της μικράς Ασίας, «Της Ασιατικής Ελλάδας» και προ υπήρχανε στην Μικρά Ασία, δεν ήμαστε Καρά, ιμάνιδες του 13ου αιώνα όπως θέλουν να μας προσφωνούν κάποιοι γιατί δεν δεχόταν οι πρόγονοι μας να αλλάξουν την πίστη και την θρησκεία τους.Τα τελευταία χρόνια περίπου το 1850 την περιοχή την αναλαμβάνουν οι Σουλτάνοι των Οθωμανών Τούρκων και στην περιοχή των Φαράσσων αρχίζουν τα πράγματα να αλλάζουν.Αναγκάζονται να μιλούν σαν γλώσσα καθημερινότητας την Τούρκικη πολύ λίγα χωριά κατόρθωσαν έστω κρυφά ή φανερά να κρατήσουν την γλώσσα την θρησκεία και πολλά από τα έθιμα τους, δεν τους επέτρεπαν να εκκλησιάζονται, άρχισε σιγά, σιγά ελληνική γλώσσα να αμολιέται μόνο κρυφά, ώσπου της 10 Απριλίου 1875 δεν τους επέτρεψαν να γιορτάσουν και το Πάσχα.Έλεγαν οι Φαρασιώτες γέροι στης διηγήσεις τους.
Πάτσανμες οι Γαρανάδες = Μας πάτησαν οι ΑγαρηνοίΧρηστός Ανέ τσου πάμε = Χρηστός Ανέστη δεν είπαμεΤα βά μας λτινά τσο βάψαμτα = Τα αυγά μας κόκκινα δεν τα βάψαμεΤα βαγγέλιά μας τσο ψαλσάμτα = Τα ευαγγέλια μας δεν τα ψάλανε
Άρχισαν οι δύσκολες ημέρες οι Αφσάρ με τους Παράνομους Τούρκους οργάνωναν ομάδες ανταρτών και βγαίναν στα βουνά, κατέβαιναν τις νύχτες χτυπούσαν και έκλεβαν τα ελληνικά σπίτια, ο κόσμος αναγκαζόταν να εγκατάλειψη σπίτια περιουσίες χωράφια και να φύγει να ζήση αλλού. Έτσι χτίζονται καινούρια χωριά γύρο από την Κίσκα για να είναι κοντά τα χωριά και να στηρίζει ο ένας των άλλων. Περίπου το 1880 πέντε αδέρφια αφού τους πήραν ότι είχαν οι Τσέτες, έχτισαν το χωριό Πες Καρτάς περίπου 50 χιλιόμετρα βόρια του Βαρασσού κατά μήκος του ποταμού Ζαμάντη και του παραποτάμου Χουμουρλού, άλλοι πήγαν στο χωριό Σατί, Ταστσί, Χοντσά, Άνω κιούνια, Κάτω Κιούνια. Το κεφαλοχώρι ο Βαρασσός από 700 οικογένειες 4,500 άτομα, έμειναν 420 οικογένειες περίπου 1400 άτομα. Δυστυχώς στις ομάδες αυτές των Τσετέδων εισχώρησαν και Φαρασιώτες μαζί με τους Αφσάρ και οι Έλληνες Χωρίστηκαν στα δύο. Οι μισή με τους Οθωμανούς Σουλτάνους των Τούρκων και οι άλλοι με τους Σουλτάνους Κοζάνογλου. Τα παιδιά των Τσετέδων Ελλήνων έγιναν γενίτσαροι «Νέες Δυνάμεις» και υπηρέτησαν στο τούρκικο Στρατό, οι Αφσάρ αργότερα έχτισαν το χωριό Αφσάρκιοϊ νότια του Βαρασσού περίπου 40 χιλιόμετρα. Το 1924 με την συνθήκη της Λοζάνης, οι Έλληνες χριστιανοί της Μικράς Ασίας γίνονται ανταλλάξιμοι και αφήνουν σπίτια περιουσίες και όλα τα υπάρχοντά τους και φεύγουν, άλλοι προς τον νότο άλλοι προς τον βορά, άλλοι σε διάφορα μέρη του κόσμου, οι περισσότεροι ήρθαν στην Ελλάδα πρόσφυγες ξεριζωμένοι να συνεχίσουν την ζωή τους από την αρχή.Από τα χωριά των Φαράσσων ήρθαν περίπου 3500 χιλιάδες νέοι και γέροι γυναίκες και παιδιά. Εγκαταστάθηκαν σε συνοικίες της Αθήνας της Θεσσαλονίκης, στα χωριά Πλατύ Ημαθίας, στο χωριό Αγροσυκιά Πέλλας εγκαταστάθηκαν 37 οικογένειες από τα χωριά Κίσκα, Σατί, Τσουχούρι, Χοντσά, και μία οικογένεια του Φράγκου Σάββα από τον Βαρασσό τα τελευταία χρόνια ζούσαν στο Σατί.Στα χωριά της Δράμας, και στην Κέρκυρα, όπου εκεί πήγε ο ιερέας Χατζεφεντής* και στης 10 Νοεμβρίου του 1924, εκοιμήθηκε μετά από σαράντα ημέρες από την εγκατάστασή του εις την Ελλάδα όπως το είχε πρόβλεψη.
*Ο Θεόδωρος Ανιτσαλίχος του Γεωργίου και της Βαρβάρας το γένος Φράγκων, η εκκλησία μας τον ανακήρυξε Άγιο μετά από 80 χρόνια ως Αγ. Αρσένιο ο εκ Φαράσσων τον Καππαδόκη.
[
iEpikaira: Όποιος είχε την ευλογία να παρακολουθήσει την σειρά "Άγιος Παΐσιος: Από τα Φάρασσα στον Ουρανό"... ας βγάλει τα συμπεράσματά του... για την επιλογή του τίτλου που επιλέξαμε.]
Πηγή: farassiotis.gr
Oι περισσότεροι διαβάζουν και ΕΔΩ...
Σύνδεσμος άρθρου ⤶