Διακυβεύονται όλα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας έξω από τα 6 νμ, το κύρος της χώρας και οι συμμαχίες της
Του ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΛΗΝΑΚΗ
Η αρνητική εξέλιξη των «σχεδιασμών» περί το καλώδιο διαφαινόταν δυστυχώς εξ αρχής, από την άδοξη τύχη που είχε ο πρόγονός του, ο αγωγός EastMed. Τότε, και τώρα εκ νέου, τα σχέδια βασίστηκαν αποκλειστικά στις διαβεβαιώσεις των νομικών, με πρώτο τον ίδιο τον Υπουργό Εξωτερικών, ότι ο δρόμος είναι ορθάνοιχτος, αφού είναι …σύμφωνος με το Δίκαιο της Θάλασσας και δεν απαιτείται οποιαδήποτε άδεια της Τουρκίας.
Δυστυχώς, κάθε φορά αποδεικνύεται η κακοδαιμονία της χώρας να στηρίζεται αποκλειστικά στο Διεθνές Δίκαιο (ο σημερινός ΥΠΕΞ κ. Γεραπετρίτης έχει προσθέσει και τη «διεθνή ηθική»!), και να βαδίζει με στρατηγική τύφλωση, χωρίς σοβαρά σχέδια αντιμετώπισης των προβλέψιμων τουρκικών αντιδράσεων. Κατά τον κ. Γεραπετρίτη, «αφού όλη η Μεσόγειος είναι κατεσπαρμένη με καλώδια, το έργο δεν μπορεί να εμποδιστεί» (!).
Ακόμη όμως και ο νομικός «σχεδιασμός» αποδεικνύεται άστοχος. Και αυτό διότι κατ᾽ ουσίαν ο EastMed βασίστηκε εξαρχής στην παραδοχή ότι, αφού κατά τον (ανεπίσημο) Χάρτη της Σεβίλης οι ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου εφάπτονται, δεν παρεμβάλλεται γεωγραφικά κάποια τουρκική ζώνη, και άρα, σε κάθε περίπτωση, η γείτων δεν δικαιούται να παρέμβει.
Η Άγκυρα όμως, είχε εξαρχής αντιδράσει (πχ. η κρίση του 2020, η παρεμπόδιση των ερευνητικών σκαφών Atalante, κλπ) και υποχωρώντας η χώρα μας επίσημα αποκήρυξε με επιστολή στον ΟΗΕ τον Χάρτη ως ιδιωτικό (!) και μαζί του αναγκαστικά το μόνο δυνατό γεωγραφικό σημείο επαφής ανάμεσα στην ελλαδική και την κυπριακή ΑΟΖ (βλ. αναλυτικά το βιβλίο μου «Για μια νέα στρατηγική απέναντι στην Τουρκία»).
Το πάθημα που δεν έγινε μάθημα – Η στρατηγική τύφλωση καλά κρατεί
Ο στρατηγικά τυφλός νομικός σχεδιασμός, χωρίς δηλαδή συμπερίληψη της ελληνικής αποκήρυξης του Χάρτη και του πραγματικού κόσμου (του βέβαιου τουρκικού bullying στο πεδίο), μοιραία οδήγησε στο ναυάγιο του EastMed. Αυτή τη φορά, σχεδιάζοντας καλώδια και όχι αγωγούς, οι νομικοί ήταν κατηγορηματικά θετικοί.
Έτσι, ξεκίνησαν φιλόδοξοι «σχεδιασμοί» (επί τη βάσει μάλιστα και διεθνών επενδύσεων και ευρωπαϊκής χρηματοδότησης) για καλώδια – ηλεκτρικά και δεδομένων – με Ισραήλ (GSI), Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία, IMEC, κ.ά. Μόνον που, δυστυχώς, όλα διέρχονται αναγκαστικά και από τη ζώνη του «τουρκολιβυκού» μνημονίου.
Δεν φαίνεται να απασχόλησε κανένα σχεδιαστή το πώς θα υπερπηδηθεί το εμπόδιο αυτό και η αναμενόμενη τουρκική πρόθεση να υπερασπιστεί την άποψή της στρατιωτικά στο πεδίο. Και αυτό αντίθετα από εμάς που, ναι μεν οριοθετήσαμε απόλυτα νόμιμα ΑΟΖ το 2020 με την Αίγυπτο, αλλά έκτοτε δεν προχωρήσαμε επ᾽ αυτής ούτε σε χάραξη θαλασσοτεμαχίων, ούτε την υπερασπιστήκαμε στοιχειωδώς έναντι των τουρκικών φρεγατών.
Παραβλέπω, χάριν συντομίας, τα καταθλιπτικά ναυάγια των «αιολικών πάρκων» σε –κατά την Τουρκία– «γκρίζες ζώνες» ή στα ανοιχτά του Αιγαίου, των «θαλάσσιων πάρκων» στις ίδιες περιοχές, και τις πρόσφατες τουρκικές επιδιώξεις να παρεμποδιστούν ακόμη και τα καλώδια που σχεδιάζονται για διασύνδεση της ηπειρωτικής χώρας με τα νησιά στο ανατολικό Αιγαίο!
Ερχόμαστε έτσι, στο επεισόδιο της Κάσου, όπου η χώρα γνώρισε νέα ταπεινωτική αποτυχία: μπροστά στα τουρκικά πολεμικά πλοία τα ναυλωμένα ερευνητικά σκάφη δεν προχώρησαν ανατολικότερα πέρα από τα 6 ναυτικά μίλια – δηλαδή στην ελληνική ΑΟΖ, την οριοθετημένη επίσημα με την Αίγυπτο.
Ζητήθηκε τότε από την Άγκυρα, και δόθηκε («συγκεκαλυμμένα» από την εταιρεία Nexans, κατά την πιθανότερη εκδοχή) τουρκική αδειοδότηση για να προχωρήσουν οι έρευνες!
Τα σκάφη αποτράπηκαν από τις τουρκικές φρεγάτες, το έργο δεν προχώρησε, αλλά παρόλα αυτά ο κ. Υπουργός των Εξωτερικών διαβεβαίωνε για την απρόσκοπτη συνέχιση των ερευνών. Αντ᾽ αυτών, μετά από πολύμηνη παραμονή εντός κρητικών λιμένων, τα σκάφη εγκατέλειψαν τη χώρα μετά από καταβολή αποζημίωσης πολλών εκατομμυρίων ευρώ για την αδράνειά τους.
Και να που πρόσφατα οι ελληνικές αρχές πιεζόμενες από επαπειλούμενες νέες τσουχτερές αποζημιώσεις, ανακοινώνουν την επανεκκίνηση των ερευνών ανατολικά της Κάσου προς την Κύπρο.
Ημιεπίσημες διαρροές υπονοούσαν και μια ισχυρή γαλλική και ισραηλινή στήριξη. Το Παρίσι αρκέστηκε σε ένα απλό πέρασμα, και ασκήσεις ρουτίνας σε ακίνδυνες περιοχές, του αεροπλανοφόρου Charles De Gaulle, που όμως πανηγυρίζεται ως …έμπρακτη στήριξη. Το Ισραήλ (υπονοήθηκε) ως «αποφασιστικότερο» αφού, σύμφωνα με τις διαρροές, ο Πρωθυπουργός ζήτησε από τον Ισραηλινό ομόλογό του να εξασφαλίσει επιπλέον και την αμερικανική στήριξη.
Εδώ αρχίζουν οι ψυχρολουσίες. Δεν προλαβαίνουν να ειπωθούν τα παραπάνω και βγαίνει πλέον απροκάλυπτα με ημιεπίσημες απειλητικές αντιδράσεις η μέχρι τότε ελαφρώς συγκρατημένη Άγκυρα:
«Θα συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι και πριν. Δεν έχει νόημα η Ελλάδα να επιμένει σε αυτό το θέμα». Κι έρχεται, παρά τις νέες διαβεβαιώσεις του κυρίου Γεραπετρίτη, η ανατροπή των «σχεδίων» με ένα νέο «στρίβειν δια της αναβολής».
Οι συνέπειες και τα ερωτήματα είναι αμείλικτα
Τελικά, οι στηρίξεις δεν ήταν αρκετά σοβαρές; Ιδίως αν η κυβέρνηση στήριζε τις ελπίδες της στο Ισραήλ, το οποίο αιφνιδιάστηκε από τις δηλώσεις Τραμπ περί «φίλου Ερντογάν»; Ή μήπως, αντίθετα, ο Νετανιάχου μας έσπρωχνε σε ισχυρότερη αποφασιστικότητα από όση μπορούσε να αντέξει το επιτελικό κράτος;
Διότι η πρωτοφανής επίσημη ανακοίνωσή του «χρειάζεται ένα κοινό μέτωπο κατά της Τουρκίας που είναι πλέον ο κοινός αντίπαλος για τις δύο χώρες» σίγουρα σόκαρε την Αθήνα.
Θεωρήθηκε σοβαρά ότι το απλό πέρασμα του γαλλικού αεροπλανοφόρου θα απέτρεπε την Άγκυρα; Σε μια κρισιμότατη αναμέτρηση, εναποθέτουμε τις ελπίδες μας σε επικοινωνιακές παραστάσεις;
Μέχρι εκεί μόνο φθάνει η γαλλική αμυντική συνδρομή; Πώς γίνεται να θεωρείται αρχικά το εγχείρημα γενικώς υποστηριζόμενο, αρκετά απλό και νόμιμο, και μετά την τουρκική αντίδραση να αναγνωρίζεται – κατά τη νέα δήλωση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εξωτερικών – ως «δύσκολο» και να αναβάλλεται για τον «κατάλληλο χρόνο»; Τί είδους εθνικοί «σχεδιασμοί» είναι αυτοί;
Είναι προφανές, αν επιβεβαιωθεί η αναβολή, ότι για μια ακόμη φορά επελέγη η επικοινωνιακά βολικότερη, αλλά και εθνικά επικίνδυνη, ταπεινωτική και λίαν κοστοβόρα αναβολή.
Το κόστος της νέας αναβολής
Αν ούτε τώρα πραγματοποιηθεί η έξοδος των ερευνητικών σκαφών στην ελληνική ΑΟΖ, οι συνέπειες για τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και το κύρος της χώρας θα είναι βαριές:
Ακυρώνεται πρακτικά, όχι το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο, αλλά η νόμιμη Συμφωνία μας του 2020 με την Αίγυπτο («φωνάζει ο κλέφτης …αποχωρεί ο νοικοκύρης»).
Εξαλείφεται έτσι, κάθε διεκδίκηση και ελπίδα οποιωνδήποτε κυριαρχικών δικαιωμάτων σε θαλάσσιες ζώνες πέραν των 6 ναυτικών μιλίων.
Δημιουργείται επικίνδυνο προηγούμενο και για τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα νοτίως της Κρήτης, αφού η Τουρκία θα ενθαρρυνθεί να επαναλάβει τα ίδια και εκεί.
Άμεσες θα είναι και οι συνέπειες στο Αιγαίο:
Όλα τα κρίσιμης σημασίας ηλεκτρικά καλώδια που ο ΑΔΜΗΕ σχεδιάζει να ποντίσει τα επόμενα χρόνια για να συνδέσει την ηπειρωτική χώρα με τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, καθώς και μεταξύ τους, θα αντιμετωπίσουν το ίδιο σενάριο του τουρκικού στρατιωτικού εκφοβισμού.
Η Άγκυρα θα ερμηνεύσει τη νέα ελληνική υπαναχώρηση ως αποδοχή οιασδήποτε διεκδίκησής της, και μάλιστα, δίχως μια ντουφεκιά.
Οι («)σύμμαχοι(») θα θεωρήσουν τη χώρα μας ως άβουλη και οριστικά φινλανδοποιημένη. Το Ισραήλ θα δει μια χώρα φοβισμένη, η Γαλλία θα διευρύνει ανεμπόδιστα τη φιλοτουρκική στροφή της, και ούτω καθεξής. Οι δύο χώρες, άλλωστε, βρίσκονται ήδη σε πολιτική αντιπαλότητα μεταξύ τους.
Η μοιραία προσφυγή σε αμερικανική διαιτησία, την οποία θα αναζητήσει το «επιτελικό κράτος» μπροστά στο αδιέξοδο, εμπεριέχει το πρόσθετο ρίσκο – λόγω του απρόβλεπτου Τραμπ – να φθάσει μέχρι την απροκάλυπτη στήριξη των τουρκικών απόψεων.
Το οικονομικό κόστος της τυχόν ματαίωσης του έργου θα είναι μεγάλο, με ορατό τον κίνδυνο να συμπαρασυρθούν όλα τα άλλα σχέδια καλωδίων, και θα πληγούν καίρια εθνικά προγράμματα προσέλκυσης ξένων ενεργειακών επενδυτών.
Η Ελλάδα πρέπει να στείλει μήνυμα αποφασιστικότητας στην Τουρκία
Κι όμως, το συγκεκριμένο ζήτημα είναι το συγκριτικά καταλληλότερο για να στείλει η Ελλάδα μήνυμα αποφασιστικότητας στην Τουρκία. Μεταξύ της ταπεινωτικής υποχώρησης και της σύγκρουσης υπάρχει η συνετή μέση οδός της έξυπνης επικερδούς διαχείρισης. Γιατί το θέμα του καλωδίου προσφέρεται ώστε να δοθεί επ᾽ αυτού η αναγκαία διπλωματική «μάχη»;
Θα αιφνιδιάσει την Άγκυρα, η οποία εκλαμβάνει πλέον ως δεδομένη την ελληνική υποχωρητικότητα σε κάθε απαίτησή της.
Θα αποδείξει ότι η χώρα μας μπορεί και θέλει να επιδείξει αποφασιστικότητα, αυξάνοντας την αξιοπιστία της αποτρεπτικής στρατηγικής της. Δίχως επίδειξη αποφασιστικότητας όσοι εξοπλισμοί και αν αποκτηθούν δεν αποτρέπουν τον αντίπαλο.
Από πλευράς διεθνούς δικαίου η θέση μας είναι πολύ ισχυρότερη από άλλα θέματα.
Το bullying δια των κανονιοφόρων για ένα ηλεκτρικό καλώδιο θεωρείται γενικά καταχρηστικό διεθνώς.
Το βάρος μιας επιθετικής ενέργειας κατά των ερευνητικών σκαφών πέφτει στην τουρκική πλευρά που πρέπει να αντιδράσει, σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις (πχ. κρίση Ορούτς Ρέις) όταν η χώρα μας ήταν εκείνη που καλείτο να δράσει.
Τα σκάφη είναι ιταλικά, μισθωμένα από γαλλική εταιρία, και δεν είναι απλό και εύκολο να μείνουν αδιάφορες και οι δυο ευρωπαϊκές χώρες, όταν αυτά κινδυνεύσουν ή εμπλακούν.
Η χρονική περίοδος προσφέρεται εθνικά για διπλωματικό «στρίμωγμα» της Τουρκίας από πλευράς μας. Επικαλούμενη τώρα, πέρα από την αυταρχική στροφή του Ερντογάν στο εσωτερικό, και την πρόκληση μεγάλης έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο, η Αθήνα έχει την ευκαιρία να αποτρέψει την εξαιρετικά επικίνδυνη αλλά και προϊούσα είσοδο της Τουρκίας στην αμυντική συνεργασία των 27.
Εν γένει, η Άγκυρα επιδιώκει προσέγγιση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου Αθήνα και Λευκωσία διαθέτουν (για λίγο καιρό ακόμη;) σημαντικά διπλωματικά όπλα.
Ναι, υπήρξαν και καλύτερες ευκαιρίες πλήρους απομόνωσης της Άγκυρας στο πρόσφατο παρελθόν. Όμως χάθηκαν ανοήτως με τη Διακήρυξη των Αθηνών που λειτουργεί ετεροβαρώς υπέρ της γείτονος: της χάρισε έναντι «πινακίου φακής» ένα συγκεκριμένο «συγχωροχάρτι», με την ελληνική παραίτηση από οποιαδήποτε αντίσταση, στην ανεμπόδιστη άντληση από μέρους της των πάμπολλων στρατηγικών οφελημάτων που επιδιώκει από τη Δύση.
Η επιτυχής και χωρίς εθνικές αβαρίες υλοποίηση του έργου GSI είναι εφικτή και εθνικά αναγκαία. Απαιτεί όμως περισσότερη σοβαρότητα ολιστικού και φιλόδοξου σχεδιασμού αλλά και συνετή προετοιμασία δια παν ενδεχόμενο.
* Γιάννης Βαληνάκης, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, πρώην Υφυπουργός Εξωτερικών, hellasjournal.com
Οι περισσότεροι διαβάζουν και ΕΔΩ...