Αποστόλου-Κατσαρός Κων/νος
Αποτελεί κοινή διαπίστωση των περισσότερων αναλυτών ότι η προσχηματική επανέναρξη των διερευνητικών, απομάκρυνε από την ατζέντα της συνόδου κορυφής της ΕΕ (25-26 Μαρτίου 2021) το ζήτημα των κυρώσεων κατά της Τουρκίας, ενώ ταυτόχρονα άνοιξε όλες τις ευρωπαϊκές πόρτες στην τουρκική διπλωματία. Αυτή η πραγματικότητα από μόνη της συνιστά ήδη υποχώρηση και επιβεβαίωση ότι η γείτονα παραμένει κυρίαρχος του παιχνιδιού στο ελληνοτουρκικό σύστημα, εργαλειοποιώντας τους πρόθυμους Ευρωπαίους και πειθαναγκάζοντας τους εγχώριους φιλήκοους των ξένων. Η αλήθεια είναι ότι ύστερα από 4,5 μήνες τουρκικής παρουσίας και εγγράφοντας ένα ισχυρό τετελεσμένο με 12.000 χλμ ερευνών σε πολύ συγκεκριμένη περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας (όπως σχολιάστηκε εκτενώς σε προηγούμενο άρθρο μας), η Ελλάδα αποφάσισε να συρθεί σε ένα διάλογο ιδιαιτέρως αμφιβόλου αποτελέσματος εν μέσω συνεχιζόμενων προκλήσεων (βλ. επεισόδιο στα Ίμια, Navtex σε όλο το εύρος του Αιγαίου για σχεδόν ολόκληρο το 2021, αμείωτες υπερπτήσεις, προκλητικότατες δηλώσεις τούρκων αξιωματούχων κλπ) τις οποίες επιλέγει πεισματικά να υποβαθμίζει. Γιατί άραγε; Ορθώς υπογραμμίζει ο Ναύαρχος ε.α. Π. Χηνοφώτης ότι: «ως επιθετικές ενέργειες δεν θεωρούνται μόνον οι πράξεις ένοπλης βίας, αλλά και η παραβίαση θεμελιώδους συμφέροντος ή/και κυριαρχικού δικαιώματος.»
Χαρακτηριστικό είναι και το κλίμα το οποίο επιχειρείται να στηθεί γύρω από τις διερευνητικές με τον εκπρόσωπο του ΥΠΕΞ, Αλέξανδρο Παπαϊωάννου, να διασαφηνίζει ότι: «Δεν είναι διαπραγματεύσεις. Είναι επαφές. Δεν αναλαμβάνονται υποχρεώσεις και δεσμεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Δεν τηρούνται πρακτικά. Δεν μετέχει κανένας τρίτος, είναι μεταξύ μόνο των δύο πλευρών. Δεν γίνονται ενημερώσεις για το περιεχόμενο των διερευνητικών επαφών.» Με άλλα λόγια για άλλη μια φορά ξεκαθαρίζεται ότι, ο κυρίαρχος λαός θα παραμείνει στο σκοτάδι.
Όμως ας υπεισέλθουμε στην ουσία και το σκοπό των διερευνητικών. Όταν επιδιώκεται ένας "έντιμος" συμβιβασμός μέσω του διαλόγου και την επανεκκίνηση των επαφών, είναι προφανές ότι στην καλύτερη περίπτωση η λύση θα βρεθεί κάπου στη μέση. Όταν όμως η Ελλάδα προσέρχεται στο διάλογο χωρίς απαιτήσεις/διεκδικήσεις, είναι προφανές ότι πρόκειται να απολέσει μέρος των εν δυνάμει κυριαρχικών δικαιωμάτων της -βάσει του Διεθνούς Δικαίου- τα οποία ουδέποτε κατοχύρωσε. Το ίδιο ισχύει και σε μια ενδεχόμενη προσφυγή στην Χάγη, οι αποφάσεις της οποίας έχουν και πολιτικά κριτήρια, παρεκκλίνοντας από τα αυστηρά νομικά πλαίσια. Με άλλα λόγια, αν πάμε στη Χάγη ας ξεχάσουμε το Χάρτη της Σεβίλλης... Υπενθυμίζουμε επ’ αυτού παλαιότερη σχετική δήλωση της Ντόρας Μπακογιάννη, η οποία ανέφερε ότι ενδεχόμενη προσφυγή στη Χάγη μπορεί να σημαίνει «την απώλεια της ΑΟΖ του Καστελλόριζου, ωστόσο θα μπορούσε να κατοχυρώσει δικαιώματα άλλων νησιών μας, όπως της Ρόδου ή της Λέρου». Επομένως η χώρα μας εμπλέκεται σε μια διαδικασία η οποία και στις δύο περιπτώσεις, εάν ευοδωθεί, και δεν καταλήξει σε περαιτέρω εκτράχυνση των διμερών σχέσεων -κάτι που είναι πολύ πιθανό-, θα οδηγήσει σε περιορισμό της δυνατότητας άσκησης εν δυνάμει κυριαρχικών δικαιωμάτων. Τουτέστιν μεθερμηνευόμενον, η Τουρκία χτίζει τη "Γαλάζια Πατρίδα" της και η Ελλάδα γκρεμίζει τη δική της. Και φυσικά όσο μεγαλύτερη είναι η ατζέντα του διαλόγου, τόσο μεγαλύτερη και η συνακόλουθη απώλεια δικαιωμάτων. Διευκρινίζεται ότι εδώ δεν αναφερόμαστε επί θεμάτων που άπτονται της εθνικής κυριαρχίας, όπως για παράδειγμα το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης, το οποίο ευχόμαστε ότι δεν θα τεθεί επί τάπητος εκ νέου, κάτι που ίδιος ο Έλληνας επικεφαλής της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας, πρέσβης Παύλος Αποστολίδης, έχει ομολογήσει δημοσίως ότι στο παρελθόν είχε συζητηθεί. Επομένως ορθώς επιμένει το ελληνικό ΥΠΕΞ και ο Ν. Δένδιας στον περιορισμό του διαλόγου σε ζητήματα που αφορούν στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, εν αντιθέσει με τις δημόσιες δηλώσεις του Πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη που αναφέρεται στις "θαλάσσιες ζώνες", οι οποίες εμπεριέχουν και την αιγιαλίτιδα και την συνορεύουσα ζώνη. Είναι όμως τυχαία αυτή η επαναλαμβανόμενη δήλωση του Πρωθυπουργού;
Εν προκειμένω πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι λίγες οι φορές που έχει παρατηρηθεί ενδοκυβερνητική διχογνωμία σε μείζονα εθνικά ζητήματα. Η ακροσφαλής αυτή πολυφωνία εντάθηκε κυρίως μετά τη μυστική συνάντηση στο Βερολίνο, η οποία πραγματοποιήθηκε εν αγνοία του Έλληνα ΥΠΕΞ, κατά ομολογία του ιδίου, όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω. Από τη συνάντηση εκείνη προέκυψε μια μυστική συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες -σσ. όχι μόνο υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ- με την Τουρκία. Η συνάντηση έλαβε χώρα στις 13/07/2020, μεταξύ της επικεφαλής του διπλωματικού γραφείου του Πρωθυπουργού Ελένης Σουρανή και του στενού συμβούλου του Ερντογάν, Ιμπραήμ Καλίν, παρουσία του διπλωματικού συμβούλου της Α. Μέρκελ, του Γιαν Χέκερ. Αυτό επιβεβαιώθηκε από τον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη σε συνέντευξή στον Γ. Πρετεντέρη που δημοσιεύτηκε στις 12/10/2020 στο primeminister.gr και αναφέρει συγκεκριμένα:
«-Γ. ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ: Θέλει διερευνητικές η Τουρκία; Τι καταλαβαίνετε;
-Κ. ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: Πιστεύω πως θα ξεκινήσουν οι διερευνητικές επαφές. Αυτή τουλάχιστον είναι και η διαβεβαίωση που είχα από τον υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος μίλησε με τον τούρκο υπουργό Εξωτερικών. Μας ενημέρωσε ότι πολύ σύντομα θα δώσουν ημερομηνία διερευνητικών.
-Γ. ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ: Για ένα μόνο θέμα; Τις θαλάσσιες ζώνες;
-Κ. ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: Ακριβώς. Όπως άλλωστε αποτυπώνεται σαφώς και στα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής. Αλλά όπως έχει συμφωνηθεί και κατ’ ιδίαν, στις επαφές των διπλωματικών μας συμβούλων. Διότι αυτό έχει συμφωνηθεί.
-Γ. ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ: Στο Βερολίνο, συμφωνήθηκε μόνο θαλάσσιες ζώνες;
-Κ. ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: Βεβαίως. Βεβαίως έχει συμφωνηθεί.
-Γ. ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ: Γιατί τότε δεν δώσατε στη δημοσιότητα τη Συμφωνία του Βερολίνου, αν είναι τόσο υπέρ μας;
-Κ. ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: Γιατί εξαρχής είχαμε συμφωνήσει να μην δοθεί. Δεν ήταν άλλωστε συμφωνία, όπως σας είπα κατ’ αρχάς. Είναι τα γραπτά πρακτικά του τι συμφωνήθηκε εκεί.
-Γ. ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ: Κατάλαβα.»
Από τα λεγόμενα του Πρωθυπουργού λοιπόν, συνάγεται ότι δεν χρησιμοποιεί τυχαία τον όρο "θαλάσσιες ζώνες". Αντιθέτως η εμμονή του πιθανότατα υποκρύπτει τη βαθύτερη διαφωνία του με τον Ν. Δένδια στο θέμα αυτό. Ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας βέβαια σε μια προσπάθεια να υποβαθμίσει τις αντικρουόμενες απόψεις του με τον Πρωθυπουργό, σε ομιλία του στο Κοινοβούλιο στις 17/1/2020, επιτίμησε δημοσίως την Ελένη Σουρανή, υποστηρίζοντας ότι επικοινώνησε με τον Ιμπραήμ Καλίν στο Βερολίνο χωρίς να ενημερώσει το ΥΠΕΞ, υπονοώντας ότι έγινε εν αγνοία του Πρωθυπουργού. Δήλωση που εκτός του ότι θέτει εν αμφιβόλω την αξιοπιστία της κυβέρνησης, εάν ευσταθούσε, θα είχε ασφαλώς οδηγήσει στην απομάκρυνση της κ. Σουρανή από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Ακόμη κι αν η Ελληνίδα διπλωμάτης όμως ενήργησε αυτόκλητα -σύμφωνα πάντοτε με τον Ν. Δένδια -, το γεγονός ότι παραμένει στην θέση της, σημαίνει ότι ο Πρωθυπουργός αφενός συναινεί με την ενέργειά της και αφετέρου συμφωνεί με το περιεχόμενο των συμπεφωνημένων. Μάλιστα στην προαναφερθείσα συνέντευξη ο Πρωθυπουργός επισήμανε ότι η συμφωνία πραγματοποιήθηκε στις κατ’ ιδίαν επαφές των διπλωματικών συμβούλων και όχι τηλεφωνικώς, όπως ανέφερε ο Ν. Δένδιας στην ομιλία του στην Βουλή όπου ανέφερε:
«Όσον αφορά το θέμα το οποίο πράγματι ενυπάρχει στο δημόσιο λόγο για το θέμα του Βερολίνου, προφανώς αναφέρεται κανείς στην τηλεφωνική συνομιλία της διπλωματικής συμβούλου του Πρωθυπουργού με το διπλωματικό σύμβουλο του Τούρκου Προέδρου. Θέλω να σας πω το εξής και να σας το πω γενικά και οριζόντια. Η διπλωματική σύμβουλος του Πρωθυπουργού είναι βεβαίως η διπλωματική σύμβουλος του Πρωθυπουργού, είναι όμως διπλωμάτης και υπό τη διπλωματική της ιδιότητα είναι υφισταμένη του εκάστοτε Υπουργού των Εξωτερικών και δεν νοείται να ασκεί πολιτική εν αγνοία του Υπουργού Εξωτερικών. Επί τούτου έχω κάνει και σαφή δήλωση ότι εγνώριζα, ως μη έδει. Και γιατί το έκανα αυτό; Όχι για να πω το αυτονόητο, αυτό που οποιοσδήποτε καλόπιστος θα αντιλαμβανόταν χωρίς να χρειαστεί να το πω, αλλά ακριβώς για να υπογραμμίσω ότι σε κρίσιμες στιγμές η αντίληψη ότι μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις ή να γίνονται πράγματα εν αγνοία, είτε από τη μία πλευρά είτε από την άλλη πλευρά, είναι καταστροφική.»
Η δήλωση αυτή δύναται να εκληφθεί ως ενδοκυβερνητική ομολογία -και συνάμα απολογία με εξωκυβερνητικούς αποδέκτες- αποτυχίας και αδυναμία άσκησης μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής. Επιπλέον, ποιός είναι ο επικεφαλής που χαράσσει την κυβερνητική πολιτική και διασφαλίζει την εφαρμογή της; Ο Πρωθυπουργός, οι σύμβουλοι παρά τω Πρωθυπουργώ, ο υπουργός του Υπουργείου Εξωτερικών ή ο κλητήρας; Και τέλος πάντων, τι εικόνα εκπέμπει η χώρα στους εξωτερικούς παρατηρητές, φίλους και εχθρούς, όταν η επαμφοτερίζουσα πολυφωνία μας -γράψε κακοφωνία- μεταλλάσσεται ανάλογα με το ποιον συνδιαλέγονται; Η τραγική διαπίστωση είναι ότι δεν διδαχτήκαμε από τα παθήματα του παρελθόντος. Οι εκάστοτε κυβερνήσεις αναλώνονται στην επικοινωνιακή αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών κρίσεων με σπασμωδικές ad hoc αντιδράσεις, για να αποκοιμίζουν τον λαό και να διατηρούν την εξουσία, αντί να χαράσσουν μια εμβριθή εθνική στρατηγική που να διασφαλίζει τα εθνικά δίκαια και την ασφάλεια της χώρας. Τελικά, πόση απόσταση χωρίζει το Μαξίμου από το ΥΠΕΞ;
Πηγή: slpress.gr