Γράφει ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖΟΥΜΗΣ
Κατά τη διάρκεια συζήτησης στη βουλή, ο ΥΕΘΑ κ. Καμμένος ανέφερε ότι για πρώτη φορά οι Τούρκοι ζήτησαν τη συναίνεση της ελληνικής πολιτείας για να παραβιάσουν τον εναέριο χώρο της και αποτίμησε ως θετικό το συγκεκριμένο γεγονός, αφού κάθε φορά πετούν εντός του ελληνικού εναερίου χώρου χωρίς να έχουν καταθέσει σχέδια πτήσεως.
Ο εκπρόσωπος του τουρκικού υπουργείου εξωτερικών Χαμί Ακσόι απαντώντας με γραπτή ανακοίνωσή του, τόνισε ότι «όπως είναι γνωστό, τόσο για τις πολιτικές όσο και για τις στρατιωτικές πτήσεις, μια χώρα οφείλει να ζητεί άδεια για χρησιμοποίηση του εναέριου χώρου μιας άλλης χώρας» και πρόσθεσε ότι «και η Τουρκία όπως είναι φυσικό, αναγνωρίζοντας τα 6 μίλια ως θαλάσσιο και επομένως και εναέριο χώρο της Ελλάδας, ζητεί άδεια πτήσης σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες και τις πρακτικές για τις πτήσεις από και προς την Ελλάδα. Αυτή δεν είναι καινούρια πρακτική».
Κατόπιν των παραπάνω κρίνεται σκόπιμο να διευκρινισθούν όσο πιο απλά γίνεται τα εξής :
Εθνικός Εναέριος Χώρος (Ε.Ε.Χ) : Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, ο Ε.Ε.Χ. ενός κράτους εκτείνεται πάνω από το χερσαίο έδαφος του και τα χωρικά του ύδατα. Η Ελλάδα από το 1931 καθόρισε τον εναέριο χώρο της στο εύρος των 10 ν.μ.
Χωρικά Ύδατα ή Αιγιαλίτιδα Ζώνη : Είναι η θαλάσσια ζώνη η παρακείμενη στην ακτή, πάνω στην οποία το κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία, η οποία εκτείνεται στον εναέριο χώρο, όπως και στο βυθό και στο υπέδαφος. Το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης για τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας ορίστηκε το 1936 στα 6 ναυτικά μίλια από την ακτή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το πλάτος λόγω γεωγραφικών περιορισμών, μπορεί να είναι μικρότερο από 6 ν. μίλια. Αυτή είναι η περίπτωση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου που εφαρμόζεται ο κανόνας της μέσης γραμμής, δηλαδή η μέση απόσταση των ακτών των δύο χωρών εκτός εάν υπάρχουν άλλες σχετικές συμβατικές ρυθμίσεις. Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι η αιγιαλίτιδα ζώνη ορίσθηκε στα 6ν.μ., για τον εναέριο χώρο διατηρήθηκε το όριο των 10 ναυτικών μιλίων.
Η διπλή αυτή διευθέτηση, δηλ. η διαφορά μεταξύ του Ε.Ε.Χ. και των χωρικών υδάτων, απετέλεσε πολιτική της χώρας μας εκείνη την εποχή για λόγους διευκόλυνσης της θαλάσσιας ναυσιπλοΐας. Είναι όμως παρακινδυνευμένη νομικά από τις συμβάσεις του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, που προβλέπει σύμπτωση αυτών των περιοχών. Η Σύμβαση του 1982 του Montego Bay για το δίκαιο της θάλασσας, που έχει γίνει νόμος του ελληνικού κράτους (Ν.2321/1995), ορίζει τη «σύμπτωση» των μεγεθών για θάλασσα και αέρα. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει πρόβλημα όσον αφορά τη νομική πλευρά του θέματος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το επιχείρημα της ελληνικής πλευράς είναι ότι σύμφωνα με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, η Ελλάδα δικαιούται να επεκτείνει μέχρι τα 12 ν.μ. τα χωρικά της ύδατα. Το δικαίωμα αυτό είναι κυριαρχικό και ασκείται μονομερώς και κατά συνέπεια δεν υπόκειται σε κανενός είδους περιορισμό ή εξαίρεση και δεν επιδέχεται αμφισβητήσεως από τρίτα κράτη. Όπως είναι γνωστό από το 1995, η τουρκική εθνοσυνέλευση πήρε απόφαση σε περίπτωση επέκτασης των χωρικών μας υδάτων, για λήψη μέτρων συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών (casus belli).
Σε ότι αφορά τον Ε.Ε.Χ. μέχρι το 1974, δηλ. για 44 συνεχή έτη, η Τουρκία αναγνώριζε και σεβόταν τη ρύθμιση των 10 ν.μ. Από τότε και μετά δηλώνει ότι αναγνωρίζει μόνο αυτόν που εκτείνεται πάνω από τα εθνικά χωρικά μας ύδατα, δηλ. τα 6 ν.μ. από τις ακτές και θεωρεί ότι τα 4 μίλια από τα 6 ως τα 10 είναι διεθνής εναέριος χώρος. Αμφισβητεί τον Ε.Ε.Χ. και συνδυάζει το γεγονός αυτό με τροποποίηση των ορίων της ευθύνης «περιοχής πληροφόρησης πτήσεων», γνωστότερη εκ του αγγλικού όρου ως FIR. Στις 6 Αυγούστου 1974 η Άγκυρα με την έκδοση της ΝΟΤΑΜ 714, καθόρισε μία γραμμή αναφοράς στο μέσον περίπου του Αιγαίου και γνωστοποίησε ότι τα αεροσκάφη που θα πετούσαν ανατολικά της γραμμής αυτής θα έπρεπε να αναφέρουν στο κέντρο ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας της Κωνσταντινούπολης και να παίρνουν οδηγίες απο αυτό. Η ενέργεια αυτή αποτελούσε προσπάθεια τροποποίησης των ορίων του FIR Αθηνών και διαμόρφωνε μια οροθετική γραμμή που χονδρικά συμπίπτει με τις Τουρκικές διεκδικήσεις, δηλαδή τον 25ο μεσημβρινό, που αποτελεί το μέσον του Αιγαίου. Με σκοπό την προστασία της διεθνούς αεροπλοΐας, υπήρξε δυναμική αντίδραση από την Αθήνα με την έκδοση της ΝΟΤΑΜ 1157 (13 Σεπ. 74), με την οποία κηρύχθηκε το Αιγαίο επικίνδυνη περιοχή. Το κλείσιμο του Αιγαίου είχε ως συνέπεια στις διεθνείς αεροπορικές εταιρείες να καθιερώσουν εναλλακτικά και δαπανηρά δρομολόγια, λόγω της παράκαμψης των αεροδιαδρόμων του Αιγαίου. Μετά από αυτό, η Άγκυρα, το 1980 και πάλι μονομερώς, ανακάλεσε τη ΝΟΤΑΜ 714 όταν διαπίστωσε ότι το μέτρο έβλαπτε τα συμφέροντά της και ιδίως τον τουρισμό της. Ωστόσο, η Τουρκία έκτοτε με το επιχείρημα ότι η Σύμβαση του Σικάγο δεν αφορά στα κρατικά αεροσκάφη, σταθερά αρνείται να υποβάλει σχέδια πτήσεων για τις εισόδους των στρατιωτικών αεροσκαφών της εντός του FIR Αθηνών, διαπράττοντας, έτσι, πολυάριθμες παραβάσεις των κανόνων εναέριας κυκλοφορίας, αποβλέποντας στην αποδυνάμωση του υφιστάμενου νόμιμου καθεστώτος και δημιουργώντας κινδύνους για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας. Η παράβαση αφορά στην είσοδο αεροσκάφους στο FIR Αθηνών, χωρίς να έχει καταθέσει σχέδιο πτήσεως, δηλ. κατά παράβαση των κανόνων εναέριας κυκλοφορίας. Η Τουρκία σε πολλά σημεία καταστρατηγεί και τα 6 ν.μ., κυρίως πάνω από ελληνικά νησιά που αμφισβητεί την κυριότητά τους και τα έχει εντάξει στη θεωρία των «γκρίζων ζωνών». Στα σημεία αυτά υπάρχει παραβίαση, που σημαίνει την άνευ αδείας πτήση τουρκικού αεροσκάφους στον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο και ουσιαστικά την αμφισβήτηση εθνικού κυριαρχικού δικαιώματος.
Οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις επί του θέματος είναι μάλλον δύσκολες. Εφ’ όσον οι σχέσεις των δύο χωρών διατηρηθούν στα ίδια επίπεδα, με τις σημερινές συνθήκες έντασης, η Τουρκία θα εξακολουθήσει να χρησιμοποιεί τις παραβιάσεις σαν τρόπο επίδειξης ισχύος και μοχλό άσκησης της εξωτερικής της πολιτικής. Αυτή η τακτική ενέχει σοβαρό κίνδυνο δημιουργίας ενός θερμού επεισοδίου ή μιας κρίσης που θα προέλθει από ένα τυχαίο γεγονός ή μια προσχεδιασμένη ενέργεια όταν η Άγκυρα κρίνει ότι αυτό εξυπηρετεί τα σχέδια της. Εάν επιδιωχθεί νομική επίλυση του προβλήματος είναι δυνατόν το θέμα να διευθετηθεί με άγνωστες όμως απώλειες για τα κυριαρχικά δικαιώματα της πατρίδας μας. Τέλος δεν είναι σαφές αν η Τουρκία, ανεξαρτήτως κυβέρνησης επιθυμεί την πλήρη διευθέτηση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων και αν αυτό προτιμά να πραγματοποιηθεί μέσω ενός διαλόγου και μιας δικονομικής διαδικασίας στη βάση του Διεθνούς Δικαίου ή αν προτιμά την επιβολή τετελεσμένων μέσω πολιτικό-στρατιωτικής πίεσης.
Πηγή: militaire.gr