Πολύ πριν οι Ρώσοι εισβάλουν στην Ουκρανία, ήταν ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι είχαμε εισέλθει σε μια νέα περίοδο, κεντρικό στοιχείο της οποίας ήταν η αμερικανική στρατηγική της “διπλής ανάσχεσης” (double containment), δηλαδή τόσο της Ρωσίας, όσο και της Κίνας. Στην πραγματικότητα, προϊόν αυτής της στρατηγικής ήταν ο νέος Ψυχρός Πόλεμος. Στον αντίποδα, ο Ντόναλντ Τραμπ, επιδιώκει να εστιάσει στην ανάσχεση της Κίνας, εξ’ ου και τα ανοίγματα του προς την Ρωσία και η προσπάθεια απεμπλοκής των ΗΠΑ από τον ουκρανικό πόλεμο.
Ένας από τους κύριους λόγους πίσω από την στάση Τραμπ, είναι η επιδίωξη του να αποσπάσει την Ρωσία από την σύμπλευση της με την Κίνα, καθώς η πολιτική της “διπλής ανάσχεσης” εκ των πραγμάτων ωθεί τις δύο μεγάλες ευρασιατικές δυνάμεις τη μία στην αγκαλιά της άλλης. Δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι οι ΗΠΑ θέλουν να εμπλακούν σε πόλεμο με την Κίνα, αλλά προσδοκούν να μην γίνει πρώτος μεταξύ ίσων σε ένα πολυπολικό σύστημα.
Διότι, αν τα πράγματα παραμείνουν στην ίδια γραμμή, θα δημιουργηθεί το πρόπλασμα ενός γεωπολιτικού μεγέθους που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πρώτη υπέρ-υπερδύναμη (hyper power) στην ιστορία της ανθρωπότητας, δεδομένου ότι τα μεγέθη αυτού του συμπλόκου είναι απλά τεράστια, από όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς.
Κι αυτό, παρότι η Ρωσία με την Κίνα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 είχαν μετατραπεί σε θανάσιμους γεωπολιτικούς αντιπάλους. H μαοϊκή Κίνα, μάλιστα, είχε προσεγγίσει στρατηγικά τις ΗΠΑ, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει την τότε σοβιετική απειλή. Δεν πρόκειται λοιπόν για “φυσικούς” συμμάχους και η καχυποψία μεταξύ τους είναι δεδομένη.
Για να μπορέσουν, λοιπόν, οι ΗΠΑ να επαναφέρουν την παραδοσιακή λογική του “διαίρει και βασίλευε” και να αποφύγουν την δημιουργία μιας υπερ-υπερδύναμης, πρέπει να σπάσουν τον άξονα Ρωσίας-Κίνας. Πρέπει, επομένως, να ανοίξουν διαύλους με την Μόσχα, για να μην είναι αναγκασμένη να είναι εξαρτημένη από το Πεκίνο. Για να ξεκινήσει και να πετύχει αυτό πρέπει να τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Όμως ο τερματισμός του πολέμου είναι μία δύσκολη διαδικασία, όπως διαπιστώνει ο Τραμπ. Ο κύριος λόγος είναι ότι οι πόλεμοι αποκτούν πάντα την δική τους δυναμική και δεν αρκούν οι καλές προθέσεις για να τερματιστούν.
Το ερώτημα μετά τις τελευταίες εξελίξεις, είναι τελικώς ο Τραμπ παρασυρθεί στην λογική του “κόμματος του πολέμου”, της ΕΕ και του αμερικανικού βαθέος κράτους, όπως εμφανώς επιδιώκουν να τον ρυμουλκήσουν. Με την διορία των 50 ημερών που έδωσε στην Μόσχα για να καταλήξει σε εκεχειρία και την διάψευση του δημοσιεύματος των Financial Times ότι έδωσε πράσινο φως στον Ζελένσκι για πλήγματα στην Μόσχα (ο Λευκός Οίκος αναφέρθηκε σε απλή “περιέργεια” του Τραμπ, για το αν έχουν οι Ουκρανοί αυτή την δυνατότητα) δείχνει ότι ακόμα επιδιώκει να το αποφύγει, χωρίς βεβαίως να μπορούμε να προεξοφλήσουμε την συνέχεια.
Ο νέος Ψυχρός Πόλεμος
Τί είναι, όμως, αυτό που ώθησε τη Δύση στο να στραφεί εναντίον και των δύο, αντί να επιλέξει μια πολιτική “διαίρει και βασίλευε” που είναι και το θεμέλιο της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής σοφίας; Μια αρχική απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι αυτή ήταν μια αναγκαστική επιλογή, γιατί και οι δύο αυτές χώρες είναι ακραία εχθρικές και επιθετικές έναντι της Δύσης, με αποτέλεσμα να μην αφήνεται κάποια άλλη επιλογή πέραν από την αντιπαλότητα. Όμως, κάτι τέτοιο δεν φαινόταν να επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα. Στην πραγματικότητα, τόσο η Κίνα, όσο και η Ρωσία, αυτό που κυρίως επιδίωκαν και επιδιώκουν είναι να δημιουργήσουν μια ζώνη ασφαλείας στο εγγύς εξωτερικό τους, κάτι που ουδόλως απειλεί τα στρατηγικά συμφέροντα των Δυτικών χωρών.
Διαβάστε τη συνέχεια στο slpress.gr

.png)
