Πώληση μαχητικών στην Πολεμική Αεροπορία: Που έχει δίκιο και που έχει άδικο ο ΥΕΘΑ Νίκος Δένδιας
Η σκέψη του υπουργού Εθνικής Άμυνας, Νίκου Δένδια είναι απλή και δεν στερείται λογικής: Εάν η Πολεμική Αεροπορία σχεδιάζει το μέλλον της με οροφή μαχητικών τα 200, τότε 120 θα είναι F-16V, 40 θα είναι τα γαλλικά Rafale της Dassault και άλλα 40 θα είναι τα F-35A Lightning II της Lockheed Martin. Πρόκειται για έναν εντυπωσιακό στόλο που θα μπορεί να έχει τεράστιες επιχειρησιακές δυνατότητες. Αυτό είναι όμως το «τελικό όραμα». Στην πορεία προς αυτό κρύβεται… ο διάβολος, σε δύο «λεπτομέρειες».
Του Ζαχαρία Μίχα*
Η πρώτη λεπτομέρεια αφορά στη συντεταγμένη μετάβαση σε αυτή τη μελλοντική δομή, ώστε στο ενδιάμεσο διάστημα να μην ανοίξει επικίνδυνο «παράθυρο τρωτότητας» (window of vulnerability) για την ελληνική αεροπορική ισχύ, πλήττοντας την αποτροπή (deterrence). Επίσης, κομβικό σημείο είναι η διαχείριση του δυσθεώρητου κόστους αυτής της μετάβασης, αλλά και ο τεχνοκρατικός υπολογισμός του κόστους συντήρησης αυτής της δομής.
Η δεύτερη λεπτομέρεια είναι η ανάγκη επανεκτίμησης της κατάστασης, μετά τη διαφαινόμενη μετεξέλιξη της αεροπορικής απειλής από ανατολάς. Όλα δείχνουν ότι ο αριθμός των τουρκικών μαχητικών θα αυξηθεί κατά πολύ, επανερχόμενος στα ψυχροπολεμικά επίπεδα. Ακόμα και όσα F-16 δεν αναβαθμιστούν σε F-16 Block 70 (το αντίστοιχο του ελληνικού «V» με κινητήρες General Electric), θα αναβαθμιστούν στο πλαίσιο εγχώριων προγραμμάτων, που συμπεριλαμβάνουν πληθώρα συστημάτων παραγωγής της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, συμπεριλαμβανομένου και ραντάρ ηλεκτρονικής σάρωσης (AESA) της τουρκικής Aselsan.
Στην εξίσωση θα πρέπει να μπει και η πορεία ανάπτυξης του εγχώριου μαχητικού KAAN. Ενώ έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν πως η κατάληξη του εγχειρήματος δεν είναι εύκολη υπόθεση, συνυπολογισμού χρήζει και η αποδεδειγμένη εμμονή και τελικά ικανότητα της Τουρκίας (πολιτική-στρατιωτική ηγεσία και βιομηχανία) να μη φείδονται προσπαθειών και δαπανών για να επιτευχθεί ο τελικός στόχος. Αυτός είναι η μαζική παραγωγή εγχώριου μαχητικού που θα μειώσει σημαντικά την τιμή μονάδας.
Προφανώς και δεν θα είναι αεροσκάφος πέμπτης γενιάς εφάμιλλο με όσα κυκλοφορούν στη διεθνή αγορά. Εάν όμως έχει τις ικανότητες ενός εξελιγμένου μαχητικού που θα παράγεται σχετικά οικονομικά, θα αποτελέσει ισχυρό πονοκέφαλο για την ελληνική άμυνα, καθώς θα αναλάβει πληθώρα αποστολών. Σε κάθε περίπτωση, η απαξιωτική αντιμετώπιση του προγράμματος θα μπορούσε να αποδειχθεί μοιραίο ελληνικό σφάλμα.
ΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ Ο ΥΕΘΑ ΔΕΝΔΙΑΣ
Τούτων λεχθέντων, ας περάσουμε στην αξιολόγηση των προβλημάτων και των κινδύνων της μεταβατικής περιόδου για την ελληνική αεροπορική ισχύ. Ο Νίκος Δένδιας δείχνει να μην έχει αντιληφθεί επακριβώς την ιδέα περί «πώλησης αξιόμαχων μαχητικών αεροσκαφών, για τη χρηματοδότηση της αγοράς των πλέον σύγχρονων». Δηλαδή, την πώληση των 24 Mirage 2000-5 για να χρηματοδοτηθεί η προμήθεια Rafale F4 και η πώληση των F-4 Phantom και F-16 Block 30 για να χρηματοδοτηθεί το πρόγραμμα των F-35.
Τα Mirage 2000-5 έχουν βαρύνουσα σημασία στον ελληνικό αεροπορικό σχεδιασμό με τις αποστολές που αναλαμβάνουν. Πρόκειται για ένα μαχητικό αεροσκάφος με σημαντικά χαμηλότερο κόστος ανά ώρα πτήσης, παράγοντας εξαιρετικά σημαντικός για την καθημερινή διεκπεραίωση επιχειρησιακών καθηκόντων ρουτίνας. Παρότι τα Rafale είναι σημαντικά πιο προηγμένα αεροσκάφη, πάντα στη «ζυγαριά», αυτό θα σταθμίζεται σε σχέση με τη δαπάνη που απαιτεί ένα δεδομένο επιχειρησιακό αποτέλεσμα. Το μόνο βέβαιο, είναι ότι τα έξι Rafale που αναφέρθηκαν ως αρχική πρόθεση, δεν αντέχουν να ζυγιστούν απέναντι σε 24 Mirage 2000-5.
Εάν υποτεθεί ότι η Ελλάδα θα διαθέτει 40 Rafale F4 (αυτό συνεπάγεται την αναβάθμιση και των υφισταμένων F3R) και το κόστος ετήσιας υποστήριξης ενός εκάστου είναι 5 εκατ. ευρώ κατά προσέγγιση, έχει αντιληφθεί ο ΥΕΘΑ ότι η ετήσια δαπάνη για τον στόλο του συγκεκριμένου τύπου θα ανέρχεται σε 200 εκατ. ευρώ; Κι αυτός ο αριθμός μαχητικών θα αντιπροσωπεύει μόλις το 20% του στόλου. Ακόμα κι αν σε άλλους τύπους προκύπτει χαμηλότερο κόστος υποστήριξης, κάτι που μένει ασφαλώς να αποδειχθεί, εάν υπάρχει ένα δεδομένο, είναι ότι ο λειτουργικός προϋπολογισμός μισού δισ. ευρώ των Ενόπλων Δυνάμεων που υπάρχει σήμερα, είναι ζήτημα εάν θα επαρκεί για την υποστήριξη του αεροπορικού στόλου μαχητικών!
ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ Η ΑΠΟΣΥΡΣΗ
Ακόμα μεγαλύτερο είναι όμως το πρόβλημα της μαζικής αποχώρησης από τον ελληνικό αεροπορικό στόλο 4-5 πολεμικών Μοιρών αεροσκαφών! Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να προβλέψει τα τρομακτικά προβλήματα που θα προκύψουν. Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι η Πολεμική Αεροπορία θα μπορούσε επιχειρησιακά να τα βγάλει πέρα για ένα διάστημα, η εξάντληση του μειωμένου αριθμού μαχητικών αεροσκαφών θα οδηγήσει απαράδεκτα χαμηλές διαθεσιμότητες.
Τα Rafale και τα F-35, όταν κι αν θα συμβασιοποιηθούν, θα απέχουν αρκετά χρόνια από την παραλαβή και την επιχειρησιακή τους ένταξη. Για τα δε F-35, είναι εντελώς απίθανο να αγοραστούν εξ αρχής 40 αεροσκάφη, Εδώ είχαμε φτάσει στο σημείο μιας -απαράδεκτης- συζήτησης, για την πραγματοποίηση μιας δαπάνης ύψους 3 τουλάχιστον δισεκατομμυρίων ευρώ για την προμήθεια μόλις 12 αεροσκαφών του τύπου!
Εν ολίγοις και καταληκτικά, προφανώς θα ήταν ευχής έργο το να βρεθούν αγοραστές για τα F-4 Phantom. Η μαζική όμως πώληση τριών διαφορετικών τύπων μαχητικών πρέπει να επανεξεταστεί, καθότι θα οδηγήσει σε επικίνδυνα αδιέξοδα. Και είναι επιτέλους ώρα, οι στρατηγοί να τα αναλύσουν στην πολιτική ηγεσία, προτού υπάρξουν αποφάσεις που η ιστορία θα αποδείξει ότι ήταν μοιραίες.
*Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA defence-point.gr