Ανταλλαγή πληθυσμών
Η ζωή στην Καππαδοκία δεν ήταν εύκολη, ήταν όμως η ζωή που ήξεραν , η ζωή που έμαθαν από γενιές πριν να ζούνε. Εκεί, στα βάθη της Μικράς Ασίας δημιούργησαν τις οικογένειές τους με στήριγμά τους μόνο την πίστη τους στην ορθοδοξία και την εθνική τους υπόσταση. Έφτιαχναν τις κατοικίες τους μέσα στη γη για να αμυνθούν. Η τιμή ,η περιουσία, και η ζωή τους βρισκόταν στη διάθεση κάθε λογής επιδρομέων. Ο τρωγλοδυτισμός των κατοίκων της Καππαδοκίας δεν έχει περάσει ακόμα στην ιστορία. Στις αρχές του 19ου αιώνα αρχίζουν να κτίζουν τα σπίτια τους στην επιφάνεια, μικρά , απλά και φτωχικά από πέτρα. Οι ασχολίες τους ήταν η γεωργία , το εμπόριο και οι τέχνες. Ο πυρήνας της κοινωνίας της Καππαδοκίας, η οικογένεια, ήταν συγκροτημένος πατριαρχικά. Αρχηγός ήταν ο πατέρας. Τα παιδιά που παντρεύονταν έμεναν γύρω από τη πατριαρχική οικογένεια κτίζοντας παράλληλα και τα νέα τους σπίτια. Για όλα τα σημαντικά ζητήματα αποφάσιζε ο πατέρας.
Η γυναίκα αναλάμβανε το ρόλο της μητέρας, αλλά δεν είχε καμία δυνατότητα να εκφέρει γνώμη για οποιαδήποτε θέμα. Έτσι ακριβώς λειτουργούσε η δομή της κοινωνίας στη Καππαδοκία μέχρι περίπου το 1924, όπου φτάνει η ώρα της ανταλλαγής των πληθυσμών. Το νέο ήρθε και δημιούργησε αντίθετα συναισθήματα στους κατοίκους της Καππαδοκίας. Χαρά και λύπη μαζί: « που θα αφήσουμε τα σπίτια μας;», « οι εκκλησιές μας τι θα γίνουν;». Και από την άλλη η χαρά της επιστροφής στη μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα. Φόβος και ελπίδα : « εκεί που θα πάμε τι θα βρούμε;», « δικοί μας είναι θα μας σταθούν». Έφτιαξαν τα δισάκια τους, πήραν τα ιερά σκεύη και τα εικονίσματα από τις εκκλησιές τους, τα φόρτωσαν στα κάρα και κίνησαν με ενδιάμεσους σταθμούς το Ερεγλί, και το Ουλούκισλα για τη Μερσίνα, τόπος απ’ όπου θα έμπαιναν στα πλοία με προορισμό την Ελλάδα.
Πόνος και ταλαιπωρία . Άντρες, γυναίκες και παιδιά στο μακρύ δρόμο της προσφυγιάς . Στο Ουλούκισλα, μπήκαν στα τρένα και έφτασαν στην Μερσίνα, όπου έμειναν 20 μέρες σε σκηνές . Ήταν κατακαλόκαιρο , η ζέστη δυνατή , η ακαθαρσία ανυπόφορη και οι συνέπειες του συνωστισμού και της απλυσιάς γίνονταν ενοχλητικές. Ήρθε η ώρα που τους φόρτωσαν στα βαπόρια σαν ζώα , ο ένας πάνω στον άλλο. Ψείρα , αρρώστια και πείνα.. Όσοι πέθαιναν τους τύλιγαν σ’ ένα σακί και τους πετούσαν στη θάλασσα.. Παιδιά έχασαν τις μάνες τους ή έμειναν ορφανά. Αυτά ίσως να ήταν το τίμημα της επιστροφής!
Όταν έφτασαν στον Πειραιά έμειναν μέσα στο πλοίο δέκα μέρες περίπου κι εδώ αρκετοί πέθαναν από τις κακουχίες και την ακαθαρσία του βαποριού. Τους κούρεψαν για τις ψείρες και τους έβαλαν σ’ άλλα πλοία . Εδώ τελείωσαν τα βάσανα του ξεσηκωμού. Άρχισε όμως η διασπορά και το θέρισμα από την ελονοσία.
Οι ντόπιοι δεν τους ήθελαν - ήταν κατώτεροι. Τους κοιτούσαν με μισό μάτι, όπως χαρακτηριστικά λένε οι ίδιοι, μα ήταν μόνο πρόσφυγες. Σ’ ένα άγνωστο τόπο και με ένα μέλλον αβέβαιο. Ξεκληρίστηκαν ολόκληρες οικογένειες από τις επιδημίες....Όσο κι αν ψάξανε να βρούνε μέρος για να καθίσουν όλοι μαζί, όπως ήταν στα χωριά τους στην Καππαδοκία δεν βρέθηκε. Έτσι χωρίστηκαν και σκορπίστηκαν στους τέσσερις ανέμους της Ελλάδας.
Επιλέξανε τον τόπο που τους ταίριαζε καλύτερα και ξεκίνησαν απ’ την αρχή. Πήραν δάνεια κι ολόκληρες οικογένειες μαζί αγόρασαν ένα βόδι ή ένα κάρο για να πέσουν με τα μούτρα στη δουλειά και να σταθούν στα πόδια τους. Δούλεψαν σκληρά πολύ σκληρά. Οι ξακουστοί κετσετζήδες (παπλωματάδες) έπιασαν κι εδώ δουλειά. Ξεκινούσαν από τον τόπο τους και περπατούσαν αμέτρητα χιλιόμετρα κάθε μέρα στην Αθήνα διαλαλώντας την τέχνη τους . Γυρνούσαν στα σπίτια τους μετά από πολλούς μήνες, να σπείρουν τα χωράφια τους , να κόψουν ξύλα, να πουλήσουν , να ασχοληθούν με την οικογένεια. Στο διάστημα που λείπουν οι άντρες από τα σπίτια τους , η γυναίκα παίρνει τη θέση τους. Αυτή θα κόψει ξύλα , θα βγάλει τα ζώα στη βοσκή, θα διαπαιδαγωγήσει τα παιδιά. Ακόμη και τα παιδιά ανάλογα με την ηλικία τους έκαναν χίλιες δυο δουλειές, ήταν στήριγμα και χρήσιμα για την οικογένεια.
Με τον καιρό δημιουργήθηκαν, έφτιαξαν περιουσίες , απόκτησαν τα δικά τους σπίτια και χωράφια, μα δεν ξέχασαν ούτε στιγμή την καταγωγή τους και τα χωριά τους εκεί στα βάθη της Ανατολίας, στην Καππαδοκία. Προπάντων δεν ξέχασαν ούτε για μια στιγμή την πίστη τους στο Θεό και στην Ορθοδοξία, απ’ όπου αντλήσανε δύναμη. Ούτε όταν μάζευαν τα λίγα υπάρχοντά τους , ούτε όταν τους φόρτωσαν στα βαπόρια , ούτε κι όταν οι ντόπιοι τους γυρνούσαν την πλάτη.
Σήμερα, εμείς, 4η γενιά αυτών των ανθρώπων , ανατριχιάζουμε και δακρύζουμε όταν θυμόμαστε τις ατέλειωτες ιστορίες για την πατρίδα που έλεγαν οι παππούδες μας. Ιστορίες που είχαν μόνο αρχή, κι αν η ζωή τους τέλειωσε, οι ιστορίες αυτές δεν τέλειωσαν ποτέ και δεν θα τελειώσουν ούτε στο μέλλον, γιατί εμείς θυμόμαστε και δεν ξεχνούμε ότι είμαστε Καππαδόκες.
(Μαρτυρίες προσφύγων από το βιβλίο Η ΕΞΟΔΟΣ)
[Λαοί χωρίς μνήμη, είναι λαοί χωρίς μέλλον. Θα πρέπει να έχουμε πάντοτε ζωντανή την μνήμη μας. για να αποθαρρύνουμε εκείνους, οι οποίοι επωφελούμενοι από το άλλοθι της λησμοσύνης, θα μπορούσαν να επαναλάβουν παρόμοια γεγονότα εις βάρος της φυλής μας. Ας μην ξεχνάμε ότι η λήθη της ιστορίας μπορεί να φέρει την επανάληψη με απρόβλεπτες συνέπειες]
Πηγή: kapadokikokarditsas
ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΦΑΡΑΣΣΩΝ
Αλφαβητικά:
Αφσάρι
Βαρασσός
Γαριπστσάς
Γαρσάντης ή Φκωσί
Κίσκα
Πες Καρτάς
Ποστάνλουχ ή παχτέτσιχ κιοι
Σατί
Ταστσή
Τσουχούρι
Χοντσάς
Χωριά της περιοχής Σεβάστειας
Ρουμ Καβάκ
Τασλίκ
Τεβελλή
Τσουχούρ Οζ Βατάν
Τα χωριά της περιοχής Σεβάστειας δημιουργήθηκαν από κατοίκους οι οποίοι έφυγαν από τα χωρία των Φαράσσων. Ήταν χωριά τουρκόφωνα.
Στον Άγιο Κωνσταντίνο (Τεβελλή) πήγαιναν οι Φαρασσιώτες να πουλήσουν και να αγοράσουν.
Όλα τα παραπάνω χωριά (περιοχής Φαράσσων και Σεβάστειας) ανήκαν εκκλησιαστικά στην Μητρόπολη Καισάρειας Καππαδοκίας.
Πηγή: farassiotis.gr
Τα Φάρασα
Τα Φάρασα είναι ένα σύμπλεγμα χωριών στην Καππαδοκία, αποτελούμενο την περίοδο της ανταλλαγής από 10 Ρωμέικα χωριά. Ήταν μια περιφέρεια στην οποία γινόταν συνεχόμενα εσωτερική μετανάστευση, ιδρύονταν νέα χωριά και εγκαταλείπονταν άλλα ανά τους αιώνες και μόνο σε μια μικρή απόσταση μεταξύ τους. Το 1924, τα χωριά των Φαράσων αποτελούνταν από τον Βαρασό, το Αφσάρι, το Τσουχούρι, το Ταστσί, την Κίσκα, τον Χοστσά, το Μπέσκαρντας, το Σατί, την Κουρούμζα και το Φκόσι ή Κάρσαντι. Το Ξουρδζάιδι είναι το τελευταίο χωριό το οποίο είχε εγκαταλειφθεί μόλις το 1875 και οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στα γύρω χωριά, όπως και το Παχδζαδζούχι την ίδια περίπου περίοδο. Χωριά τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί τα παλαιότερα χρόνια ήταν ο Άγιος ή Μανάγιο, Πελεχώρι, Σα πάνω Γιάννα, Σα κάτω Γιάννα, Δερπάνι, Σου Σταυρού, Αε Πρόδρομος το οποίο και κατοικούνταν μέχρι και το 1924 με 5 οικογένειες, Τεμπαρα κ.α. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στην περιφέρεια των Φαράσων, σημειώνονται και ορισμένα χωριά τα οποία διατηρούσαν συγγενικές σχέσεις με τα υπόλοιπα χωριά των Φαράσων, είχαν όμως αλλαξοπιστήσει περίπου την περίοδο του 1821. Τα χωριά αυτά εκτός των σχέσεων που είχαν με τους υπόλοιπους ρωμιούς, διατηρούσαν τόσο τα ίδια ήθη και έθιμα όσο και την Φαρασιώτικη ελληνική διάλεκτο. Ήταν η Αχγιαβού, η Πάνου Τζαχηρού και η Κάτω Τζαχηρου, οι Τζαβτάρτες και η Παραζυέμη.
Το εντυπωσικό με τα εγκαταλελειμμένα χωριά τα οποία αναφέρθηκαν είναι ότι οι Φαρασιώτες τα επισκέπτονταν συχνά, διατηρούσαν εκεί αμπέλια και χωράφια και λειτουργούσαν τις κατά τα άλλα εγκαταλελειμμένες εκκλησίες. Στην περιφέρεια αυτή των Φαράσων διακρίνονται και πολλά κάστρα τα οποία τοποθετούνται στους παλαιότερους οικισμούς. Στους Γαλάδες ( κάστρα ) συνήθιζαν να κατοικούν οικογένειες Φαρασιώτων οι οποίοι φέρουν μέχρι και σήμερα το ‘’παρατσούκλι’’ Γαλαδότες.
Τα χωριά Φκόσι ( Κάρσαντι ) και Αφσάρι, είναι από τις πρώτες αποικίες του Βαρασού 18ο -19ο αιώνας. Αντίθετα, τα χωριά Τσουχούρι και Σατί, είναι τα τελευταία χωριά που ιδρύθηκαν την δεκαετία του 1860 από κατοίκους του Αφσαριού. Λίγο νωρίτερα είχε προηγηθεί η ίδρυση των υπόλοιπων χωριών όπως το Ταστσί από κατοίκους του χωριού Παχδζαδζούχι. Στην Ελλάδα ήρθαν Πρόσφυγες κάτοικοι οι οποίοι ήταν και οι πρώτοι μετανάστες και ιδρυτές των αποικιών. Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ότι τα Φάρασα δεν ανήκαν στην Πύλη ( Σουλτάνο ), αλλά στην διοίκηση της δυναστείας των Κοζάνογλου από το 1512 έως το 1876 όπου και καταλύθηκε η συγκεκριμένη δυναστεία. Έτσι τα Φάρασα την τεράστια αυτή περίοδο κάτω από την δυναστεία των Κοζάνογλου, είχαν μια ουσιαστική ‘’αυτονομία’’.
Με τον ερχομό τους στην Ελλάδα, οι Φαρασιώτες εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη με επίκεντρο την Μακεδονία. Το μεγαλύτερο μέρος των Φαρασιωτών εγκαταστάθηκε στην Δυτική Μακεδονία ( Κοζάνη και Γρεβενά), έτσι, στον νομό Κοζάνης, στον Βαθύλακκο εγκαταστάθηκαν 80 οικογένειες, στα Πετρανά 94 οικογένειες και στον Ανθότοπο περίπου 30 οικογένειες, σύνολο 204 Φαρασιώτικες οικογένειες από τις 751 οικογένειες που κατέγραψε το ΚΜΣ. Στον νομό Γρεβενών εγκαταστάθηκαν στα χωριά Φελλί, Δοξαράς, Βατόλακκος και Μυρσίνη. Οι υπόλοιποι Φαρασιώτες εγκαταστάθηκαν στο Μοσχάτο Αττικής, στην Κόνιτσα Ιωαννίνων, στην Αγροσυκιά Πέλλας, στον Μυλότοπο Γιαννιτσών, στο Πλατύ Ημαθίας και σε χωριά της Δράμας. Όλοι οι παραπάνω τόποι διατηρούν μέχρι και σήμερα συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους όπως και στην Πατρίδα.
*Ο εικονιζόμενος χάρτης δημιουργήθηκε από τον Φαρασιώτη Πρόσφυγα, ερευνητή και λαογράφο των Φαράσων, τον ιερέα Θεόδωρο Θεοδωρίδη. Απεικονίζει τα σημαντικότερα στοιχεία της περιφέρειας των Φαράσων
Πηγή: farasiotes
Από τα Φάρασα της Καππαδοκίας στον Βαθύλακκο Κοζάνης
Ανδρέας Κωνσταντινίδης
Σύμφωνα με την απογραφή του 1928 στους οικισμούς Βαθύλακκος και Νέα Συγή, καταγράφονται 252 άντρες και 237 γυναίκες, σύνολο 489 άτομα. Στο βιβλίο του κ. Πελαγιδη (Η αποκατάσταση των προσφύγων στην Δυτική Μακεδονία 1923-1930), γίνεται αναφορά σε 159 οικογένειες και 661 άτομα. Αξίζει να σημειωθεί πως το 1930 ( 31-3-1930, ΦΕΚ 94/1930 ) γίνεται η συνένωση του συνοικισμού Νέας Συγής με την κοινότητα Βαθυλάκκου. [iEpikaira: O Βαθύλακκος πριν την ανταλλαγή λεγόταν "Κετσιλέρ" και μετά την ανταλλαγή μετονομάστηκε αφού έγινε μετάφραση από το Φαρασσιώτικο "Τσοχούρ" που σημαίνει βαθύς λάκκος.]
Αρχικά, παρουσιάζονται μόνο τα στοιχεία τα οποία αντλήθηκαν από τον ονομαστικό κατάλογο αγροτών προσφύγων του 1928, μετά από πολυετή προσωπική ενασχόληση στην καταγραφή των Φαρασιωτών του Βαθυλάκκου. Στον κατάλογο αυτό, υπάρχουν καταγεγραμμένοι οι αρχηγοί οικογενειών των προσφύγων. Ο πίνακας ολοκληρώνεται με την καταγραφή της οικογενειακής κατάστασης κάθε πρόσφυγα που αναφέρεται ως αρχηγός οικογένειας στον παρακάτω πίνακα (αριθμός τέκνων, σύζυγοι, κ.α), με στοιχεία τα οποία αντλήθηκαν από μαρτυρίες απογόνων προσφύγων, κοινοτικά στοιχεία, κ.α.
[iEpikaira: Όποιος είχε την ευλογία να παρακολουθήσει την σειρά "Άγιος Παΐσιος: Από τα Φάρασσα στον Ουρανό"... ας βγάλει τα συμπεράσματά του... για την επιλογή του τίτλου που επιλέξαμε. Περισσότερα ΕΔΩ!]
Πηγή: farasiotes











.png)
