Του καθηγητή Διεθνών Σχέσεων, Γιάννη Βαληνάκη
Το ζητούμενο είναι αν οι διαφορετικές επιδιώξεις των δύο μερών (διατήρηση ή αναθεώρηση του status quo) εξυπηρετούνται συμμετρικά από το άτυπο μορατόριουμ («πάγωμα») που έχει συμφωνηθεί κι αν ο νέος διάλογος «καζάν-καζάν» (με ή χωρίς Χάγη) που έχει κατά νου ο κ. Ερντογάν θα είναι τελικά κερδοφόρος για τη χώρα μας.
Υπάρχουν δύο τρόποι προσέγγισης της πρόσφατης επίσκεψης Ερντογάν στη χώρα μας και του νέου διαλόγου που επανεκκίνησε. Η επικοινωνιακή/αποσπασματική που εκλαμβάνει τις επιδιώξεις των δύο χωρών ως παρόμοιες (ειρήνη, σταθερότητα κλπ) και εστιάζει «ευχολογικά» στις άμεσες εντυπώσεις, και η πολιτική/στρατηγική ανάλυση που συν-αξιολογεί τις μεταξύ τους δομικές ασυμμετρίες και όλα τα σχετικά δεδομένα και επικεντρώνεται στην ουσία. Σε κάθε περίπτωση το ζητούμενο είναι αν οι διαφορετικές επιδιώξεις των δύο μερών (διατήρηση ή αναθεώρηση του status quo) εξυπηρετούνται συμμετρικά από το άτυπο μορατόριουμ («πάγωμα») που έχει συμφωνηθεί κι αν ο νέος διάλογος «καζάν-καζάν» (με ή χωρίς Χάγη) που έχει κατά νου ο κ. Ερντογάν θα είναι τελικά κερδοφόρος για τη χώρα μας.
Η πρώτη, εν τάχει και χωρίς εμβάθυνση, χαρακτηρίζει μια επιμελώς αποστειρωμένη επίσκεψη ως «ιστορική», με αναφορές μέχρι και στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Στέκεται στις εκατέρωθεν δηλώσεις κατά την επίσκεψη, τεκμαίροντας ότι «αναδεικνύουν όσα μας ενώνουν» και καθιστούν το Αιγαίο «γέφυρα», ενώ εμπιστεύεται ξαφνικά τον «φίλο» Ερντογάν επειδή αυτή τη φορά μας αποκάλεσε «αδέρφια» και υπέγραψε τη «Διακήρυξη Φιλίας» με τον «φίλο Κυριάκο», υπογραμμίζοντας υπαινικτικά και ότι μια τέτοια Διακήρυξη επιδιωκόταν ανεπιτυχώς επί δεκαετίες από ελληνικές κυβερνήσεις. Όλα αυτά διανθίζονται με τα απαραίτητα «σύγχρονα παραπολιτικά» (το πρωθυπουργικό σκυλάκι, η αναφορά του Τούρκου προπονητή του Παναθηναϊκού σε πιθανή συμμετοχή των δύο ηγετών σε αγώνα μπάσκετ κατά την επόμενη συνάντησή τους στην Άγκυρα, κλπ).
Ανεξάρτητα όμως από υπερβολές, ο δημόσιος διάλογος περιορίστηκε στη σημασία των 15 συμφωνιών «θετικής ατζέντας» που υπογράφηκαν και αφορούν στην ανάπτυξη της εμπορικής, τουριστικής, ενεργειακής και άλλης συνεργασίας. Η πολυδιαφημισθείσα θετική ατζέντα πολλών συμφωνιών και η έλευση εκατοντάδων επιχειρηματιών δεν φαίνεται να απέδωσαν προσώρας τα αναμενόμενα. Τεχνικές συμφωνίες διεύρυνσης της διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ γειτόνων είναι μεταξύ ευρωπαικών κρατών μια συνηθισμένη πρακτική που περνά σχεδόν απαρατήρητη ως αυτονόητα θετική. Αυτονόητα, η ενίσχυση μιάς συνοριακής διάβασης όπως η 2η γέφυρα των Κήπων ή η ηλεκτρική διασύνδεση και η εκατέρωθεν αναγνώριση πτυχίων επαγγελματικής εκπαίδευσης ασφαλώς κινούνται σε θετική κατευύθυνση. Όμως οι περισσότερες συμφωνίες, προσώρας δευτερεύουσας πολιτικής σημασίας, είναι ακόμη στο στάδιο των Κοινών Δηλώσεων/διακήρυξης προθέσεων και όχι απτών αποτελεσμάτων.
Παράλληλα προβάλλεται στις περισσότερες αναλύσεις της σχολής αυτής ως σημαντικότερο επίτευγμα της επίσκεψης η εμπέδωση του ήπιου κλίματος μέσα από την επίτευξη ενός διμερούς μορατόριουμ. Ο κύριος στόχος είναι δηλ. κατά τα φαινόμενα ένα προσωρινό πάγωμα των θερμών και επικίνδυνων ζητημάτων, γεγονός που υποστηρίζεται ότι εξασφαλίζει στην Ελλάδα «ήρεμα νερά», «ήσυχα καλοκαίρια», «αποφυγή εξέλιξης κάθε κρίσης σε ένταση και σύγκρουση» κοκ. Ωστόσο, η συγκεκριμένη σχολή φαίνεται να εκλαμβάνει αβασάνιστα ως δεδομένο ότι και η Τουρκία επιθυμεί οπωσδήποτε τη σταθερότητα και μια σχέση δίχως εντάσεις. Η παραδοχή αυτή προφανώς οδηγεί όμως σε λογικά αδιέξοδα όταν πανελληνίως αναγνωρίζεται ότι η γείτων επιδιώκει αναθεώρηση του status quo σε θάλασσα, αέρα, έδαφος κλπ. Όπως επίσης πανελληνίως αναγνωρίζεται ότι με εργαλείο καινοφανείς θεωρίες και τη χρήση απειλών, είναι εκείνη ακριβώς που συστηματικά προκαλεί τις κρίσεις προσπαθώντας να εξωθήσει σε υποχωρήσεις την Ελλάδα και την Κύπρο και σε διλήμματα του τύπου: «είτε προσχωρείτε στις απόψεις μου στο τραπέζι» (έτσι εννοεί κι όχι ως συμβιβασμό ο κ. Ερντογάν το γνωστό «καζάν-καζάν»), είτε «θα έρθω μια νύχτα ξαφνικά».
Τον έτερο τρόπο προσέγγισης θα επιχειρήσουμε εν προκειμένω, με βάση μια πολυπαραγοντική ανάλυση συμπερίληψης όλων των σχετικών δεδομένων: δηλ. της Διακήρυξης των Αθηνών, των συμφωνιών που υπογράφηκαν, των επίσημων δηλώσεων κατά (και μετά) τις συναντήσεις αλλά και της προηγηθείσας σημαντικότατης συνέντευξης του κ. Ερντογάν στην Καθημερινή. Θα ήταν εξάλλου λάθος να μη συσχετιστούν και συν-αξιολογηθούν όλα τα παραπάνω με τα γεγονότα και τις δηλώσεις των τελευταίων ετών, ακόμη και με όσα συνέβησαν κατά την α’ φάση (10 μήνες) του ήπιου κλίματος/μορατόριουμ μετά τον σεισμό στην Τουρκία.
Με τη Διακήρυξη των Αθηνών προς ένα νέο Πολιτικό Διάλογο
Κατά την ανάλυση του ίδιου του κειμένου της Διακήρυξης οφείλουμε εξαρχής να σημειώσουμε ότι αποτελεί ουσιαστικά ένα πολιτικό πλαίσιο γενικών αρχών της διμερούς σχέσης, αφού με ειδική έμφαση ξεκαθαρίζει ότι «δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία, δεσμευτική για τα Μέρη κατά το διεθνές δίκαιο. Καμία πρόνοια της Διακήρυξης αυτής δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι παράγει νομικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τα Μέρη». Υπό την έννοια αυτή, δηλ. ως αμοιβαία αποδεκτό πλαίσιο βασικών κανόνων ειρηνικής συνύπαρξης και επίλυσης διαφορών με μια Τουρκία που καταπατά καθημερινά πλείστους τέτοιους κανόνες, προφανώς η Διακήρυξη έχει την αξία της. Λόγω όμως της σοβαρότητας του θέματος απαιτείται μια βαθύτερη ανάλυση.
Στο σκεπτικό της Διακήρυξης των Αθηνών τονίζεται πχ. «ότι, προκειμένου να ενισχυθούν οι σχέσεις καλής γειτονίας, αμφότερα τα Μέρη, χωρίς να θίγονται οι εκατέρωθεν νομικές θέσεις τους, θα καλλιεργούν πνεύμα αλληλεγγύης απέναντι στις τρέχουσες και μελλοντικές προκλήσεις» (παρ. PP5). Εκ πρώτης όψεως φαίνεται αυτονόητο να απαιτείται συμμετρικά και από τις δύο πλευρές η αναφορά στην ανάγκη «καλής γειτονίας». Όμως ισχύει ακόμη το Διαπραγματευτικό Πλαίσιο που επιβλήθηκε το 2005 στην Τουρκία από Ελλάδα, Κύπρο και ΕΕ και το οποίο δεν ήταν συμμετρικό: η Άγκυρα ήταν εκείνη που αναλάμβανε να συμμορφωθεί με τους κανόνες της καλής γειτονίας και να άρει συγκεκριμένες απειλές, ενώ η Ελλάδα και Κύπρος αναλάμβαναν ρόλο κριτή (με δικαίωμα βέτο) της συμμόρφωσης αυτής. Εξάλλου, μόνο απορία μπορεί να προκαλέσει το ότι οι δύο χώρες θα αντιμετωπίζουν πλέον τις διεθνείς προκλήσεις (πχ. Μεσανατολικό, Ουκρανία κλπ) «με αλληλεγγύη»…
Στην Διακήρυξη, ουδόλως τυχαία, υπογραμμίζεται σε διάφορα σημεία (PP6, OP1) ότι στόχος της προσέγγισης είναι η «επίτευξη αποτελεσμάτων» γι’ αυτό οι διαβουλεύσεις των Μερών πρέπει να είναι «συνεχείς, εποικοδομητικές και ουσιαστικές». Η διατύπωση αυτή -φαινομενικά θετική και συμμετρική – είναι πιθανότατα τουρκικής έμπνευσης αφού αντιτίθεται στις μύχιες αλλά και δημόσιες επιθυμίες της Αθήνας που ευελπιστεί να παγώσει για αρκετά ακόμη χρόνια τα «φλέγοντα» διμερή προβλήματα (οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών κλπ), ενώ βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με την καταγεγραμμένη επιδίωξη της Άγκυρας για άμεσα και μετρήσιμα αποτελέσματα.
Ως προς τις πάντα χρήσιμες αναφορές στο διεθνές δίκαιο, αυτές εμφανίζονται πάντως ως εξαιρετικά γενικόλογες αφού τα Μέρη απλώς υπενθυμίζουν (PP7) ότι «μεταξύ των θεμελιωδών σκοπών του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και των παγκοσμίως αναγνωρισμένων αρχών του διεθνούς δικαίου, είναι η διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και η φιλική συνεργασία μεταξύ των κρατών». Χρήσιμη και θετική είναι αναμφίβολα στο ίδιο τμήμα των γενικών αναφορών (PP8) και η διατύπωση:« Έχοντας αποφασίσει να καλλιεργούν φιλικές σχέσεις, αμοιβαίο σεβασμό, ειρηνική συνύπαρξη και κατανόηση και να επιλύουν κάθε διαφορά μεταξύ τους με ειρηνικά μέσα και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο». Ωστόσο, στα χέρια ενός πολυπρόσωπου Ερντογάν, μια γενικόλογη αναφορά στο διεθνές δίκαιο χωρίς πχ. τη συμπληρωματική επίκληση του Δικαίου της Θάλασσας ή της σχετικής Σύμβασης UNCLOS μειώνει αισθητά την αξία της, αφού κάλλιστα επιτρέπει στην Άγκυρα να συνεχίσει να επικαλείται (όπως ήδη κάνει) το διεθνές δίκαιο, παραπέμποντας μάλιστα, συνήθως διαστρεβλωτικά, στις εξαιρέσεις διεθνών κανόνων και συμφωνιών. Στην ίδια λογική ευθεία των αξιοπερίεργων παραλείψεων της Διακήρυξης θα πρέπει να επισημανθεί η έλλειψη οποιασδήποτε- έστω και γενικόλογης- αναφοράς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στις αρχές και τις αξίες της, δεδομένης της (έστω και υποκριτικής αλλά πάντως διακηρυσσόμενης) επιθυμίας του Τούρκου Προέδρου να επανεκκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις.
Αντίθετα με τα παραπάνω, η παράγραφος PP9 εντάχθηκε προφανώς με ελληνική επιμονή αφού περιγράφει τις δικές της (εκ πείρας) ανησυχίες, εκ διαμέτρου αντίθετες από τις τουρκικές πρακτικές και επιδιώξεις. Σ’ αυτήν υπογραμμίζεται «η σημασία των αποτελεσματικών διαύλων και μηχανισμών επικοινωνίας σε κάθε επίπεδο για την επιτυχή διαχείριση των διμερών σχέσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στην αποφυγή συγκρουσιακών καταστάσεων και δυνητικής κλιμάκωσης».
Πέρα όμως από το πρώτο τμήμα με τις γενικές αρχές της Διακήρυξης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το δεύτερο που απαριθμεί τί ακριβώς συμφώνησαν τα Μέρη (το «δια ταύτα» δηλ.) και το οποίο περιλαμβάνει τη συμμετοχή τους (OP1) «σε συνεχείς εποικοδομητικές και ουσιαστικές διαβουλεύσεις» με βασικό πυλώνα (πέραν της θετικής ατζέντας και των ΜΟΕ) τον «Πολιτικό Διάλογο» «σε θέματα αμοιβαίου συμφέροντος» και σε «Διερευνητικές/ Διαβουλευτικές συνομιλίες».
Αναφορά γίνεται εδώ στον πυρήνα των ε/τ προβλημάτων και συμφωνείται όχι απλά να συμμετέχουν τα μέρη στις συνομιλίες, αλλά αυτές να είναι «συνεχείς», «εποικοδομητικές» και «ουσιαστικές». Με λίγα λόγια, η Τουρκία «εγκλωβίζει» τη χώρα μας στο τραπέζι των συνομιλιών, παρεμποδίζοντας οποιαδήποτε ελληνική προσπάθεια να αναβάλει τα «καυτά» θέματα της διαπραγμάτευσης ή να επιλέξει μια άλλη, πιο συμφέρουσα, διαδικασία. Στον όρο «διερευνητικές» που προτιμά η Αθήνα, η Άγκυρα πρόσθεσε και τον όρο «διαβουλευτικές» (όπως τις αποκαλούσε τον τελευταίο καιρό) για να τονίσει ότι εισερχόμαστε σε ένα επίπεδο διαλόγου ουσίας. Την εικόνα συμπληρώνουν υπαινικτικά και οι επόμενες παράγραφοι (OP2 και 3) κατά τις οποίες τα Μέρη «δεσμεύονται να απέχουν από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία, ή ενέργεια που θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να απαξιώσει το γράμμα και το πνεύμα αυτής της Διακήρυξης ή να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή τους. Τα Μέρη θα προσπαθήσουν να επιλύσουν οποιαδήποτε διαφορά προκύψει μεταξύ τους με φιλικό τρόπο, μέσω απευθείας διαβουλεύσεων μεταξύ τους ή με άλλα μέσα αμοιβαίας επιλογής, όπως προβλέπεται στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».
Τέτοιες δεσμεύσεις ηχούν συνήθως ως λογικές και αμφοτεροβαρείς μεταξύ Ευρωπαίων γειτόνων. Όμως όταν διατυπώνονται από μια Τουρκία που δεν έχει παραιτηθεί από οποιαδήποτε διεκδίκηση, ούτε κάν «ως φίλη» από το casus belli, αντιλαμβάνεται κανείς ότι διανοίγεται ένα τεράστιο πεδίο σκόπιμων παρερμηνειών. Δεδομένων των συγκεκριμένων διατυπώσεων η Άγκυρα προσδοκά να ματαιώσει αφενός την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 νμ, αλλά και να αποτρέψει οποιαδήποτε ελληνική κίνηση θεωρήσει ότι στρέφεται εναντίον των συμφερόντων της (ακόμη και lobbying προς τρίτες χώρες ή στο πλαίσιο πχ. της ΕΕ).
Από την άλλη, με βάση την πρόνοια αυτή, η χώρα μας (θεωρητικά όμως, γιατί δεν διαφαίνεται τέτοια πρόθεση) μπορεί και πρέπει να αξιώσει τον τερματισμό κάθε προσβλητικής, αναθεωρητικής ή πολεμοχαρούς ενέργειας ή δήλωσης εκ μέρους της γείτονος. Πχ. να απαιτήσει την άρση του casus belli, την απαγόρευση εξόδου ερευνητικών ή άλλων σκαφών της Τουρκίας σε Αιγαίο, Αν. Μεσόγειο κλπ.
Στον νέο Πολιτικό Διάλογο που ξεκινά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ρ.Τ. Ερντογάν εννοεί να πιέσει για «αποτελέσματα» με τον δικό του τρόπο. Χαρακτηριστικό δείγμα το μειονοτικό. Επαινέθηκε η σπάνια «αυτοσυγκράτησή» του να μην ανταπαντήσει κατά τις δημόσιες δηλώσεις αφού ο Κ. Μητσοτάκης τον διόρθωσε σε σχέση με την επίσημη ονομασία της μειονότητας (μουσουλμανικής αντί τουρκικής). Παραβλέπεται όμως ότι στη συνέχεια ο Τούρκος Πρόεδρος «ανταπάντησε» με μια σχεδόν αποσιωπηθείσα δίωρη συνάντησή του στην τουρκική πρεσβεία με τη μειονοτική ηγεσία: απαξιώνοντας την ελληνική Πολιτεία συναντήθηκε με τους ψευδομουφτήδες, την οικογένεια του εκλιπόντος σκληρού μειονοτικού ηγέτη Α. Σαδίκ και άλλα ακραία στοιχεία. Άλλωστε στη δημόσια τοποθέτησή του ο κ. Ερντογάν ζήτησε επιπλέον μέτρα υπέρ της μειονότητας, τα οποία έμμεσα φάνηκε να μην αποκλείει και ο Κ. Μητσοτάκης.
Εντύπωση προκάλεσε και η απαράδεκτη τουρκική αναφορά στο κλείσιμο του «στρατοπέδου τρομοκρατών» του Λαυρίου που επιχειρείται να μοχλευτεί με στόχο μια ευρύτερη συνεργασία κατά του PKK και άλλων «τρομοκρατών». Δυστυχώς το (μονομερώς) προσφερθέν δώρο στους Τούρκους λίγες μέρες πριν τη Σύνοδο στο Βίλνιους, τους άνοιξε την όρεξη: το κλείσιμο του Λαυρίου, ενός απλού προσφυγικού καταυλισμού, πραγματοποιήθηκε τόσο αδέξια που φάνηκε έμμεσα να δικαιώνει την τουρκική προπαγάνδα όταν, πριν την εκκένωση, τα τηλεοπτικά πλάνα έδειχναν τη σημαία του PKK κρεμασμένη σε μπαλκόνια της δομής…
Τα ασύμμετρα κέρδη από το επιχειρούμενο μορατόριουμ
Πολλοί εγχώριοι και ξένοι αναλυτές θεωρούν ότι η επίσκεψη και η σχετική Διακήρυξη εμπεδώνουν ένα μορατόριουμ με πάγωμα των θερμών και δύσκολων θεμάτων, μέχρι να εξευρεθεί μια «ευνοϊκότερη συγκυρία» στο μέλλον. Δείγμα θετικό του μορατόριουμ αποτελεί αναμφίβολα η τουρκική αποχή από πτητική δραστηριότητα στο Αιγαίο ως αποτέλεσμα του σεισμού του Φεβρουαρίου 2023 στην Τουρκία – εφόσον βέβαια δεν οδηγεί σε συμμετρία δικαιωμάτων των δύο χωρών στην περιοχή. Η πτητική νηνεμία παρουσιάζεται ως προάγγελος των μεγάλων δυνατοτήτων προόδου που θα απορρέουν από το ήπιο κλίμα.
Όμως η ερμηνεία περί συμφωνημένης αναβολής των «καυτών» φακέλων για το μέλλον είναι εμφανής κυρίως στην ελληνική πλευρά («η προσφυγή στη Χάγη θα συζητηθεί όταν ωριμάσουν οι συνθήκες», ή «προοπτικά θα το πράξουμε»). Κι αυτό γιατί, τόσο το κείμενο της Διακήρυξης, όσο και οι συνομιλίες που διεξήχθησαν, εκπέμπουν την αδημονία του κ. Ερντογάν για «αποτελέσματα», μετά από πολυετείς προσπάθειές του να εγκλωβίσει την Ελλάδα σε τραπέζι διαπραγματεύσεων «επί της ουσίας», από το οποίο η Αθήνα κάθε φορά επιτυγχάνει να «ξεγλιστρήσει» δια της συνεχούς αναβολής.
Στο πλαίσιο αυτό τίθεται το κεντρικό ερώτημα : ποιόν ευνοεί η πάροδος του χρόνου και η επιχειρούμενη για μια ακόμη φορά αναβολή των καυτών ζητημάτων; Προφανώς η ορθότερη απάντηση είναι: όποιον αξιοποιεί περισσότερο τον παράγοντα χρόνο για να ισχυροποιήσει αποφασιστικά τη διαπραγματευτική και γενικότερη θέση του.
Ερευνητέο, στο πλαίσιο αυτό, τί ακριβώς αναμένεται να αποκομίσει κάθε μέρος από το εν λόγω μορατόριουμ. Ποιόν δηλ. συμφέρει περισσότερο;
Κέρδη Ελλάδας:
α. Γενικά, ως μεγαλύτερο κέρδος για μια χώρα φιλειρηνική και υπέρ της σταθερότητας, νοείται η εξάλειψη των εντάσεων προκειμένου «να μην επιστρέψουμε στις κρίσεις του 2019-2022» («Οι διαφωνίες δεν θα παράγουν κρίσεις»).
β. Κατά κόρον προβάλλεται επίσης ως μεγάλο κέρδος η εξοικονόμηση πόρων από το πάγωμα των αναχαιτίσεων και αερομαχιών στο Αιγαίο που αποτελεί και το μόνο απτό αποτέλεσμα των «ήρεμων νερών». Σύμφωνα με τον υπολογισμό του δημοσιογράφου Β. Νέδου, ο οποίος σύγκρινε το κόστος των αναχαιτίσεων τους πρώτους δέκα μήνες του 2022 με αυτό των αντίστοιχων του 2023, η Ελλάδα εξοικονόμησε 22,5 εκ.€ («Καθημερινή»,3.10.2023).
γ. Διαφαίνεται γενικότερα μια (ακόμη) διστακτική προσπάθεια να περικοπούν αποφασισθέντα ή προετοιμαζόμενα εξοπλιστικά προγράμματα ως «υπερβολικά», με «δεδομένο το ήπιο κλίμα» ως «μέρισμα της ειρήνης». Υπενθυμίζεται όμως ότι ιστορικά η χώρα μας συνηθίζει να ανακοινώνει μεγάλες στρατιωτικές προμήθειες μετά από κάθε ε/τ κρίση, να τις περικόπτει στη συνέχεια όταν γίνεται επανεκκίνηση του διαλόγου, αλλά τελικά στην επόμενη κρίση να συλλαμβάνεται εκ νέου με ανεπαρκή εφόδια και προετοιμασία.
δ. Ως έμπρακτο πρώτο βήμα προς μια «νέα εποχή» παρουσιάζονται εξάλλου η θετική ατζέντα και οι συναφείς 15 συμφωνίες συνεργασίας. Ειδικά το πολυδιαφημισμένο πρόγραμμα για «εύκολη» βίζα διάρκειας ενός έτους με συνοπτικούς ελέγχους στα νησιωτικά λιμάνια «εισόδου- εξόδου», ενθαρρύνει Τούρκους τουρίστες να κατακλύζουν τα ανατολικότερα νησιά μας όλο τον χρόνο. Υπενθυμίζεται ότι ανάλογα αλλά συντομότερα προγράμματα έχουν υλοποιηθεί και στο παρελθόν (πχ.13.000 τέτοιοι τουρίστες το 2019). Για την οικονομία των μικρότερων ή λιγότερο τουριστικών νησιών η ένεση αυτή μπορεί να αποδειχθεί σημαντική, ιδίως αν παράλληλα λυθούν σημαντικά τεχνικά θέματα υποδομής και διερευνηθούν τυχόν «δυσδιάκριτες» εθνικές παρενέργειες.
Κέρδη Τουρκίας:
α. Με την ε/τ φιλία η Άγκυρα εξοικονομεί χρόνο προκειμένου ενδεικτικά:
– να εξαλείψει τη σημερινή υστέρηση της στην Πολεμική Αεροπορία έναντι των μαχητικών 5ης γενιάς που ήδη αποκτά η Ελλάδα,
– να αναπτύξει ταχύτατα την πολεμική της βιομηχανία, ιδίως για την παραγωγή του δικού της μαχητικού αεροσκάφους, των πυραυλικών της συστημάτων και τη μαζική ενίσχυσή της με μη επανδρωμένα συστήματα σε αέρα, θάλασσα και υποθαλάσσια, ώστε να μην εξαρτάται στο μέλλον από τη Δύση,
-να αξιοποιήσει την πιθανολογούμενη διαδοχή του «αντι-Τούρκου» Τ. Μπάιντεν από τον πολύ φιλικότερο (ενδεχόμενο) νέο Πρόεδρο Ντ. Τραμπ,
-να διαπραγματευθεί ευκολότερα τα F16 με το Κογκρέσο αφού η Ελλάδα είναι πλέον «φίλη» και δεν θα την εμποδίσει,
-να πιέσει τη Γερμανία με το ίδιο επιχείρημα ώστε να άρει κι αυτή τις αντιρρήσεις της ως προς το Eurofighter αλλά και τα υποβρύχια που φαίνεται ότι καθυστερεί να της παραδώσει για να μην ανατρέψει την ισορροπία στο υποθαλάσσιο ισοζύγιο ισχύος,
-να δυσχεράνει την στενότερη σχέση ΗΠΑ με Ελλάδα και Κύπρο και να εμποδίσει διαφαινόμενα σχέδια διεύρυνσης/μεταφοράς και άλλων αμερικανικών βάσεων (πχ. Ιντζιρλίκ) από την Τουρκία στην Ελλάδα
-να ακυρώσει τη δυνατότητα Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας να αξιοποιήσουν το ισχυρότερο όπλο τους δηλ. το βέτο και την επιβολή κυρώσεων από την ΕΕ εναντίον της
-να επιτύχει ανεμπόδιστα και χωρίς ανταλλάγματα την αναβάθμιση της συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης με ΕΕ, που είναι καθοριστικής σημασίας για την οικονομία της,
-να λάβει οικονομική βοήθεια πολλών δις ευρώ από την ΕΕ για το μεταναστευτικό,
-να συμπεριληφθεί «από την πίσω πόρτα» στην ενωσιακή αμυντική συνεργασία της ΕΕ και να λάβει σύγχρονη και ευαίσθητη αμυντική τεχνολογία από τη Δύση,
-να μην της επιβάλλονται φανερά ή σιωπηρά εμπάργκο όπλων
-να αναγνωριστεί πολιτικά ως Μεγάλη Δύναμη ισομεγέθης με Γερμανία και Γαλλία- με πολιτικό διάλογο του επιπέδου της- κι όχι να αντιμετωπίζεται ως μικροκράτος τύπου Μάλτας,
-να εξαναγκάσει τη «φίλη» Ελλάδα να συγκατανεύσει στην τουρκικής έμπνευσης Διάσκεψη της Αν. Μεσογείου και συναφώς να την αποδεχθεί ως μέλος στο EastMed Gas Forum.
β. Πέραν όμως της ΕΕ και των ΗΠΑ όπου Αθήνα και Λευκωσία θα μπορούσαν να της δημιουργήσουν προβλήματα ή να απαιτήσουν ανταλλάγματα, η Άγκυρα προτιμά να στρέψει όλες τις δυνάμεις της στις αιφνιδίως ανακύψασες στον περίγυρό της νέες ευκαιρίες προτεραιότητας. Επιλέγει λοιπόν να εστιάσει :
-στην τρέχουσα κρίση της Γάζας και στις κυοφορούμενες ρυθμίσεις για τους Παλαιστίνιους, λόγω των τεράστιων προοπτικών που διανοίγονται για την ίδια να πρωτοστατήσει στον μουσουλμανικό κόσμο και ειδικά στη Μ. Ανατολή,
-στη διάσπαση της «συμμαχίας» 3+1 (Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ +ΗΠΑ), στη ματαίωση των σχεδίων τους για EastMed και ηλεκτρικές συνδέσεις (Interconnectors), και γενικότερα στην αποτροπή μιας ουσιαστικής σύμπραξης/συμμαχίας του Ελληνισμού με το Ισραήλ,
-στην αξιοποίηση της μεσολάβησης της μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, όπου ορθά διέβλεψε ότι θα επικρατήσει η πρώτη και πως θα απαιτηθεί ένας αποδεκτός εγγυητής για την Ουκρανία της επόμενης μέρας,
-στη διεύρυνση της στρατιωτικής και άλλης παρουσίας της εκτός των συνόρων της και δη σε γειτονικές χώρες, ώστε να εξουδετερώσει τα κουρδικά ημικρατικά μορφώματα σε Συρία και Ιράκ,
-στην καθοδήγηση του Αζερμπαϊτζάν για παραπέρα συμπίεση της Αρμενίας και κοινό άνοιγμα στρατηγικού διαδρόμου, μέχρι την τουρκογενή Κεντρική Ασία και τον Καύκασο,
-στην επέκταση του ελέγχου της επί της Λιβύης και σε πιθανή προσέγγιση και συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο.
Με βάση την παραπάνω απαρίθμηση το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: το μορατόριουμ δημιουργεί ευκαιρίες και θα προσπορίσει κέρδη σε αυτόν που αξιοποιεί τον παράγοντα χρόνο προκειμένου να καταστεί ισχυρότερος. Αντίστροφα, λειτουργεί σε βάρος όποιου αδρανήσει και μεταθέσει κρίσιμες αποφάσεις και κινήσεις στο μέλλον υπό όμως επιδεινωμένες συνθήκες συσχετισμού δυνάμεων.
«Όλα στη Χάγη», «όλα στο τραπέζι»
Στο πλαίσιο του τουρκικού σχεδιασμού, το μορατόριουμ λειτουργεί ως χρόνος προετοιμασίας για την σταδιακή κάμψη των ελληνικών αντιστάσεων στις τουρκικές διεκδικήσεις. Η συνέντευξη μάλιστα του Ρ.Τ Ερντογάν στην Καθημερινή την παραμονή της επίσκεψής του, αποτελεί πολύτιμο εργαλείο αποκρυπτογράφησης των τουρκικών σχεδίων. Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά το γεγονός πως συντάχθηκε και «χτενίστηκε» από ανώτατα στελέχη του τουρκικού προεδρικού μηχανισμού εξουσίας, όπως και ότι αποτελεί προφανώς την πιο ήπια δημόσια εκδοχή διατύπωσης των τουρκικών αξιώσεων και διεκδικήσεων.
Στη σημαντικότατη αυτή συνέντευξη δεν καταγράφηκε βέβαια οποιαδήποτε -έστω και φραστική- υποχώρηση στις αυξανόμενες διεκδικήσεις της Τουρκίας. Αντίθετα διευρύνθηκαν οι απαιτήσεις της, με κορυφαία την επίσημη πλέον τοποθέτησή της με το «Όλα στη Χάγη» και τις συναφείς συγκεκαλυμμένες προειδοποιήσεις «μη μας απειλείτε για να μη σας απειλούμε», να κοιτάτε τις «πραγματικότητες, όχι το διεθνές δίκαιο». Φυσικά επαναλήφθηκαν ενίοτε ωμά οι τουρκικές θέσεις για «δύο κράτη» στην Κύπρο, για το «Πατριαρχείο του Φενέρ», το «τζαμί Αγία Σοφία Καμπίρ» και τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης που «πρέπει να υπαχθεί σε τουρκικό Πανεπιστήμιο».
Το «όλα στη Χάγη» ήταν η επεξεργασμένη πλέον τουρκική θέση ότι είτε θα συζητηθούν/επιλυθούν όλα τα ζητήματα που θέτει σε αυστηρά διμερείς ε/τ συνομιλίες, είτε το συνυποσχετικό προσφυγής στη Χάγη θα πρέπει να αφορά σε «όλα τα διμερή θέματα».Επιβεβαιώθηκαν έτσι επίσημα – όπως συνήθως εφαρμόζεται στην τουρκική τακτική – ανάλογες παλαιότερες αναγνωριστικές βολές σφυγμομέτρησης ελληνικών αντιδράσεων (οι οποίες συνήθως υποτιμώνται). Κατά τον Ερντογάν τα προβλήματα είναι «αλληλένδετα» οπότε «δεν είναι λογικό» να επιλέγει η Ελλάδα μόνο ένα και να αρνείται να υπαγάγει στην κρίση του ΔΔΧ όλα τα άλλα.
Με τη νέα αυτή επίσημη θέση της Τουρκίας, η χώρα μας περιέρχεται σε δύσκολη θέση ενώπιον τρίτων που θα σπεύσουν να την θεωρήσουν λογική: «Χάγη ζητούσατε, ορίστε, την αποδέχεται. Σπεύσατε!». Και η Άγκυρα θα επιμένει: «αφού δεν θέλετε τη Χάγη, απομένουν μόνο οι διμερείς διαπραγματεύσεις». Επιπλέον, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ήδη συρθεί στη συζήτηση ορισμένων θεμάτων-ταμπού μέσω ανταλλαγής επιστολών στον ΟΗΕ (όπως οι τρεις τουρκικές επιστολές για το ζήτημα της αποστρατικοποίησης με την τρίτη ελληνική ανταπάντηση να εκκρεμεί ήδη εδώ και πολλούς μήνες).
Κατ’ ουσίαν η πρόταση Ερντογάν υποδεικνύει ένα δήθεν «δίκαιο» («καζάν-καζάν») συνυποσχετικό των δύο πλευρών με το οποίο, μέσω μιας χαλαρής (και ανώδυνης για τους μη γνωρίζοντες) διατύπωσης (παρόμοιας ενδεχομένως με την απόφαση της ΕΕ στο Ελσίνκι το 1999), θα παραπέμπονταν στην κρίση διεθνών δικαστών «η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών και των συναφών ζητημάτων», δηλ. όλες οι τουρκικές διεκδικήσεις.
Μια τέτοια συμφωνία θα άνοιγε (με προϋπόθεση την ελληνική συναίνεση) τον δρόμο σε διεθνείς δικαστές να κρίνουν
—αν οι «γκρίζες ζώνες» (δηλ. 152 ελληνικά νησιά και βραχονησίδες του Αιγαίου) είναι πράγματι ελληνικά,
—το δικαίωμα άμυνας και εξοπλισμών των ανατολικών νησιών μας,
—το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων μας μέχρι τα 12 νμ,
—αν η έκταση 10 νμ. του εναέριου χώρου μας πρέπει να «ταυτιστεί με τα χωρικά ύδατα»
—αν τα ελληνικά νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα για υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ και θαλάσσιες ζώνες.
Όσο κι αν από επίσημης ελληνικής πλευράς επαναλαμβάνεται η στερεότυπη θέση πως η χώρα μας θα προσφύγει μόνο για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, είναι φανερό ότι υπάρχει μια υπόγεια κινητικότητα. Χαρακτηριστική είναι εν προκειμένω η νέα έλξη που αισθάνονται πολλοί κύκλοι (και αρκετά κόμματα) προς το λεγόμενο «Ελσίνκι». Η απόφαση αυτή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Δεκέμβριο 1999 είχε ως αφετηρία την εθνική ήττα στα Ίμια το 1996 και τη Συμφωνία της Μαδρίτης το 1997 με την οποία η κυβέρνηση Σημίτη είχε αποδεχθεί την ύπαρξη «νόμιμων και ζωτικών δικαιωμάτων της Τουρκίας στο Αιγαίο».
Στη Σύνοδο κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι το 1999 η κυβέρνηση Σημίτη ήρε τις ελληνικές αντιρρήσεις για να καταστεί η Τουρκία υποψήφια προς ένταξη, εξασφαλίζοντας ως ανταλλάγματα α) την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας (αργότερα αποδείχθηκε με το Σχέδιο Ανάν ότι επρόκειτο για το δικέφαλο εξάμβλωμα «Κύπρος») χωρίς η επίλυση του Κυπριακού να αποτελεί προϋπόθεση, και β) μια διατύπωση που πανηγυρίστηκε ως οδηγούσα την Άγκυρα στη Χάγη. Ακόμη και σήμερα πολλοί λανθασμένα ισχυρίζονται ότι διασφαλίστηκε τότε και δρομολογήθηκε («κλείδωσε») για τον Δεκέμβριο 2004 ο εξαναγκασμός της Τουρκίας για παραπομπή του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη.
Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η Συμφωνία αναφερόταν σε «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και συναφή ζητήματα» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τις οποίες καλείτο («πρέπει») από μόνη της η Τουρκία να υπαγάγει προς κρίση στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και μάλιστα χωρίς συνυποσχετικό. Ουσιαστικά για πρώτη φορά η Ελλάδα (και μάλιστα στο φόρουμ όπου διαθέτει βέτο) αναγνώριζε την ύπαρξη «εκκρεμών συνοριακών διαφορών και άλλων συναφών θεμάτων» (outstanding border disputes and other related issues) και όχι μιας και μόνης διαφοράς, δηλ. της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Η αναφορά σε «συναφή θέματα» άνοιγε τον δρόμο στο υποψήφιο προς ένταξη κράτος, με παρότρυνση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (και άρα με συναίνεση της Ελλάδας), να φέρει την διαφορά στο ΔΔΧ. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα είχε τότε αποδεχθεί την γενική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου χωρίς εξαιρέσεις για θέματα κυριαρχίας. Η ΕΕ δήλωνε στην ίδια απόφαση της ότι «στο τέλος του 2004 θα επανεξετάσει την κατάσταση σχετικά με τις επιπτώσεις κάθε διαφοράς στην ενταξιακή διαδικασία, προκειμένου να προαγάγει την επίλυση τους μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου». Με άλλα λόγια το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το οποίο δεν έχει τη δυνατότητα να παραπέμψει μια διαφορά μεταξύ δυο κρατών στη Χάγη, υποδείκνυε ως υποχρεωτική διαδικασία στην Τουρκία να προσφύγει μονομερώς στο ΔΔΧ και μάλιστα για όλα όσα εκείνη θα θεωρούσε «συνοριακές διαφορές και συναφή θέματα», προκειμένου να διευκολύνει τη μελλοντική της ένταξη.
Απαιτήθηκε μεγάλη κινητοποίηση της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή το 2004 για να αποδυναμωθεί η διατύπωση αυτή που, ως κλειδωμένη κοινή θέση της ΕΕ, προϋπέθετε τη συναίνεση όλων για να αλλάξει. Τελικά αντικαταστάθηκε η φράση «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και συναφή θέματα» με τη διατύπωση «εκκρεμής συνοριακή διαφορά» (δηλ. η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ) και αποδυναμώθηκε η υποχρεωτικότητα της προσφυγής στη Χάγη («εφόσον είναι αναγκαίο» και όχι «πρέπει» όπως αναφέρεται στη συμφωνία του Ελσίνκι).
Η πορεία επί των ε/τ ουσιαστικών θεμάτων δεν αναμένεται εύκολη στο προσεχές μέλλον, ιδίως μετά τις αμερικανικές εκλογές. Σε σχέση με τον αρχικά καλπάζοντα ενθουσιασμό της νέας ελληνικής κυβέρνησης ως αποτέλεσμα της συνάντησης στο Βίλνιους τον Ιούνιο 2023 έχουν ήδη καταγραφεί καθυστερήσεις και πιο ώριμες σκέψεις. Μπροστά στις νέες παλινωδίες του συστήματος Ερντογάν («Γαλάζια πατρίδα», F16, Κυπριακό, Γάζα κλπ) η διεξαγωγή του πολιτικού διαλόγου από τους Υπουργούς φαίνεται να μετακυλήθηκε στους υφυπουργούς, απτά αποτελέσματα ουσιαστικά δεν ανακοινώθηκαν, το όλο χρονοδιάγραμμα σημειώνει καθυστέρηση και ο διεθνής ορίζοντας χειροτερεύει. Η σύνοδος του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, κι αυτή περικομμένη και αποστειρωμένη μέσω εντατικής προετοιμασίας, προφανώς αποφασίστηκε για να δοθεί ένα «φιλί της ζωής» σε μια διαδικασία που δεν παύει να γεννά εύλογες επιφυλάξεις ακόμη και μεταξύ των υποστηρικτών της. Η Διακήρυξη και οι συμφωνίες/διακηρύξεις προθέσεων ήλθαν για να αμβλύνουν με την βοήθεια ενός στιγμιαία αρκετά διαφορετικού Ερντογάν και της κατάλληλης επικοινωνιακής σάρωσης τις αναμενόμενες αντιδράσεις όσων ανησυχούν για όσα πιθανότατα θα επακολουθήσουν.
Συμπερασματικά, το ήπιο κλίμα είναι πάντα ευπρόσδεκτο και οι δίαυλοι επαφής αναγκαίοι. Όμως μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υφίστανται θεμελιώδεις δομικές ασυμμετρίες που ασκούν καταλυτική επίδραση στις εκατέρωθεν προσεγγίσεις των «φλεγόντων» ζητημάτων που χωρίζουν τους δύο γείτονες. Εκκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες προσβλέπουν σε διαφορετικούς στόχους: η Τουρκία επιδιώκει την αναθεώρηση του status quo στην περιοχή ακόμη και με τη βία, η Ελλάδα αμύνεται για την διατήρησή του με βάση το διεθνές δίκαιο. Οποιαδήποτε Διακήρυξη, επίσκεψη ή διαδικασία εξομάλυνσης που δεν λαμβάνει υπόψη της την διαμετρική αυτή διαφορά, δεν είναι ρεαλιστική και καταλήγει να εξυπηρετεί περισσότερο την Άγκυρα και όχι την Αθήνα.
Πηγή: valinakis.gr