Έτος o

Δημοσιεύθηκε: Τρίτη 11 Απριλίου 2023

Η [επίπλαστη] ύφεση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και οι ενδοτικές φωνές στο εσωτερικό

Γράφει ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ Πρέσβυς ε.τ.

Είναι λογικό να προβληματίζεται κανείς για την παρατηρούμενη αλλαγή στάσεως της Τουρκικής ηγεσίας στις σχέσεις με την Ελλάδα και να αναρωτιέται τόσο για τους λόγους που την υποκινούν όσο και για το αν θα έχει διάρκεια στον χρόνο και απτά αποτελέσματα.

Οι λόγοι που την υποκινούν συνδέονται, προφανώς, πρώτον με την οικονομική καταστροφή που έχει υποστεί η Τουρκία από τους σεισμούς, δεύτερον με τις προσεχείς εκλογές, που δεν είναι πλέον δεδομένες για τον Ερντογάν, και, τρίτον, με την κατάσταση των Τουρκο-Αμερικανικών σχέσεων, σε μια στιγμή που η Τουρκία έχει ανάγκη τις καλές σχέσεις με τη Δύση, για οικονομικούς και στρατηγικούς λόγους.

Η Τουρκία χρειάζεται πρώτ’ απ’ όλα, οικονομική βοήθεια για την αντιμετώπιση της οικονομικής καταστροφής που επέφεραν οι σεισμοί. Ο ρόλος σ’ αυτό των ΗΠΑ και της Ευρώπης είναι αναντικατάστατος. Χρειάζεται, κατά δεύτερο λόγο, αποδέσμευση από το Αμερικανικό Κογκρέσο των F-16. Αγορά 40 νέων F-16 Block 70 και εκσυγχρονισμός των F-16 της Τουρκικής Αεροπορίας σε διαμόρφωση Viper.

Το Αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών συμφωνεί στην αποδέσμευσή τους. Το Αμερικανικό όμως Κογκρέσο, μ’ επικεφαλής τον Πρόεδρο της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της Γερουσίας γερουσιαστή Μενέντεζ, θέτει όρους, που άπτο­νται των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά και άλλων θεμάτων (ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, Κούρδοι, Ανθρώπινα Δικαιώματα, στάση απέναντι στη Ρωσία).

Η προβολή από την Άγκυρα μιας εικόνας υφέσεως και διαδικασίας εξομαλύνσεως των Ελληνοτουρκικών σχέσεων βοηθά, προφανώς, την Άγκυρα να αλλάξει την εικόνα που εκπέμπει, με την υψηλή ρητορική Ερντογάν και τις επιλογές του στον διεθνή προσανατολισμό της Τουρκίας. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η συγκυριακή βελτίωση των σχέσεων μπορεί να προσλάβει βαθύτερα και μονιμότερα χαρακτηριστικά. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει, προφανώς, να τεθούν τα θέματα που προκαλούν συνεχή ένταση μεταξύ των δύο χωρών. Τα θέματα όμως αυτά είναι αξιώσεις και διεκδικήσεις της Άγκυρας, εκτός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου.

Συγκεκριμένα, είναι το Τουρκικό casus belli για να μην επεκταθούν σε 12 μίλια τα Ελληνικά χωρικά ύδατα, όπως η Ελλάδα έχει δικαίωμα να πράξει. Είναι οι διεκδικήσεις για τη λεγόμενη «Γαλάζια Πατρίδα», που έχει ως βάση την αυθαίρετη Τουρκική θεωρία ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Είναι, κατά τρίτο λόγο, οι Τουρκικές διεκδικήσεις για τον ουσιαστικό αφοπλισμό των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Προσθέτως προς αυτά, είναι επίσης οι Τουρκικές βλέψεις στη Θράκη, η Τουρκική πολιτική στην Κύπρο, οι θεωρίες περί νησίδων στο Αιγαίο, απροσδιορίστου δήθεν κυριαρχίας, και τα θέματα αεροπορικού και ναυτικού ελέγχου.

Το μόνο υπαρκτό και αποδεκτό από την Ελλάδα θέμα είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδος και ΑΟΖ. Η Άγκυρα αρνείται να προσέλθει σε συζήτηση γι’ αυτό, εντός του πλαισίου του διεθνούς θαλασσίου δικαίου. Θέλει πολιτικό παζάρι και «μοιρασιά» οποιουδήποτε πλούτου υπάρχει στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, εκτός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου. Με απλά λόγια, η Ά­γκυρα θέλει να αρπάξει ή να «μοιράσει» αυτά που το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει ως Ελληνική ΑΟΖ.

Ο Ερντογάν είχε συγκεκριμένο στρατηγικό σχέδιο για την επίτευξη των στόχων αυτών. Την κατάκτηση αεροναυτικής υπεροπλίας έναντι της Ελλάδος και την «ειρηνική» δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων από θέση υπεροχής και στρατηγικού εκβιασμού. Είχε ως έρεισμα γι’ αυτό την Τουρκική πολεμική βιομηχανία και μαζικούς αεροναυτικούς εξοπλισμούς, με κορωνίδα τη συμμετοχή στην παραγωγή και την προμήθεια 100 F-35. Είχε επίσης, εκ των πραγμάτων, ως συμπληρωματική ανέλπιστη βοήθεια την ανεδαφική και εκτός τόπου και χρόνου Ελληνική πολιτική της πλήρους απραξίας και αδράνειας στον τομέα των εξοπλισμών για μια ολόκληρη 15ετία.

Η πολιτική Ερντογάν δέχθηκε το πρώτο πλήγμα με την ακύρωση της συμμετοχής της Τουρκίας στο αεροσκάφος F-35, ως αποτέλεσμα της πολυπραγμοσύνης του και της υποτιμήσεως της Αμερικανικής αντιδράσεως στην αγορά του αντιπυραυλικού συστήματος S-400. Το δεύτερο πλήγμα ήρθε με την άρνηση μέχρι τώρα του Κογκρέσου να αποδεσμεύσει τα F-16 για την Τουρκία, ως αποτέλεσμα της συνολικότερης πολιτικής της αλλά και ειδικότερα της πολιτικής της έναντι της Ελλάδος. Η Τουρκία έχει μεγάλη ανάγκη από τα αεροσκάφη αυτά για να συγκρατήσει την απαξίωση της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας, αλλά και για να αποφύγει μια εναλλακτική λύση, που θα είχε πολλά προβλήματα και θα επιδείνωνε ακόμη περισσότερο τις Τουρ­κο-Αμερικανικές σχέσεις.

Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι η Άγκυρα, με τα δεδομένα αυτά, μπορεί να επιδιώξει προσωρινή, τουλάχιστον, βελτίωση των σχέσεών της με τη Δύση, με τις καλές υπηρεσίες της Ελλάδος. Δεν μπορεί όμως να αναμένει κανείς ότι θα αναδιπλωθεί από τις αξιώσεις που έχει μέχρι τώρα προβάλει και οι οποίες εντάσσονται στο ηγεμονικό όραμα της μεγάλης Τουρκίας, που το συμμερίζεται, άλλωστε, και το άλλο πολιτικό προσωπικό.

Υπάρχει, βεβαίως, το ανησυχητικό ερώτημα ενδεχομένης «μεγάλης διαπραγματεύσεως» μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ, στο παρασκήνιο, για την επιστροφή, υποτίθεται, της Τουρκίας στο Δυτικό «μαντρί», με την προσφορά «ανταλλαγμάτων». Το σενάριο αυτό θα ήταν πιθανότερο με μια εναλλακτική Τουρκική κυβέρνηση;

Η Ελλάδα πρέπει να έχει υπ’ όψιν ένα τέτοιο σενάριο και να μην προτρέχει προς κατευθύνσεις που θα μπορούσαν να ευνοήσουν την εφαρμογή τέτοιων σεναρίων. Η Ελλάδα δεν έχει σήμερα ούτε στρατιωτική, ούτε διπλωματική, ούτε οικονομική αδυναμία έναντι της Τουρκίας. Δεν έχει, επομένως, κανέναν λόγο ούτε να φοβάται την Τουρκία ούτε να συζητά υποχωρήσεις πάνω σε ζωτικά στρατηγικά θέματα, εκτός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου, όπως ζητά η Άγκυρα.

Υπάρχει, βεβαίως, το θέμα του πολιτικού προσωπικού και της ευβουλίας και αποφασιστικότητας του. Συνέβη και άλλες φορές, ενώ η Ελλάδα ήταν σε θέση αεροναυτικής υπεροχής, να επιτρέψει Τουρκική εισβολή, λόγω ολιγοφρένειας και ξένης εξαρτήσεως και επιρροής.

Η Ελλάδα, μέσα στη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται στην περιοχή, ιδιαίτερα στον ενεργειακό τομέα, μπορεί να κατακτήσει έναν νέο ρόλο και μια νέα προοπτική. Η Νορβηγία κέρδισε, το 2022, 231 δισ. ευρώ από τους υδρογονάνθρακές της. Η Ελλάδα τους είχε απεμπολήσει. Ας κινηθεί τώρα, τουλάχιστον, με πρόγραμμα και αποφασιστικότητα.

Πηγή: paron.gr


ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
×