Είχα μακριά μαλλιά, είχα σκουλαρίκια,
είχα τυραννήσει πνευματικούς ανθρώπους, τους δασκάλους μου.
Με έστειλαν σ’ ένα χριστιανικό οικοτροφείο και το έκανα άνω-κάτω!
Μία μέρα, με την προτροπή ενός θείου μου, αποφάσισα να επισκεφθώ τον πατέρα Πορφύριο.
Νόμιζα ότι θα συναντούσα ένα αφελές γεροντάκι, αλλά γρήγορα διαψεύστηκα!
Μόλις με είδε ο Γέροντάς μου είπε:
-«Μωρέ εσύ θέλεις να πιστέψεις, αλλά δεν σε αφήνει το πολύ σου, το δυνατό σου μυαλό!
Αλλά που θα πας;
Σε αγαπάει, σε περιμένει ο Χριστός και θα σε κερδίσει μία μέρα! Μωρέ, έλα αύριο να τα πούμε!»
Πήγα εγώ την άλλη μέρα να τα πούμε…!
Ο Γέροντας, μόλις με είδε, μου είπε:
-«Μωρέ, σου αρέσουν τα ποιήματα;
Γιατί, κι εγώ είμαι…ποιητής!
Πάμε στο δάσος να σου απαγγείλω;»
Με πήρε από το χέρι κι άρχισε να μου λέει ποιήματα…!
Εγώ, καθώς άκουγα αναλύθηκα σε δάκρυα και έκλαιγα.
Γιατί…;
Διότι, αυτά τα ποιήματα, που απάγγελνε ο Γέροντας, ήσαν τα δικά μου ποιήματα! Αυτά, που είχα γράψει και τα είχα κρυμμένα σ’ ένα τετράδιο, πιστεύοντας ότι κάποια μέρα θα τα δημοσίευα.
Είχα συγκλονισθεί!