Ειπε Γέρων: «Παλαιά στα Καυσοκαλυβια ηταν διακοσιοι πατερες. Ως αρχή τους ειχαν την υπακοή, την σιωπη, την ευχη και το εργοχειρο. Ολοι εργαζονταν σιωπηλοί στο εργοχειρο τους, λεγοντας νοερα την ευχη· νομιζε κανεις οτι η Σκητη ειναι ερημος, γιατι δεν ακουγονταν φωνες. Οταν δύο πατερες συναντιονταν, εβαζαν μετανοια και ήταν τυπικο η εξης στιχομυθια:
–Ευλογείτε.
–Ο Κύριος.
–Τι κανει ο Γέροντας;
–Δι' ευχων σας καλα. Χωρις περιττα λογια.
»Οι παλαιοι πατερες μας εδω στην Σκητη ηταν βιαστες. Στις αγρυπνιες ολη τη νυχτα στο Κυριακο τους εβλεπες ακινητους σαν κολώνες, σκυφτοί να τραβανε κομποσχοινι. Δεν ηταν αλλη κραση, πιο γεροί απο μας· οι πιο πολλοί ηταν γεροντακια και αρρωστοι, αλλα ειχαν πολυ ζηλο και ηταν αγωνιστες.
»Στο Κυριακο ερχονταν με το κουκουλι. Τιμουσαν και τηρούσαν τα τυπικα· ηταν αξιοι σεβασμού, γιατι σεβονταν και οι ιδιοι τα τυπικα.
»Στις Συναξεις θα μιλούσε πρωτα ο γεροντοτερος, μετα ο επομενος κ.ο.κ. Νεωτερος ποτε δεν επαιρνε τον λογο, πριν ερθη η σειρα του. Σήμερα παει, χαθηκε και αυτο.
»Παλαιά υπηρχε το ”ευλόγησον”. Υπηρχαν βεβαια και τα ανθρωπινα, αλλα ισχυε το ”ευλόγησον”. Και ο μεγαλυτερος ακομα εβαζε μετανοια στον μικροτερο και ελεγε ”ευλόγησον”.
»Παλαια στα Καυσοκαλυβια υπηρχαν Γεροντες ευλαβείς, εναρετοι και αγωνιστες. Εκαναν στο Κυριακο μεχρι εξηντα αγρυπνιες ολονυκτιες τον χρονο. Γεροντακια υπερηλικες ερχονταν με δυσκολια λογω γηρατος και ασθενείας, και περιμεναν στο Κυριακο μιση ωρα, μεχρι να χτυπηση η καμπανα. Τηρούσαν αλουσια και ευωδιαζαν. Μετα την κοίμηση τους, κατα την ανακομιδη, οι καρες τους ηταν κατακιτρινες».