Δημοσιεύθηκε: Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

Τέσσερις αθέατες παράμετροι των “προσφερομένων” EDA από τις ΗΠΑ: «Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός»

Η επιστολή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη με την οποία γνωστοποιείται η πρόθεση πώλησης ή παραχώρησης πολεμικού υλικού, παραπέμπει στη σοφή ρήση «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας». Όχι μόνο σε ό,τι αφορά την ανάγκη διαρκούς εγρήγορσης ώστε κάθε υπεύθυνος πολιτικός να μπορεί να διακρίνει τη στόχευση που υποκρύπτεται σε οποιαδήποτε προσφορά, αλλά και την εξίσου αναγκαία αξιολόγηση των… δώρων.

Του Περικλή Ζορζοβίλη

Η ρήση δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη εφαρμογή από τον χώρο της άμυνας, όπου η ελληνική ιστορική εμπειρία έχει συχνά διδάξει το «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός». Ας σημειωθεί ότι από τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου μέχρι την Κρίση των Ιμίων, η χώρα εξοπλιζόταν μέσω προγραμμάτων κυρίως της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας και δευτερευόντως της αντίστοιχης γερμανικής. Σημαντικό ορόσημο σε αυτή τη διαδικασία απετέλεσε η μεταβίβαση πληθώρας οπλικών συστημάτων από συμμαχικές χώρες στο πλαίσιο της Συνθήκης για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη (CFE), που η χώρα μας υπέγραψε στις 6 Ιουνίου 1992.

Συγκεκριμένα, την περίοδο 1992-1994, η χώρα μας παρέλαβε 170 άρματα μάχης από την Ολλανδία (168 Leopard 1V και δύο Leopard 1A5), 671 άρματα μάχης από τις ΗΠΑ (359 Μ60Α1 RISE/RISE Passive και 312 Μ60Α3TTS), 25 άρματα περισυλλογής Μ88Α1 και 10 γεφυροφόρα άρματα Μ48Α2C από τη Γερμανία, 501 τεθωρακισμένα οχήματα μάχης (ΤΟΜΑ) BMP-1P/OST από τη Γερμανία, 144 αυτοκινούμενα οβιδοβόλα Μ110Α2 διαμετρήματος 203 χλστ. από τις ΗΠΑ (72) και τη Γερμανία (72), 150 πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων (ΠΕΠ) RM-70 από τη Γερμανία.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης, ότι την ίδια περίπου περίοδο, το 1990 με την ελληνοαμερικανική συμφωνία για τις βάσεις που είχε υπογράψει η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού, η χώρα εξασφάλισε ως αντάλλαγμα την παραχώρηση μεταχειρισμένων οπλικών συστημάτων από τα αμερικανικά αποθέματα, μεταξύ των οποίων, τέσσερα αντιτορπιλικά κατευθυνόμενων βλημάτων τύπου Charles F. Adams, έξι αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας P3B Orion (το 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε τον ύψους 500 εκατ. δολαρίων εκσυγχρονισμό τους, που μέχρι σήμερα δεν έχει αποδώσει ούτε ένα αεροσκάφος!), 28 μαχητικά αεροσκάφη F-4E Phantom II (SRA) και 28 μαχητικά αεροσκάφη A-7E.

Η εμπειρία έχει δείξει, ότι οι δωρεάν ή χαμηλού κόστους «προσφορές» φίλων, εταίρων και συμμάχων, μπορούν να αποτελέσουν λύση. Όμως, ταυτόχρονα, μπορούν να αποδειχθούν επιλογές βραχυπρόθεσμης προοπτικής, ενώ οι πολιτικές και βιομηχανικές εξαρτήσεις, καθώς επίσης και τα συνεπαγόμενα κρυφά ή μη κόστη (π.χ. το Κόστος Κύκλου Ζωής – ΚΚΖ), έχουν τη δυνατότητα εκτροχιασμού κάθε ορθολογικού αμυντικού σχεδιασμού.

Με αυτά ως δεδομένα, ίσως θα έπρεπε να αναμενόταν μετριοπαθέστερη αντιμετώπιση του «πακέτου Μπλίνκεν», δηλαδή του καταλόγου του πολεμικού υλικού από τα αποθέματα των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ που περιλαμβάνεται στην επιστολή, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα στις 27 Ιανουαρίου 2024. Εισαγωγικά, θα επικεντρώσουμε σε τέσσερις αθέατες, σε πρώτη ανάγνωση του ζητήματος, παραμέτρους.

Η πρώτη αφορά την επικοινωνιακή στόχευση που καθιστούν προφανή οι δηλώσεις και το τηλεοπτικό μήνυμα του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Η επιστολή Μπλίνκεν γίνεται όχημα για να επικοινωνηθεί η εικόνα της κυβέρνησης που διαπραγματεύεται σκληρά και φέρνει σημαντικά αποτελέσματα για την εξοπλιστική ενδυνάμωση της χώρας σε εποχές ισχνών αγελάδων, ενώ η εξ ανατολών απειλή όχι μόνο παραμένει αναλλοίωτη, αλλά μετεξελίσσεται επικίνδυνα σε ποιοτικούς όρους, κάθε μέρα που περνάει.

Η δεύτερη παράμετρος, στο πλαίσιο της γνωστής ελληνικής επιδερμικής αντιμετώπισης, αφορά την αποτύπωση του περιεχόμενου της επιστολής ως τετελεσμένου. Για παράδειγμα, «τα F-35 που προμηθευόμαστε» απέχουν, ως οπλικό σύστημα πλήρους επιχειρησιακής ικανότητας, μία τουλάχιστον πενταετία από σήμερα, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι η απόφαση για την προμήθεια τους είχε ληφθεί… χθες και είχε άμεσα υπογραφεί η διακρατική σύμβαση με τις ΗΠΑ.

Η τρίτη, αφορά την έλλειψη έστω ενός γενικού χρονοδιαγράμματος για την παραχώρηση των συστημάτων που οι ΗΠΑ προτίθενται να αποδεσμεύσουν για τη χώρα μας ως πλεονάζον αμυντικό υλικό (EDA: Excess Defense Article). Μόνη εξαίρεση αποτελούν τα οχήματα MRAP, για τα οποία η επιστολή αναφέρει ότι θα καταστούν διαθέσιμα για παραχώρηση τον επόμενο χρόνο, δηλαδή το 2025.

Τέλος, στις πρωθυπουργικές δηλώσεις, η αποδοχή των παρεχόμενων παρουσιάζεται ως τετελεσμένο, παρά το γεγονός ότι οι αρμόδιοι χρήστες, τα γενικά επιτελεία, θα πρέπει να τα αξιολογήσουν για να διαπιστώσουν σε ποια κατάσταση βρίσκονται ώστε να δοθεί το πράσινο φως για την παραλαβή τους. Ή, το απείρως σημαντικό, να εκτιμηθεί εάν και σε ποιο ύψος αξίζει η επένδυση επαναφοράς των παραχωρούμενων σε ενέργεια και της εν συνεχεία υποστήριξης, συντήρησης και επισκευής τους. Ας μην ξεχνάμε ότι το κόστος προμήθειας ενός οπλικού συστήματος αποτελεί κλάσμα του συνολικού Κόστους Κύκλου Ζωής, που χρονικά υπερβαίνει τον βίο αρκετών κυβερνήσεων.

Κυριακάτικη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ defence-point.gr