Δημοσιεύθηκε: Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

Μεγαλώνει η μαύρη τρύπα της αμυντικής θωράκισης της Κύπρου: Αγνοείται 1 δις ευρώ!

Θεοδώρα Νικολάου, Μάριος Πούλλαδος

Στο €1,8 δις τα έσοδα από την εισφορά στην Άμυνα για τα έτη 2017-2022, ενώ την ίδια χρονική περίοδο οι δαπάνες για αμυντική θωράκιση ανήλθαν μόλις στα €704,5 εκ.

Όταν το 2017 η «Σ» σε άρθρο της με τίτλο «Κλείνουν τρύπες με τα λεφτά της Άμυνας» αποκάλυπτε διασπάθιση των χρημάτων των φορολογουμένων που προορίζονταν για αμυντική θωράκιση, ολόκληρο το πολιτικό σύστημα παραδέχτηκε έμμεσα το «ένοχο μυστικό». Ότι, δηλαδή, από το 1985 μέχρι και το 2016, από τα περίπου 8 δις που δόθηκαν ως έκτακτη εισφορά για την άμυνα, μόλις τα €4,5 δις είχαν «δαπανηθεί» για αγορά και συντήρηση οπλικών συστημάτων. Το υπόλοιπο ποσό, δηλαδή €3,5 δις, χάθηκαν και αξιοποιήθηκαν για άλλους σκοπούς και άλλες ανάγκες του κράτους, όπως επιδόματα, μισθούς δημόσιων υπαλλήλων κ.ο.κ. Έξι χρόνια μετά την πρώτη έρευνά της, η «Σ» διαπιστώνει πως, παρά τις διαβεβαιώσεις από την Πολιτεία και τα κόμματα, έκτοτε λίγα έχουν γίνει προκειμένου η πιο πάνω στρέβλωση να διορθωθεί. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από νεότερα στοιχεία, την περίοδο 2017-2022 τα έσοδα από την εισφορά για την Άμυνα ανήλθαν στο €1,8 δις, ενώ την ίδια χρονική περίοδο οι δαπάνες για την αμυντική θωράκιση μόλις που ξεπέρασαν τα €700 εκ. Με λίγα λόγια, περισσότερα από ένα δις ευρώ αγνοούνται…

Πώς προκύπτει το έλλειμμα

Αρχικά πρέπει να υπενθυμίσουμε πως, με την τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας, η οποία επήλθε το 2000 και είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση του Ταμείου Αμυντικής Θωράκισης, αλλά και με την τότε φορολογική μεταρρύθμιση, ο ετήσιος προϋπολογισμός του Υπουργείου Άµυνας -ή αµυντικός προϋπολογισµός- χωρίστηκε σε τέσσερα τµήµατα: α) Υπουργείο Άµυνας-Διοίκηση (µισθοδοσία λειτουργών και λειτουργικά έξοδα Υπουργείου), β) Κυπριακός Στρατός (µισθοδοσία και επιδόματα αξιωµατικών και υπαξιωµατικών), γ) Εθνική Φρουρά (λειτουργικά έξοδα, εκπαίδευση, και µισθοδοσία ΣΥΟΠ), και δ) Αµυντική Θωράκιση (εξοπλιστικές δαπάνες και αμυντικές δράσεις για ενίσχυση των επιχειρησιακών ικανοτήτων της ΕΦ με προμήθεια, λειτουργία και συντήρηση οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών).

Τα χρήματα των φορολογουμένων που αφορούν την έκτακτη εισφορά για την Άμυνα προορίζονται για την τέταρτη κατηγορία, δηλαδή την αμυντική θωράκιση και ό,τι αυτή προνοεί. Ωστόσο, τα στοιχεία τα οποία μελέτησε και παραθέτει σε πίνακες η «Σ» και προκύπτουν από τις ετήσιες εκθέσεις του Τμήματος Φορολογίας για τα έτη 2017-2022, καθώς και τις Ειδικές Εκθέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για τις Δαπάνες του Υπουργείου Άμυνας για την ίδια χρονική περίοδο, δημιουργούν ερωτηματικά. Κυρίως, όσον αφορά την αξιοποίηση των εσόδων από την εν λόγω εισφορά.

Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία από το Τμήμα Φορολογίας, για την έκτακτη εισφορά για την Άμυνα δόθηκαν από τους φορολογούμενους πολίτες: το 2017 €277.847.338 εκ., το 2018 €296.992.039 εκ., το 2019 €305.947.717 εκ., το 2020 €289.696.416 εκ., το 2021 €265.946.517 εκ. και το 2022 €352.259.613 εκ. Δηλαδή, στο σύνολο της εξαετίας τα έσοδα από την εν λόγω εισφορά ανήλθαν στο €1.788.689.640.

Για την ίδια χρονική περίοδο, σύμφωνα με τις Εκθέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για το ΥΠΑΜ, οι δαπάνες αμυντικής θωράκισης ανήλθαν: για το 2017 στα €68,8 εκ., το 2018 στα €97,01 εκ., το 2019 στα €105,33 εκ., το 2020 στα €114,52 εκ., το 2021 αυξήθηκαν στα €142,67 εκ., ενώ το 2022 ανέρχονταν στα €176.17 εκ.. Συνολικά, δηλαδή για τα έτη 2017-2022 δαπανήθηκαν για την αμυντική θωράκιση πέριξ των €704,5 εκ..


Επομένως προκύπτει έλλειμμα ενός ποσού πέραν του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ. Και το βασικό ερώτημα είναι εάν τα χρήματα αυτά αποτελούν πλεόνασμα, το οποίο δεν αξιοποιήθηκε. Και αν αξιοποιήθηκε, πού αξιοποιήθηκε; Το ερώτημα αυτό παραμένει αναπάντητο και θα αποτελεί σκάνδαλο εάν αυτό το πλεόνασμα εξακολουθεί να διοχετεύεται προς άλλες κατευθύνσεις όπως: επιδόματα, μισθούς δημοσίων υπαλλήλων, ή άλλες δημοσιονομικές τρύπες- ανάγκες της κρατικής μηχανής εκτός Εθνικής Φρουράς.

Πάντως, όπως αναφέρουν έγκυρες πηγές στη «Σ», από τη στιγμή που καταργήθηκε το Ταμείο Αμυντικής Θωράκισης, όλα τα έσοδα που προκύπτουν από την έκτακτη εισφορά για την Άμυνα καταλήγουν στο Πάγιο Ταμείο του κράτους. Τα έσοδα τα διαχειρίζεται το Υπουργείο Οικονομικών, όπως συμβαίνει με όλες τις φορολογίες, ενώ δεν υπάρχει απευθείας σύνδεση της εισφοράς με τις αμυντικές δαπάνες, παρόλο που ο τίτλος της εισφοράς όπως και της σχετικής ενοποιημένης νομοθεσίας ούτως ή άλλως συνδέει άμεσα την εισφορά με την άμυνα… αφού έτσι είναι η ονομασία της! Ενώ, όπως αναφέρει ξεκάθαρα ο Περί Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμος 2002-2023, «κάθε πρόσωπο που καθορίζεται στο εδάφιο (2) υποχρεούται να καταβάλλει έκτακτη εισφορά για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας τής Δημοκρατίας». Άρα σύνδεση υπάρχει. Αυτό, όμως, που δεν υπάρχει είναι το Ταμείο. Και από τη στιγμή που δεν υπάρχει το Ταμείο Αμυντικής θωράκισης και όλα τα έσοδα από την εισφορά καταλήγουν στο Πάγιο Ταμείο του κράτους, τότε αυτόματα αυτά τα ποσά είναι διαθέσιμα για όλα τα υπουργεία και για τις λοιπές ανάγκες του κράτους. Έτσι, όπως αναφέρει η ίδια πηγή στη «Σ», το 1 δις ευρώ που ψάχνουμε κατέληξε σε άλλες ανάγκες του κράτους και των Υπουργείων, συμπεριλαμβανομένου και του Υπουργείου Άμυνας, αλλά όχι για τον σκοπό που προοριζόταν, δηλαδή την αμυντική θωράκιση.

Βέβαια, εύλογα θα διερωτηθεί κάποιος: Από τη στιγμή που υπάρχουν τα χρήματα (1,8 δις σε μία εξαετία), γιατί δεν αξιοποιούνται μόνο για την αμυντική θωράκιση; Τελικά θέλουμε να έχουμε στρατό ή όχι; Αν θέλαμε, θα μπορούσαμε να έχουμε. Αφού τα χρήματα αυτά δεν αξιοποιήθηκαν για τον σκοπό για τον οποίο ο φορολογούμενος πολίτης τα έδωσε, είναι επόμενο να αξιοποιηθούν για άλλες ανάγκες του κράτους, εφόσον παραμένουν στο Πάγιο Ταμείο του. Κανείς όμως δεν μπορεί να γνωρίζει πώς ακριβώς κατανεμήθηκαν τα εν λόγω ποσά και πού διαμοιράστηκαν.

Πτωτική πορεία, παρά τις δεσμεύσεις του Προέδρου

Στο μεταξύ, και ενώ παραμένει άγνωστο το τι απέγιναν αυτά τα χρήματα, και την ώρα που διαχρονικά οι εκάστοτε κυβερνήσεις αυτού του τόπου δεν φαίνεται να αξιοποιούσαν στο έπακρον τις εισφορές των πολιτών για την άμυνα, απογοήτευση προκαλεί και το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που κατέχει η «Σ», στο άμεσο μέλλον προμηνύεται μείωση στις δαπάνες της αμυντικής θωράκισης.

Ενώ στο προεκλογικό του μανιφέστο ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης δεσμεύτηκε για ενίσχυση του εξοπλιστικού προγράμματος της Εθνικής Φρουράς, «στοχεύοντας σε θεσμοθετημένες σταθερές δαπάνες επί του ΑΕΠ ύψους τουλάχιστον 2%», το πρώτο δείγμα γραφής δεν άγγιξε ούτε αυτόν τον ελάχιστο στόχο που τέθηκε. Το θέμα έθιξε σε πρόσφατο άρθρο του στη «Σ» και ο πρώην Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς και πρώην Υπουργός Άμυνας, Αντιστράτηγος Φοίβος Κλόκκαρης, σημειώνοντας πως «στον τομέα της Άμυνας και Ανσφάλειας, η παρούσα Κυβέρνηση δεν τήρησε την προεκλογική δέσμευση του Προέδρου της ΚΔ, να ενισχύσει την αποτρεπτική ικανότητά της, αφού δεν τηρήθηκε η δέσμευση για αύξηση του προϋπολογισμού (ΠΥ) άμυνας σε ποσοστό 2% επί του ΑΕΠ. Ο ΠΥ άμυνας του 2024 περιορίσθηκε στο ανεπαρκές ποσοστό του 1,8%».

Όσον αφορά δε τον προϋπολογισμό των δαπανών για αμυντική θωράκιση, από το 2023 και μετέπειτα φαίνεται ότι παίρνει την κατιούσα. Συγκεκριμένα, πέρσι οι δαπάνες για αμυντική θωράκιση ανήλθαν στα €172.912.113 εκ., ενώ φέτος αναμένεται να μειωθούν στα €162.100.000 εκ.. Περαιτέρω μείωση υπολογίζεται -βάσει των προϋπολογισμών- να σημειώσουν οι δαπάνες το 2025, πέφτοντας στα €151.400.000 εκ. και το 2026 στα €145.000.000 εκ..

Μείωση στις δαπάνες, αλλά και στην εισφορά

Ανησυχητική εξέλιξη, που προκαλεί εύλογους προβληματισμούς αναφορικά με την αναβάθμιση της αποτρεπτικής ικανότητας του κράτους, είναι ο πρόσφατος νόμος που τέθηκε σε ισχύ από φέτος, ο οποίος προβλέπει τη «μείωση της έκτακτης εισφοράς για την Άμυνα που παρακρατείται επί των εισπρακτέων τόκων».

Συγκεκριμένα, η πρόταση νόμου εγκρίθηκε από τη Βουλή στις 8 Δεκεμβρίου 2023, με 31 ψήφους υπέρ, 2 εναντίον (ΕΛΑΜ) και 16 αποχές (ΑΚΕΛ) και επί της ουσίας τροποποιεί τον περί Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμο, ώστε ο συντελεστής της έκτακτης εισφοράς για την Άμυνα, ποσοστού ύψους 30% που επιβάλλεται σε τόκους που λαμβάνουν ή πιστώνονται κάτοικοι στη Δημοκρατία, να μειωθεί στο 17%. Σύμφωνα με την πρόταση, η ψήφιση του νομοσχεδίου «θα συμβάλει άμεσα στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, θα ενισχύει τις επενδυτικές δραστηριότητες, ενώ παράλληλα θα ενθαρρύνει τους πολίτες και τους επιχειρηματίες προς αποταμίευση, έτσι ώστε έμμεσα να βοηθήσει στην εδραίωση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα». Η πρόταση κατατέθηκε από τους Χάρη Γεωργιάδη, Ονούφριο Κουλλά και Σάβια Ορφανίδου εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΔΗΣΥ, Ηλία Μυριάνθους, βουλευτή εκλογικής περιφέρειας Πάφου και Σταύρο Παπαδούρη των Οικολόγων.

Σε τοποθέτησή του ενώπιον της Ολομέλειας, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Άμυνας της Βουλής και Πρόεδρος της ΕΔΕΚ, Μαρίνος Σιζόπουλος, αναγνωρίζοντας εδώ και καιρό την προβληματική φύση της αξιοποίησης των εσόδων από την έκτακτη εισφορά για την Άμυνα, είχε αναφέρει ότι με την επανέναρξη των εργασιών της Βουλής το κόμμα του θα επαναφέρει την πρότασή του για ταμείο, το οποίο θα αφορά αποκλειστικά τις δαπάνες για αμυντική θωράκιση. Μένει να το δούμε.
Ο νόμος του 1985 και η τροποποίηση του 2000

Ο περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμος του 1985 (5/1985) υιοθετήθηκε επί διακυβέρνησης Σπύρου Κυπριανού, με εισήγηση της κοινοβουλευτικής ομάδας του Δημοκρατικού Συναγερμού, από τον τότε πρόεδρο του κόμματος, Γλαύκο Κληρίδη, για να εξυπηρετηθούν οι πραγματικές ανάγκες της Αμυντικής Θωράκισης. Ο νόμος προέβλεπε την υποχρεωτική καταβολή, από την 1η Φεβρουαρίου 1985, έκτακτης εισφοράς «διά την ενίσχυσιν της αμυντικής ικανότητος της Δημοκρατίας». Το άρθρο 6 προνοούσε την ίδρυση ειδικού «Ταμείου διά την Αμυντικήν Θωράκισιν της Δημοκρατίας», το οποίο θα τελούσε υπό τη φύλαξη του γενικού λογιστή του κράτους και θα τύγχανε διαχείρισης από την Επιτροπή Διαχειρίσεως του Ταμείου. Ιδιαίτερο, δε, ενδιαφέρον παρουσιάζει η ρητή πρόνοια του άρθρου 4: «Παν ποσόν εισπραττόμενον δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου κατατίθεται εις το Ταμείον, αποκλειόμενης της καταθέσεως αυτού εις οινδήποτε έτερον ταμείον ή λογαριασμόν της Δημοκρατίας [...]».

Ο Νόμος 9/2000, της 28ης Ιανουαρίου 2000, θα έφερνε καταλυτικές αλλαγές αφού διατηρούσε μεν την υποχρέωση της έκτακτης εισφοράς, αλλά, παράλληλα, τερμάτιζε την ύπαρξη του ΤΑΘ, και της αντίστοιχης Επιτροπής Διαχείρισης, προβλέποντας πως «οποιοδήποτε ποσό που είναι κατατεθειμένο στο Ταμείο για την Αμυντική Θωράκιση της Δημοκρατίας, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, κατατίθεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας». Τον Ιούλιο του 2002, ο Νόμος 117/2002 θα καταργούσε τους περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμους του 1985 μέχρι 2002, διατηρώντας όμως την υποχρέωση της έκτακτης εισφοράς για την άμυνα.

Το έτος 2000 αποτελεί σημείο αναφοράς για το θέμα της Αμυντικής Θωράκισης. Αφού, από ιδρύσεως του ΤΑΘ το 1985 μέχρι και το 1999, τόσο οι εισροές της έκτακτης εισφοράς για την άμυνα όσο και οι εκροές των εξοπλιστικών δαπανών θεωρούνταν επτασφράγιστο μυστικό και, ως εκ τούτου, δεν περιλαμβάνονταν σε οποιοδήποτε δημόσιο έγγραφο. Από το 2000 μέχρι σήμερα υπάρχει μια διαφοροποίηση όσον αφορά τις δαπάνες της Αμυντικής Θωράκισης, οι οποίες, πλέον, δημοσιοποιούνται στον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό και στις ετήσιες εκθέσεις του Γενικού Ελεγκτή. Όμως, παρά τη σχετική διαφάνεια που εμφανίζεται στο θέμα των εξοπλιστικών προγραμμάτων, οι εισροές της έκτακτης εισφοράς για την άμυνα, που καταλήγουν πλέον στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, μετά το κλείσιμο του ΤΑΘ, εξακολουθούν να παραμένουν εμπιστευτικές, χωρίς να γνωρίζει ο φορολογούμενος τη χρησιμοποίησή τους για άλλους σκοπούς.

Πάντως, όταν το 2017 η «Σ» αποκάλυψε τη διασπάθιση των χρημάτων των φορολογουμένων που προορίζονταν για αμυντική θωράκιση, το ζήτημα έφτασε μέχρι τον τότε Γενικό Εισαγγελέα, Κώστα Κληρίδη, ο οποίος σε γνωµάτευσή του επιβεβαίωσε την προτέρα γνωµάτευση του προκατόχου του, Πέτρου Κληρίδη, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει οιαδήποτε νοµική παρατυπία στη διαχείριση των οικονοµικών πόρων για την Άµυνα και, ειδικά, των εσόδων της έκτακτης εισφοράς. Ο Γενικός Εισαγγελέας επεσήµανε ότι, όντως, τα χρήµατα από την έκτακτη εισφορά για την άµυνα χρησιµοποιήθηκαν για τις ανάγκες της αµυντικής θωράκισης, προβαίνοντας ωστόσο σε µια ευρεία ερµηνεία της έννοιας «ενίσχυση της αµυντικής θωράκισης», που δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε εξοπλιστικά προγράµµατα, αλλά και σε άλλες παρεµφερείς δράσεις που αφορούν στην Άµυνα.