Δημοσιεύθηκε: Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

Τι γυρεύει ο Σολτς στο Πεκίνο

Ο Γερμανός καγκελάριος είναι ο πρώτος ηγέτης της G7 που ταξιδεύει στην Κίνα από την εμφάνιση της πανδημίας. Η επίσκεψή του στην Κίνα έχει ξεσηκώσει πολλές αντιδράσεις.

Μιχάλης Ψύλος • psilosm@naftemporiki.gr

Τέτοια εναντίον του ομοβροντία, δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ μέχρι τώρα ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς. Ο λόγος; Η σημερινή του επίσκεψη στο Πεκίνο όπου θα συναντήσει τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Ένα ταξίδι που ο Σολτς χρειάστηκε 23 ολόκληρες ώρες για να φτάσει στο Πεκίνο, ενώ θα παραμείνει μόλις 11 ώρες επί κινεζικού εδάφους.

«Η πολιτική του καγκελαρίου Σολτς για την Κίνα είναι αφελής» γράφει το Der Spiegel. «Για μοιραία εξάρτηση από το Πεκίνο» κάνει λόγο η Suddeutsche Zeitung. «Οι Γερμανοί δείχνουν στον Σολτς κόκκινη κάρτα», γράφει η Bild. Από κοντά και οι κυβερνητικοί εταίροι του Σολτς- κυρίως οι Πράσινοι -που δεν διστάζουν να εκφράσουν τη διαφωνία τους για την επίσκεψη. «Κινδυνεύουμε να επαναλάβουμε τα ίδια λάθη που κάναμε με τη Ρωσία », δήλωσε ο «Πράσινος» υπουργός Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ.

Αλλά και ο ηγέτης της αντιπολιτευόμενης Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης, Φρίντριχ Μερτς, υποστήριξε ότι ο Σολτς «δεν θα μπορούσε να επιλέξει χειρότερο χρόνο» για να ταξιδέψει στο Πεκίνο, λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά το 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, στο οποίο ακούστηκαν βίαιες απειλές κατά της Ταϊβάν και όπου ο προκάτοχος του προέδρου Σι Τζιπίνγκ, Χου Τζιντάο, σύρθηκε έξω από την αίθουσα μπροστά στα μάτια του κόσμο».


Εύτονες οι αντιδράσεις και από το εξωτερικό: Οι Αμερικανοί διαμαρτύρονται γιατί ο Σολτς έδωσε στην κινεζική Cosco σχεδόν το 25% ενός από τους τέσσερις τερματικούς σταθμούς του λιμανιού του Αμβούργου. Οσο για τη Γαλλία; Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν είχε προτείνει στην καγκελάριο να πάνε μαζί στο Πεκίνο, ως ένδειξη ευρωπαϊκής ενότητας, αλλά ο Σολτς είπε όχι. Η γαλλική La Tribune αναφέρει πως η επιλογή του Σολτς να πάει μόνος στο Πεκίνο, χωρίς κανέναν άλλον Ευρωπαίο ηγέτη, και η έγκρισή του στη «μερική κατάληψη» του λιμανιού του Αμβούργου από την κινεζική Cosco, θέτει υπό αμφισβήτηση τις Βρυξέλλες, οι οποίες, όπως σημειώνεται, επιδιώκουν ένα ενιαίο ευρωπαϊκό μέτωπο κατά του Πεκίνου.

Τόσο έντονες ήταν και οι αμερικανικές, επικριτικές φωνές την παραμονή του κινεζικού ταξιδιού, που ο Σολτς αναγκάστηκε να ξεκινήσει μια μεγάλη εκστρατεία για την υπεράσπιση των επιλογών του. Εστειλε έναν παλιό γνώριμό μας-τον πρώην πρεσβευτή τη Γερμανίας στην Αθήνα και νυν διπλωματικό του σύμβουλο, Γιανς Πλέτνερ, στην Ουάσιγκτον για να καθησυχάσει την αμερικανική κυβέρνηση για τη γερμανική αποφασιστικότητα να μην παραχωρήσει τίποτα στην Κίνα.
«Η αλεπού στο παζάρι»

Τι γυρεύει λοιπόν, όχι «η αλεπού στο παζάρι;», αλλά ο Σολτς στο Πεκίνο; Γιατί επιμένει ο Γερμανός καγκελάριος; Θέλει απλά να συνεχίσει την πολιτική της προκατόχου του, Αγκελα Μέρκελ, η οποία στα 16 χρόνια που παρέμεινε στην καγκελαρία, επισκέφθηκε 12 φορές την Κίνα! Ο Σολτς, που είναι ο πρώτος ηγέτης της G7 που ταξιδεύει στην Κίνα από την εμφάνιση της πανδημίας, συνοδεύεται από μια μεγάλη αντιπροσωπεία Γερμανών επιχειρηματιών. Ανάμεσά τους οι επικεφαλής των Siemens, BASF, Volkswagen και BMW,της χημικής εταιρεία Wacker, της Adidas, της εταιρείας παιδικών τροφών Hipp, της φαρμακευτικής Bayer, αλλά και της Biontech. Ειδικά η BioNTech, από την αρχή της πανδημίας, προσπαθεί μάταια για να εγκριθεί στην Κίνα το εμβόλιο της κατά του κορωνοϊού και ελπίζει να το πετύχει με το ταξίδι του Σολτς στο Πεκίνο.

Η επίσκεψη λοιπόν προδίδει την επιθυμία του Καγκελαρίου, αλλά και της γερμανικής βιομηχανίας να ενισχύσει τις οικονομικές σχέσεις με την Κίνα, η οποία τα τελευταία επτά χρόνια είναι ο πρώτος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας. Η Deutsche Welle γράφει ότι περίπου 50.000 γερμανικές εταιρείες δραστηριοποιούνται σήμερα στην Κίνα, με επενδύσεις σχεδόν 90 δισ. ευρώ.

Για περισσότερες από δύο δεκαετίες άλλωστε, η Κίνα – η δεύτερη παγκόσμια οικονομία- έχει γίνει Ελντοράντο για τη γερμανική βιομηχανία, εξασφαλίζοντας σταθερά έσοδα για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες. Τα τελευταία 25 χρόνια, οι γερμανικές εξαγωγές προς την Κίνα αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 11,8%,-από 6,58 δισεκατομμύρια δολάρια το 1995 σε 106 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020. Το συνολικό γερμανικό πλεόνασμα με την Κίνα ανήλθε σε πάνω από 179 δισ. ευρώ το 2020.Με άλλα λόγια, η Γερμανία δίνει την εντύπωση ότι θέλει να εκμεταλλευτεί τη σχετική θέση της εντός της ΕΕ για να συσσωρεύσει εμπορικά οφέλη για την ίδια. Οφέλη που θα μπορούσαν εύκολα να μοιραστούν μεταξύ των διαφόρων χωρών μελών της Ένωσης. Όσον αφορά το εμπόριο μεταξύ Κίνας και ΕΕ, η Γερμανία είναι η μόνη χώρα-μέλος με σημαντικό πλεόνασμα: 14,4 δισεκατομμύρια το 2020. Το ύψος των εμπορικών συναλλαγών ξεπερνά σχεδόν τα 180 δισεκατομμύρια. «Ο καγκελάριος δεν είναι αντιπρόσωπος της γερμανικής βιομηχανίας», ήταν το δηλητηριώδες σχόλιο της γαλλικής Les Echos.
Στο μάτι του κυκλώνα

Τώρα βέβαια, η Κίνα έχει βρεθεί στο στόχαστρο, λόγω και της έμμεσης στήριξης που παρέχει στη Ρωσία. Και ο Σολτς έχει καταλήξει στο μάτι του κυκλώνα, κατηγορούμενος ότι θέλει να ξεκινήσει μια νέα στρατηγική συνεργασία με μια χώρα, την Κίνα, η οποία, όπως συνέβη πρόσφατα με τη Ρωσία στον ενεργειακό τομέα, θα μπορούσε να δημιουργήσει στο μέλλον πιθανά και τεράστια οικονομικά προβλήματα.

Ο Γερμανός καγκελάριος γνωρίζει βέβαια ότι το Βερολίνο δεν βρίσκεται στα μισά του δρόμου μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Η Γερμανία είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, το Βερολίνο δεν φαίνεται να έχει καμία πρόθεση να θυσιάσει τις οικονομικές ευκαιρίες που προσφέρει η Κίνα. Το δίλημμα είναι όμως προφανές: Από τη μία, οι υπόλοιπες χώρες της Δύσης βλέπουν με οργή, αλλά και ζήλια περισσότερο τον Σολτς να προωθεί μονομερώς τα γερμανικά συμφέροντα. Από την άλλη, η βιομηχανία ασκεί πίεση σε αυτόν, θέλοντας να κάνει επίσης τη δουλειά της Το ερώτημα είναι ποιος θα επικρατήσει; Όπως λέει ο Αντρέα Νέλκε, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, ο Σολτς γνωρίζει ότι «δεδομένης της μεγάλης εξάρτησης της Γερμανίας από τις εξαγωγές, θα ήταν άβολο να κάνει εχθρό της Γερμανίας, τον μισό κόσμο».

Πηγή: naftemporiki.gr