Η αρχή κάθε νέας χρονιάς σίγουρα εμπνέει ιδέες για νέο ξεκίνημα στους ανθρώπους, γιατί τους κάνει να νιώθουν έντονα την ανάγκη να ξορκίσουν τα κακά που τους βρήκαν στον χρόνο που πέρασε και να κάνουν επανεκκίνηση της ζωής τους τροχοδρομώντας στις ράγες της αισιοδοξίας.
Σε παράλληλο επίπεδο, η επανεκκίνηση ενός κράτους-έθνους περιοδικά έχει να κάνει με την αναδιαμόρφωση της αξιακής, νομικής, κρατικής και εθνικής του υπόστασης με σταθερές τις ηθικές, κοινωνικές και πολιτικές αξίες και τα ιδανικά του, τα οποία από κοινού συνδιαμορφώνουν προοπτική αναγέννησης.
Ολική επανεκκίνηση (επανεκκίνηση μεγάλης κλίμακας) με ''αναγεννησιακή'' προοπτική γνώρισε ο τόπος μας τέσσερις φορές στην Νεώτερη Ιστορία του.
Η πρώτη έγινε πριν από 200 χρόνια και συμπίπτει χρονολογικά με το γενέθλιο έτος ίδρυσης του σύγχρονου ελληνικού κράτους (1830) μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς (500 για κάποιες περιοχές), δοκιμασιών και καταπίεσης του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.
Η δεύτερη πριν από 100, κατά την μετά την Μικρασιατική Καταστροφή περίοδο που άφησε ημιτελή την προσπάθεια του ελληνικού έθνους να ολοκληρωθεί ύστερα από αγώνες και θυσίες απελευθέρωσης αιώνων.
Η τρίτη επανεκκίνηση (25 χρόνια μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, 1946-'49, και τις διχαστικές προκλήσεις) έγινε με αφορμή την τραγωδία της Κύπρου το '74 και την επάνοδο της δημοκρατίας στην Ελλάδα, που συνέπεσε με την πολιτειακή αλλαγή στον τόπο μας (αντικατάσταση της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας από την Προεδρική Κοινοβουλευτική).
Η τέταρτη και τελευταία επανεκκίνηση έγινε μετά το 2010 και τα επακόλουθα Μνημόνια, περίοδο απανωτών προκλήσεων για τον Ελληνισμό (οικονομικών, παραγωγικών, γεωπολιτικών, δημογραφικών, μεταναστευτικών) οι οποίες απαιτούν μεγάλες τομές μετά την λήξη της επώδυνης μνημονιακής οκταετίας (2018).
Τομές που έχουν να κάνουν - πέρα από την οικονομική αναδιάρθρωση και παραγωγική ανασυγκρότηση της πατρίδας μας - και με την αμυντική θωράκιση, τη δημογραφική ανάταξη και την επαναχάραξη της εθνικής και μεταναστευτικής πολιτικής της.
Συνελόντι ειπείν, έχουν να κάνουν με τη διαμόρφωση ενός νέου εθνικού οράματος καθώς διανύουμε ήδη τη δεύτερη χρονιά της 3ης δεκαετίας του 21ου αιώνα με ζητούμενο την υπαρξιακή επιβίωση του Ελληνισμού.
Ανάλογες επανεκκινήσεις γνώρισε και η Τουρκία σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, αν εξαιρέσουμε την κοινή περίοδο μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία και τον διωγμό του Μικρασιατικού Ελληνισμού που σήμανε νικηφόρα αλλαγή σελίδας για τους Τούρκους, αφού ταυτίστηκε με την αντικατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Τουρκική Δημοκρατία του Κεμάλ Ατατούρκ (1923).
Οι προηγηθείσες επανεκκινήσεις ήταν αυτή του 1812 με απαρχή την μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου περίοδο που συνδυάστηκε με την εξαφάνιση των περιφερειακών ηγεμόνων (Ottoman Ayan: ισχυροί Οθωμανοί Αξιωματούχοι) και των γενιτσάρων.
Η δεύτερη τουρκική επανεκκίνηση έγινε με αφορμή την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 και είχε σαν αποτέλεσμα τον μετασχηματισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον ''Πατέρα των Τούρκων'' Μουσταφά Κεμάλ σε τουρκικό έθνος-κράτος, υπό την επωνυμία ''Τουρκική Δημοκρατία''.
Και η τρίτη επανεκκίνηση έγινε μέσα στον 21ο αιώνα και συγκεκριμένα από το 2010 έως το 2017, οπότε ολοκληρώθηκε η μετατροπή πολιτεύματος στην Τουρκία από ''Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία'' σε ''Προεδρική Δημοκρατία'', με κυρίαρχο κόμμα το ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) υπό την Προεδρία του μεγαλοϊδεάτη (Νεο-Οθωμανού) ηγέτη Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ενός ηγέτη-''σουλτάνου'' που κυβερνάει επί μια εικοσαετία την γείτονα χώρα έχοντας βάλει τους μισούς αντιφρονούντες στη φυλακή και έχοντας αναγκάσει άλλους να πάρουν το δρόμο της αυτοεξορίας, ενώ - σε επίπεδο Εξωτερικής πολιτικής - με συγκυβερνήτη τον εθνικιστή Μπαχτσελί - ασκεί αναθεωρητική και επιθετική πολιτική στα βήματα της ''Γαλάζιας Πατρίδας'' η οποία διεκδικεί το μισό Αιγαίο και την Κύπρο.
Μέχρι την 1η Απριλίου του 2019 ο Ταγίπ Ερντογάν ήταν ο ''απόλυτος άρχων'' στην Τουρκία, κατά το “L' etat c' est moi” (το κράτος είμαι εγώ) του Λουδοβίκου 14ου. Ωστόσο αυτό διαφοροποιήθηκε μετά τις δημοτικές εκλογές, όπου - παρ' όλες τις παρεμβάσεις του - άλλαξαν χέρια οι ψήφοι με αποτέλεσμα την εκλογική απώλεια της Άγκυρας, της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης από το ACP.
Έκτοτε, σε πολιτικό επίπεδο, τα πράγματα πάνε απ' το κακό στο χειρότερο για τον Ταγίπ Ερντογάν, με την εκλογική βάση του κόμματός του να φυλλορροεί απ' το καλοκαίρι του '20 λόγω κακής διαχείρισης της πανδημίας, εκρηκτικής όξυνσης στα ελληνοτουρκικά και αβεβαιότητας που έγινε αγωνία.
Αγωνία για την πορεία των Οικονομικών, καθώς ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 36% το 2021 και η τουρκική λίρα κατρακυλάει, αν και η ανάπτυξη της σχοινοβατούσας τουρκικής οικονομίας ήταν 7,4% κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους που πέρασε.
Με δεδομένα αυτά, μολονότι δεν πιθανολογώ πόλεμο με την Τουρκία, αναγνωρίζω ότι το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων προοικονομείται δυσοίωνο και ότι - ακόμα και σε περίοδο μη κρίσης μαζί της - υποβόσκει ο κίνδυνος αιφνιδιασμού μας.
Κι αυτό ηχεί σαν σήμα κινδύνου, για να μην περιπέσουμε σε εφησυχασμό και επανάπαυση. Οι κίνδυνοι για ''θερμό επεισόδιο'' με την Τουρκία ελλοχεύουν όσο δεν αίρεται το casus belli σε βάρος μας και όσο βρίσκεται σε κλιμάκωση ο πολιτικός τυχοδιωκτισμός του Τούρκου Προέδρου και η ηγεμονική του αντίληψη για τη θέση της χώρας του στον κόσμο (περιφερειακή δύναμη με πολιτική και οικονομική επιρροή σε Ασία-Αφρική-Βαλκάνια) και ειδικότερα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Επιπλέον υπάρχει το δεδομένο ότι ο Ταγίπ Ερντογάν (με τον εθνικιστή Μπαχτσελί... παρά πόδα) δεν πρόκειται να καμφθεί από την λαϊκή δυσαρέσκεια που ξεσήκωσε η οικονομική πολιτική του και η ωμή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών αρχών στη χώρα του.
Ως εκ τούτου δεν πρέπει να περιμένουμε ότι θα σηκώσει λευκή σημαία συμβιβασμού με την Ελλάδα, μέχρι να υποκύψει αυτή στις απαιτήσεις του. Κι αυτό το αποδεικνύει το γεγονός ότι οι διεκδικήσεις του παραμένουν ενεργές στο Τραπέζι των διμερών επαφών, ενώ συνεχίζουν να ενορχηστρώνονται εκ μέρους του συνθήκες διαμόρφωσης τετελεσμένων για Ελλάδα και Κύπρο.
Στην περίπτωση της τελευταίας οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται, καθώς η Τουρκία στο Κυπριακό θέλει να επιβάλλει το σχέδιό της (τη διχοτόμηση του νησιού), για να ακολουθήσει μελλοντικά η προσάρτηση του βόρειου τμήματος της Κύπρου στην τουρκική επικράτεια, ενώ δεν κρύβει τις ορέξεις της για υφαρπαγή των δικαιωμάτων της στα ενεργειακά θαλάσσια τεμάχια της κυπριακής ΑΟΖ, με βλέψεις τουρκοποίησης της Μεγαλονήσου..
Απ' τις αρπαχτικές διαθέσεις της, φυσικά, απειλείται και η Θράκη, η οποία κινδυνεύει να πέσει θύμα της αναθεωρητικής πολιτικής της (αναγνώριση ''τουρκικής'' μειονότητας, με μακροπρόθεσμο στόχο την αυτονομία και ανεξαρτησία της).
Μιας αναθεωρητικής πολιτικής που ήρθε για να μείνει με υπόβαθρο το casus belli και στρατηγική το ιδεολόγημα της ''Γαλάζιας Πατρίδας'' της. Για να επικρατήσει όμως το τελευταίο - στην περίπτωσή μας - χρειάζεται απαραίτητα και η δική μας συναίνεση (''συνεκμετάλλευση'' ή, άλλως πώς ''καζάν καζάν'' μοίρασμα των χρυσοφόρων κοιτασμάτων του Αιγαίου).
Με δεδομένα αυτό, δεν μπορούμε να βαυκαλιζόμαστε ότι κάνουμε ειλικρινή διάλογο με την Τουρκία και είναι εποικοδομητικές οι διαπραγματεύσεις μας μαζί της τη στιγμή που δεν διασφαλίζεται η επιθυμητή εκ μέρους του Ελληνισμού ''μακρά ειρήνη''.
Και δεν διασφαλίζεται με ενεργό casus belli, επιχειρήσεις έρευνας στην μη οριοθετημένη ελληνική υφαλοκρηπίδα (βλ. ανατολικά της Σητείας Κρήτης), παρενόχληση του Nautical Geo όταν επιχείρησε να κάνει το ίδιο, εμμονή στην αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου με προκλητικές ρητορείες Τσαβούσογλου και Ακάρ και επιδίωξη δημιουργίας τετελεσμένων - στην περίπτωση του Κυπριακού - με στόχο την de facto διχοτόμηση της Κύπρου.
Κρινιώ Καλογερίδου