Αν στο εσωτερικό της χώρας υπάρχουν τέτοιες απόψεις τα πράγματα είναι πολύ άσχημα! Η Ελλάδα δε μπορεί να εγκαταλείψει την προσπάθεια αναχαίτισης της τουρκικής επιθετικότητας, γιατί πολύ απλά αν το κάνει θα εξαφανιστεί! Μπορεί να αρκεί σε κάποιους ότι θα υπάρχει στον χάρτη αλλά θα πρέπει να καταλάβουν ορισμένοι ότι δεν είναι δυνατόν να παραδοθούμε μέσω της «φινλανδοποίησης» μας, την οποία η Τουρκία φανερά επιδιώκει, ειδικά τα τελευταία δυο χρόνια!
Δεν είναι δυνατόν να σηκώσουμε απλά τα χέρια και να πούμε «τι να κάνουμε, πρέπει να ακολουθήσουμε το …πεπρωμένο μας» το οποίο σύμφωνα με την άποψη Ιωακειμίδη -αλλά και άλλων πολλών- προβλέπει «σύμπραξη» με τη «μεγάλη Τουρκία»!
Παραθέτουμε όλο το άρθρο του καθηγητή και μέλους του ΕΛΙΑΜΕΠ. Δε χρειάζονται νομίζουμε περισσότερα σχόλια:
«Σύμφωνα με το Nordic Monitor (30/12/2021), η Τουρκία προωθεί πρόγραμμα παραγωγής προηγμένων οπλικών συστημάτων περιλαμβανομένων όπλων μαζικής καταστροφής (WMD), πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς και ίσως πυρηνικών όπλων παραβιάζοντας τη συνθήκη μη διάδοσης (ΝΡΤ). Με την ευκαιρία λοιπόν αυτή ας ξεκαθαρισθεί: η εφαρμοσμένη πολιτική της Αθήνας στο σκέλος της αναχαίτισης (containment) της Τουρκίας από του να καταστεί περιφερειακή δύναμη είναι αδιέξοδη, ατελέσφορη, ανέφικτη.
Δεν θα φέρει αποτελέσματα. Σπαταλάμε τζάμπα πόρους. Και όσο συντομότερα το καταλάβουμε τόσο καλύτερα. Δεν μιλάμε για τη θεσμικά διακηρυγμένη πολιτική του διαλόγου με βάση το διεθνές δίκαιο για την ειρηνική επίλυση προβλημάτων (που όμως είναι σε αδράνεια). Η Τουρκία είναι ήδη μια οιονεί περιφερειακή δύναμη παρά τα οξύτατα οικονομικά της προβλήματα. Και στοχεύει στο να αναδειχθεί σε κάτι περισσότερο – σε ηγεμονική δύναμη στο περιφερειακό σύστημα και επέκεινα ίσως. Αυτό (μας) προκαλεί ιερή αγανάκτηση βέβαια.
Αλλά δεν υπάρχει τίποτα το περίεργο. Ο J. Mearsheimer – ο πιο επιφανής διεθνολόγος της ρεαλιστικής σχολής – έγραψε πρόσφατα: «Χώρες που ανησυχούν για την επιβίωσή τους θεωρούν ως καλύτερο τρόπο αντίδρασης την απόκτηση ισχύος, κάτι που σημαίνει ότι θέλουν να καταστούν ηγεμονικές δυνάμεις/ ηγεμόνες στην περιφέρειά τους και να αποκλείσουν άλλες χώρες από το να κυριαρχήσουν (…). Ολες οι μεγάλες χώρες είτε είναι δημοκρατίες είτε όχι δεν βλέπουν άλλη επιλογή παρά να επιδιώκουν την ισχύ, δύναμη». Και η Τουρκία βλέπει τον εαυτό της ως μεγάλη δύναμη.
Υπάρχει βέβαια και άλλος τρόπος να καταστεί μια χώρα – ιδιαίτερα μεσαίου μεγέθους – ισχυρή. Να ενσωματωθεί σ’ ένα ευρύτερο, ισχυρό υπερεθνικό σύνολο όπως έκανε η Ελλάδα με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Αλλά αυτή η επιλογή ως γνωστόν αφαιρέθηκε/απορρίφθηκε από την Τουρκία το 2007 (με ευθύνη Γαλλίας – Ν. Σαρκοζί κυρίως και Γερμανίας – Α. Μέρκελ) και έκτοτε η Τουρκία (πρόεδρος Ερντογάν) εγκαινίασε την επιλογή της περιφερειακής δύναμης. Εχει προϋποθέσεις για έναν τέτοιο ρόλο; Οχι όλες αλλά πάντως σημαντικές.
Πληθυσμιακά είναι η πολυπληθέστερη χώρα της περιοχής. Από τις όμορες χώρες της μόνο το Ιράν έχει αντίστοιχο πληθυσμό. Εχει τη μεγαλύτερη οικονομία (σχεδόν τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την ελληνική) και στοχεύει να καταστεί η δέκατη οικονομία στον κόσμο. Και λόγω μεγέθους οικονομίας συμμετέχει στην ομάδα των 20 (G-20) περισσότερο ανεπτυγμένων οικονομιών. Εχει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις (αν και εξασθενισμένες λόγω πρόσφατων εκκαθαρίσεων). Εχει αξιόλογη πολεμική βιομηχανία (παραγωγή drones κ.λπ.) ενώ όπως αναφέραμε ίσως αναπτύσσει και μυστικά οπλικά προγράμματα περιλαμβανομένων πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς ή και πυρηνικών όπλων. Και έχει αναδειχθεί επιπλέον και σε υπολογίσιμη «ήπια δύναμη» – εξάγει π.χ. τηλεοπτικά σίριαλ σ’ όλο τον κόσμο. Και βεβαίως είναι ένα αυταρχικό καθεστώς που εμφορείται από την ιδεολογία του εθνικισμού, τη νοσταλγία της (Οθωμανικής) αυτοκρατορίας και τη ρητορική του Ισλαμισμού. Το βασικό που δεν έχει είναι τη νομιμοποίηση για έναν τέτοιο ρόλο. Και σειρά εσωτερικών προβλημάτων. Πώς αντιμετωπίζεις ένα τέτοιο φαινόμενο-πρόκληση, ιδιαίτερα όταν το έχεις δίπλα σου;
Υπάρχουν δύο στρατηγικές ουσιαστικά: της αναχαίτισης (containment) και της σύμπραξης (engagement). Τη στρατηγική της αναχαίτισης μπορεί να την ακολουθήσει μια σαφώς ισχυρότερη χώρα που είναι και πρόθυμη να καταβάλει υψηλό κόστος (ΗΠΑ έναντι Σοβ. Ενωσης, Κίνας). Αυτή τη στρατηγική όμως επιχειρεί να εφαρμόσει πάνω-κάτω και η Ελλάδα έναντι της Τουρκίας. Κατασκευάζει στρατιωτικές συμμαχίες αναχαίτισης ακόμη και με απίθανες χώρες, επεκτείνει την αμερικανική παρουσία στη χώρα, εξοπλίζεται, επιδιώκει κυρώσεις και γενικά… τρέχει πίσω από την Τουρκία προκειμένου να τη σταματήσει από το να καταστεί περιφερειακή-ηγεμονική δύναμη. Δεν θα τη σταματήσει όμως είτε φύγει ο Ερντογάν από την εξουσία είτε όχι (καθώς όλες οι πολιτικές δυνάμεις στην Τουρκία βλέπουν στη στρατηγική αναχαίτισης το σύνδρομο της περικύκλωσης και διάλυσης από τα έξω – σύνδρομο Συνθήκης Σεβρών). Η στρατηγική που θα μπορούσε να φέρει αυτό το αποτέλεσμα προς αμοιβαίο όφελος είναι αυτή της σύμπραξης (engagement) προσαρμοσμένης στο ευρωπαϊκό περιβάλλον και συνθήκες της περιοχής. Τα στοιχεία μιας τέτοιας στρατηγικής σύμπραξης θα περιελάμβαναν:
-την αναβίωση του στόχου για τη βαθύτερη ευρωπαϊκή πρόσδεση της Τουρκίας (πρόσδεση με ΕΕ) μέσω μιας ισχυρής ειδικής σχέσης επί του παρόντος (και πλήρης ένταξη στο απώτερο μέλλον εάν και εφόσον…). Σχέσης τύπου νέο «Ελσίνκι» για την Ελλάδα. Μην παραβλέπουμε: η Τουρκία θεωρείται (ιδιόρρυθμο) μέρος του συστήματος ασφάλειας της Ευρώπης. Δεν είναι έξω απ’ αυτό όπως θέλουμε να τη βλέπουμε.
-την ενσωμάτωσή της σε περιφερειακές δομές, σ’ ένα περιφερειακό πλαίσιο π.χ. για την Αν. Μεσόγειο και πάντως όχι τον αποκλεισμό της,
-την υποβοήθηση της επιστροφής στη δημοκρατική τάξη, ενίσχυση κοινωνίας των πολιτών, κράτους δικαίου, κ.λπ. στην Τουρκία,
-και πάνω απ’ όλα, το άνοιγμα μιας σοβαρής, στοχευμένης διαδικασίας επίλυσης των προβλημάτων μεταξύ των δύο χωρών (χωρίς νομικίστικες προσεγγίσεις κ.λπ.).
Είναι η μόνη πολιτική που μπορεί να πετύχει, που προστατεύει την Ελλάδα και που επιτρέπει στην Αθήνα να επενδύσει δημιουργικά στο κύριο συγκριτικό πλεονέκτημα που έχει. Και που δεν είναι άλλο από τη συμμετοχή της στην ΕΕ.
Ας μη λησμονείται ότι η πολιτική αναχαίτιση κάνει την άλλη πλευρά πολύ πιο επιθετική και αδιάλλακτη ανεξάρτητα από το κόστος της που για ένα μη δημοκρατικό καθεστώς όμως είναι ανεκτό. Και το χειρότερο προχωρά σε μαζικούς εξοπλισμούς για να ενισχύσει τη δύναμή της. Βεβαίως υπάρχει το προηγούμενο της Σοβ. Ενωσης η οποία προκειμένου να αντιμετωπίσει την πολιτική αναχαίτισης από τις ΗΠΑ επιδόθηκε, μεταξύ άλλων, σε ξέφρενους εξοπλισμούς που τελικά την οδήγησαν στην κατάρρευση. Αλλά ούτε η Ελλάδα είναι ΗΠΑ ούτε η Τουρκία Σοβ. Ενωση.
Χρειαζόμαστε ένα paradigm shift τώρα…
Ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του FEPS και του ΕΛΙΑΜΕΠ».
Πηγή: militaire.gr