Δημοσιεύθηκε: Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

Δομή δυνάμεων και επιχειρησιακό δόγμα: Η συντηρητική και η αναθεωρητική σχολή σκέψης

Ευθύμιος Λάζος
Το άρθρο αποτελεί τη συνέχεια του προγενέστερου άρθρου «Η εξέλιξη των μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων δυνάμεων: Η σοβιετική, αμερικανική και ισραηλινή προσέγγιση», το οποίο είχαμε δημοσιεύσει στις 19 Οκτωβρίου του 2018 και έχει ως αντικείμενο την καταγραφή της ιστορίας της εξέλιξης του μηχανοκίνητου και του τεθωρακισμένου πολέμου, με αναφορά στις επιλογές της Σοβιετικής Ένωσης, των ΗΠΑ και τους Ισραήλ. Αυτό το άρθρο παρουσιάζει τα επιχειρήματα των δύο (2) σχολών σκέψης, σε διεθνές επίπεδο, σχετικά με τη μελλοντική δομή δυνάμεων και το επιχειρησιακό δόγμα, λαμβάνοντας υπόψη την παράμετρο του υβριδικού πολέμου και του δόγματος των επιχειρήσεων συνδυαστικής χρήσης πολλών και διαφορετικών Όπλων.

Οι τάσεις στην αναβάθμιση των χερσαίων συστημάτων (άρματα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα, πυροβόλα), που είναι σε εξέλιξη σήμερα, επηρεάζονται από την αβεβαιότητα σχετικά με τον μελλοντικό χαρακτήρα της χερσαίας μάχης. Η εμπειρία, από το 2001 και μετά δείχνει ότι στο μέλλον οι συγκρούσεις θα είναι περιορισμένες σε έκταση και αντισυμβατικές, κάτι που σημαίνει ότι και τα χερσαία συστήματα θα πρέπει να εξελιχθούν σε κάτι διαφορετικό από αυτό, το «συμβατικό» που είναι σήμερα. Και δεν είναι μόνο τα συστήματα. Θα χρειαστούν αλλαγές στο δόγμα και την τακτική χρήσης τους, στη δομή δυνάμεων και την εκπαίδευση.

Στην ουσία η μεγαλύτερη δυνατή πληροφόρηση και κατανόηση των ικανοτήτων του αντιπάλου είναι η κύρια και βασική συνθήκη που, σε τελική ανάλυση, θα επηρεάσει τη δομή δυνάμεων, την επιλογή του δόγματος και το ρόλο των χερσαίων συστημάτων. Μολονότι η ακριβής πρόβλεψη των ικανοτήτων του αντιπάλου είναι δύσκολη υπόθεση και αντικείμενο εσκεμμένης παραπληροφόρησης από τον ίδιο τον αντίπαλο, οι πρόσφατες συγκρούσεις, ολοκληρωμένες ή σε εξέλιξη, καταδεικνύουν τάσεις, οι οποίες θα επηρεάσουν τον χαρακτήρα και τον τρόπο διεξαγωγής των μελλοντικών συγκρούσεων.

Πρόκειται για τον όρο «υβριδικός πόλεμος», που τελευταία ακούγεται όλο και πιο συχνά. Αν και δεν υπάρχει ξεκάθαρος ορισμός που να συνοδεύει τον όρο «υβριδικός πόλεμος», μια γενική περιγραφή του είναι η εξής: Χρήση τακτικών στρατιωτικών δυνάμεων και παραστρατιωτικών στοιχείων με κοινούς στόχους. Ένα παράδειγμα, που μας αφορά, είναι η πρόσφατη προσπάθεια της Τουρκίας να διοχετεύσει στην Ελλάδα χιλιάδες λαθρομετανάστες με στόχο την αποσταθεροποίηση της χώρας και τον εκβιασμό της Ευρώπης. Το ερώτημα είναι πως μια χώρα και μια συμβατική στρατιωτική δύναμη μπορεί να αντιμετωπίσει μια τέτοια μορφή απειλής;

Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ίσως να βρίσκεται στη δομή δυνάμεων, με τη δημιουργία μικρότερων, πιο ευέλικτων και άριστα εξοπλισμένων και εκπαιδευμένων δυνάμεων ή στη δημιουργία ενός ενδιάμεσου σκαλοπατιού μεταξύ των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας (Χωροφυλακή για παράδειγμα). Σε κάθε περίπτωση η όποια λύση θα πρέπει να ενσωματώνει μη-επανδρωμένες τεχνολογίες, δυνατότητα αποτελεσματικής άμυνας από κυβερνοεπιθέσεις και σοβαρές ικανότητες εκτέλεσης κυβερνοεπιθέσεων και ηλεκτρονικού πολέμου. Όπως σε κάθε ιστορική περίπτωση, όπου τέθηκε το ζήτημα της αλλαγής της δομής δυνάμεων, έτσι και σήμερα υπάρχουν (2) σχολές σκέψης: Οι συντηρητικοί και οι αναθεωρητές.

Η συντηρητική σχολή σκέψης θεωρεί ότι ο πόλεμος δεν έχει αλλάξει τόσο δραματικά. Παραμένει μια ανθρώπινη δραστηριότητα και η τεχνολογία δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον ανθρώπινο παράγοντα. Συνεπώς υπάρχει ανάγκη για συμβατικές δυνάμεις, ικανές να καταστρέψουν τον εχθρό και να καταλάβουν περιοχή. Η αναθεωρητική σχολή σκέψης θεωρεί ότι οι πιθανότητες συγκρούσεων υψηλής έντασης έχουν μειωθεί σημαντικά. Συνεπώς οι συμβατικές δυνάμεις θα πρέπει να αποκτήσουν και να αναπτύξουν αντισυμβατικές ικανότητες περιορισμένης εμπλοκής με έμφαση στις Ειδικές Δυνάμεις και την προσβολή στόχων από απόσταση και με μεγάλη ακρίβεια.

Ουσιαστικά η συντηρητική σχολή σκέψης θεωρεί ότι οι αλλαγές στη φύση του πολέμου είναι σταδιακές και ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες δεν αλλάζουν σε δομικό βαθμό τον χαρακτήρα του πολέμου. Συνεπώς, η επένδυση μόνο στις συγκρούσεις χαμηλής έντασης και η υπερβολική επένδυση στην αεροπορική ισχύ, στις πληροφορίες, στις Ειδικές Δυνάμεις και στις μη-επανδρωμένες τεχνολογίες, εκ των πραγμάτων θα μειώσουν την ικανότητα διεξαγωγής των αναγκαίων συμβατικών επιχειρήσεων. Επιπλέον, η υπερβολική εξάρτηση από την τεχνολογία αγνοεί το κεντρικό μάθημα της στρατιωτικής ιστορίας, ότι ο πόλεμος παραμένει μια σύγκρουση προθέσεων και ότι, στις χερσαίες επιχειρήσεις, η φυσική παρουσία του στρατιώτη δεν μπορεί να αντικατασταθεί.

Η αναθεωρητική σχολή σκέψης θεωρεί ότι οι μελλοντικές συγκρούσεις θα είναι περιορισμένης έκτασης και έντασης, καθώς και μη-συμβατικές. Συνεπώς έμφαση πρέπει να δοθεί στα πυρά ακριβείας από μεγάλες αποστάσεις, στις Ειδικές Δυνάμεις και σε καινοτόμες τεχνολογίες. Ως παράδειγμα φέρνουν τις επιχειρήσεις στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, όπου αμερικανικές Ειδικές Δυνάμεις πραγματοποιούσαν επιχειρήσεις με τη συνδρομή τοπικών συμμάχων και την υποστήριξη πυρών από απόσταση. Επίσης θεωρούν ότι λόγω των περιορισμών στους αμυντικούς προϋπολογισμούς οι επιλογές αυτές είναι οι ενδεδειγμένες.

Η αναθεωρητική σχολή σκέψης δεν απορρίπτει παραδοσιακά οπλικά συστήματα, όπως είναι το άρμα μάχης για παράδειγμα, αλλά το θέτει εντός του γενικότερου δόγματος των επιχειρήσεων συνδυαστικής χρήσης πολλών και διαφορετικών όπλων (Combines Arms Maneuver, όπως το αποκαλούν οι Αμερικανοί). Πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Α’ ΠΠ), η χρήση του Πεζικού, του Ιππικού και του Πυροβολικού βασίζονταν περισσότερο στην ανεξάρτητη παρά στη συνδυαστική τους δράση. Η δυσάρεστη εμπειρία των χαρακωμάτων στον Α’ ΠΠ, εκ των πραγμάτων οδήγησε στην αναζήτηση νέων τακτικών επίθεσης, με τη χρήση διαφορετικών Όπλων, για την διάσπαση του μετώπου.

Στο μεσοπόλεμο είχαμε την εξέλιξη του Μηχανοκίνητου Πεζικού. Πριν το 1937 η ηγέτιδα δύναμη στον μηχανοκίνητο πόλεμο ήταν η Σοβιετική Ένωση με το δόγμα της «βαθειάς μάχης»: Διάρρηξη των αμυντικών γραμμών του εχθρού και στη συνέχεια ταυτόχρονη επίθεση σ’ όλα τα κλιμάκια της αμυντικής διάταξης του εχθρού με πεζικό, τεθωρακισμένα, πυροβολικό και αεροπορία. Οι εκκαθαρίσεις του 1937 έπληξαν τον Κόκκινο Στρατό, τόσο σε επίπεδο ηγεσίας όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο, τη στιγμή που ο Στρατηγός Heinz Guderian και άλλοι Γερμανοί Στρατηγοί σχεδίασαν, οργάνωσαν και δημιούργησαν την Τεθωρακισμένη Μεραρχία, έναν ευέλικτο σχηματισμό με τεθωρακισμένα, μηχανοκίνητο πεζικό και πυροβολικό, όλα υπό μια διοίκηση.

Οι νίκες της Γερμανίας, την περίοδο 1939-1941, καθιέρωσαν τον κεραυνοβόλο πόλεμο (blitzkrieg) ως πρότυπο πολεμικών επιχειρήσεων. Ο βασικός ρόλος της γερμανικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας ήταν η εκμετάλλευση, η περικύκλωση και η καταδίωξη του εχθρού. Από το 1942 και μετά ο Κόκκινος Στρατός οργάνωσε εκ νέου τις μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες δυνάμεις του και επένδυσε στο δόγμα της «βαθειάς μάχης»: Συγκέντρωση δυνάμεων σ’ ένα στενό μέρος του μετώπου (τοπική υπεροχή), μαζική χρήση πυροβολικού και συνδυαστικές επιθέσεις πεζικού και τεθωρακισμένων δυνάμεων για διάσπαση του μετώπου και στη συνέχεια χρήση της εφεδρείας για την εκμετάλλευση του ρήγματος και την περικύκλωση του εχθρού.

Σήμερα, το δόγμα αυτό, εν πολλοίς, ισχύει και για τον Αμερικανικό Στρατό, ο οποίος διατηρεί μια δομή δυνάμεων βασισμένη στη συνδυαστική χρήση αρμάτων μάχης (M-1 Abrams), τεθωρακισμένων οχημάτων (M2 Bradley), επιθετικών ελικοπτέρων (AH-64 Apache) και πυροβολικού (M-109, HIMARS, MLRS) και με στόχο τη διάρρηξη του μετώπου, την κατάληψη και την κατοχή εδάφους. Σε κάθε περίπτωση, οι νέες τεχνολογίες θα επηρεάσουν, λιγότερο ή περισσότερο, τον χαρακτήρα του πολέμου στο μέλλον. Η εξέλιξη σε τεχνολογικούς τομείς, όπως είναι τα μη-επανδρωμένα συστήματα, η ρομποτική, η τεχνολογία επεξεργασίας δεδομένων, τα δίκτυα κ.ά. έχουν τη δυναμική να διαμορφώσουν ένα εντελώς νέο καθεστώς πολέμου.

Το ότι αυτές οι τεχνολογίες μπορεί να είναι διαθέσιμες για κράτη, αλλά και για παρακρατικούς οργανισμούς είναι μια ακόμα παράμετρος που θα επηρεάσει τη φύση και το χαρακτήρα του πολέμου στο μέλλον. Αργά ή γρήγορα, ηθελημένα ή αθέλητα, όλα τα κράτη, που αντιμετωπίζουν απειλές, θα πρέπει να αναδιοργανώσουν τη δομή δυνάμεων τους, ίσως και τη σύνθεση των μονάδων και των σχηματισμών τους, και να αναπτύξουν νέα δόγματα και τακτικές, καθώς και πολιτικές και διαδικασίες βασικής και επιχειρησιακής εκπαίδευσης.

Πηγή: defencereview.gr