Κύριε Στούπα η ανάλυση που κάνετε για το αμυντικό έλλειμμα της χώρας μας είναι τυπικά σωστή αλλά για να βγει ουσιαστικό νόημα από τον συλλογισμό σας θα πρέπει να πιάσετε το ζήτημα της εθνικής άμυνας από την αρχή και να βάλετε τα πράγματα σε μία λογική σειρά.
Το σκεπτικό "θα έπρεπε να δαπανούσαμε τόσα δις για όπλα αντί για να σώσουμε ζημιογόνες ΔΕΚΟ" μπορεί να φαντάζει σωστό, αλλά είναι υπερβολικά απλουστευτικό. Όταν σκεφτόμαστε έτσι είναι σαν να κοιτάζουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος. Πριν πάμε στα νέα όπλα και στις ανάγκες των ενόπλων μας δυνάμεων για εκσυγχρονισμό, θα πρέπει να εξετάσουμε τι πραγματικά επιδιώκει η πολιτική ηγεσία της χώρας σε σχέση με τις απειλές που δεχόμαστε, και κατά συνέπεια με ποιον τρόπο μπορεί να το επιτύχει.
Είναι ολοφάνερο ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα απειλή από την Τουρκία, καθώς επίσης καθημερινές προκλήσεις οι οποίες μάλιστα εντείνονται. Τις ένοπλες δυνάμεις τις χρειάζεται ένα κράτος για να μπορεί να επιβάλει τη βούλησή του σε περίπτωση που η άλλη πλευρά δεν παίρνει από λόγια. Το καίριο ερώτημα συνεπώς είναι: σκοπεύει ποτέ η σημερινή κυβέρνηση να προσφύγει στη χρήση στρατιωτικής βίας κατά της Τουρκίας για να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά μας δικαιώματα; Είναι κάτι παραπάνω από σαφές πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ, για δύο λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα τολμούσε να ανοίξει πυρ στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο αν πρώτα δεν έπαιρνε τη σχετική έγκριση των Αμερικανών προστατών της - και είναι απολύτως σίγουρο ότι οι Αμερικανοί, για λόγους που έχουν να κάνουν αποκλειστικά με τα δικά τους στρατηγικά συμφέροντα, δεν πρόκειται ΠΟΤΕ να μας δώσουν τέτοια έγκριση αλλά θα επαναλάβουν για πολλοστή φορά τη γνωστή επωδό "σύμμαχοι είστε με τους Τούρκους, βρείτε τα μεταξύ σας".
Ο δεύτερος λόγος είναι πως οι ελληνικές κυβερνήσεις είναι από τη φύση τους ψοφοδεείς και απαρτίζονται από ανθρώπους δειλούς και άσχετους με τη διαχείριση στρατιωτικών κρίσεων.
Οι κυβερνώντες μας δεν έχουν ασχοληθεί ποτέ σοβαρά με ζητήματα διαχείρισης της στρατιωτικής ισχύος, αγνοούν τις δυνατότητες και τους περιορισμούς της, και δεν πιστεύουν ότι η στρατιωτική βία μπορεί να λύσει οποιοδήποτε πρόβλημα, γι' αυτό την αποφεύγουν πάση θυσία. Προτιμούν οποιονδήποτε άλλο τρόπο επίλυσης μιας κρίσης με την Τουρκία, παρά τη στρατιωτική αντιπαράθεση διότι θεωρούν τη στρατιωτική βία εντελώς αναχρονιστική και ξεπερασμένη ως ιδέα και πρακτική. Αυτό αποτυπώνεται πολύ καθαρά και στις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών, κ. Δένδια.
Όποιος μπορεί να φανταστεί τον Μητσοτάκη να δίνει εντολή στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις να ανοίξουν πυρ κατά των Τούρκων, σε οποιαδήποτε περίπτωση και όσο σοβαρή πρόκληση κι αν έχουν κάνει σε βάρος μας, να ξέρει ότι χαραμίζεται στη δουλειά που κάνει τώρα και θα έπρεπε να είναι σεναριογράφος ή σκηνοθέτης στο Χόλιγουντ διότι μόνο εκεί πληρώνουν πάρα πολύ καλά άτομα που έχουν καλπάζουσα φαντασία.
Αν η απειλή της Τουρκίας σήμερα είναι μεγαλύτερη και πιο επικίνδυνη από ποτέ άλλοτε, είναι επειδή οι γείτονες έχουν αναπτύξει αλματωδώς την πολεμική τους βιομηχανία και παράγουν από τυφέκια, έξυπνες βόμβες και βαλλιστικούς πυραύλους, μέχρι άρματα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα, αυτοκινούμενα πυροβόλα, drones, κορβέτες, φρεγάτες και ελικόπτερα.
Οι Τούρκοι στοχεύουν να γίνουν περιφερειακή υπερδύναμη και έχουν αντιληφθεί πως όταν κανείς εξαρτάται από εισαγόμενα όπλα, δεν μπορεί να έχει πραγματικά ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική - γι' αυτό σήμερα παράγουν μόνοι τους το 60% των όπλων που χρειάζονται, αφού βεβαίως έθεσαν τα θεμέλια για αυτό το επίτευγμα αρκετά χρόνια πριν.
Όταν όμως μία πολιτική ηγεσία (σαν την ελληνική, καλή ώρα) δεν σκοπεύει να πολεμήσει ποτέ και για κανέναν λόγο, γιατί να επενδύσει εκατοντάδες εκατομμύρια για να αναπτύξει μία εγχώρια αμυντική βιομηχανία η οποία θα αρχίσει να αποδίδει σε βάθος χρόνου; Φυσικό είναι να θεωρεί μια τέτοια επένδυση περιττή και να προτιμά να μοιράσει τα χρήματα σε επιδόματα, "κοινωνικά μερίσματα" και συντάξεις διότι αυτά αποφέρουν ψήφους. Τον εφοδιασμό των ενόπλων μας δυνάμεων με όπλα οι ελληνικές κυβερνήσεις τον αντιλαμβάνονται διαχρονικά μόνο ως ευκαιρία να αρπάξουν καμία γερή "μίζα" τα "δικά μας παιδιά". Γι' αυτό και πάντα παραγγέλνουμε πανάκριβα όπλα από το εξωτερικό, και η ελληνική αμυντική βιομηχανία έχει απαξιωθεί πλήρως και πνέει τα λοίσθια.
Αλλά ακόμα κι αν είχαμε μία ελληνική κυβέρνηση που θα είχε τα κότσια να πολεμήσει για να υπερασπιστεί την εθνική κυριαρχία (πράγμα που ΔΕΝ συμβαίνει βεβαίως με την κυβέρνηση Μητσοτάκη όπως δεν συνέβαινε και με καμία άλλη ελληνική κυβέρνηση από το 1996 και μετά) θα είχαμε και πάλι σοβαρά προβλήματα επιχειρησιακής φύσης που θα μας εμπόδιζαν να υπερισχύσουμε σε μία περιορισμένης κλίμακας και διάρκειας αεροναυτική σύγκρουση με την Τουρκία. Κι αυτό επειδή οι Τούρκοι, που θα έχουν βεβαίως την πρωτοβουλία έναρξης ενός θερμού επεισοδίου, θα επιλέξουν οπωσδήποτε έναν χώρο ο οποίος να παρουσιάζει τις μέγιστες δυσκολίες για εμάς και τα περισσότερα πλεονεκτήματα για τους ίδιους.
Επί δεκαετίες τώρα οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έχουν συγκροτηθεί, οργανωθεί και εκπαιδευτεί για να πολεμήσουν (υποτίθεται) σε έναν σχετικά περιορισμένο χώρο ο οποίος φτάνει μέχρι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και μετά βίας καλύπτει το Καστελόριζο. Αν ο αντίπαλος μάς τραβήξει μακρύτερα από αυτό το πολύ γνωστό και οικείο σε εμάς "γήπεδο" οι πιθανότητες που έχουμε να νικήσουμε είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες διότι απλούστατα οι ένοπλες δυνάμεις μας δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένες, οργανωμένες και εξοπλισμένες για ένα τέτοιο σενάριο.
Κι αυτό συμβαίνει διότι, δυστυχώς, επί πάρα πολλά χρόνια συνηθίσαμε με περισσή απερισκεψία και στρατηγική μυωπία να ετοιμαζόμαστε για να διεξάγουμε ξανά τον προηγούμενο πόλεμο, και όχι τον επόμενο. Αυτό το θανάσιμο λάθος επιχειρεί ασθμαίνοντας τώρα να διορθώσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη με τη σχεδιαζόμενη απόκτηση των δύο σύγχρονων γαλλικών φρεγατών Belh@rra τις οποίες όμως θα παραλάβουμε περί το 2025 - και τότε ίσως να είναι "too little, too late".
Ο χώρος που κατ' εξοχήν ευνοεί τους Τούρκους για να στήσουν ένα θερμό επεισόδιο σε βάρος μας είναι η περιοχή νοτιοανατολικά του Καστελόριζου, στο μέσο της απόστασης Κρήτης-Κύπρου στην καρδιά της λεγόμενης "λεκάνης του Ηροδότου". Εκεί, στο ανοιχτό πέλαγος όπου δεν υπάρχει η παραμικρή φυσική κάλυψη και απόκρυψη (γεγονός που αφαιρεί σε μεγάλο βαθμό το κυριότερο ατού των πυραυλακάτων μας που είναι να αγκιστρώνονται πίσω από βραχονησίδες ή μέσα σε φυσικούς ορμίσκους), τα πλοία και τα αεροσκάφη μας θα επιχειρούν πολύ μακριά από τις βάσεις τους και από το εθνικό έδαφος και η αριθμητική υπεροχή των Τούρκων σε θάλασσα και αέρα (σε συνδυασμό με τα άφθονα drones που διαθέτουν) θα είναι περισσότερο αισθητή και θα μας προξενήσει μεγαλύτερη ζημιά.
Το μόνο θετικό για εμάς είναι πως μια αναμέτρηση σε αυτόν τον χώρο θα έχει καθαρά αεροναυτικό χαρακτήρα, γεγονός που μας ευνοεί κατά κάποιον τρόπο αφού από τους τρεις Κλάδους των ενόπλων μας δυνάμεων η αεροπορία είναι άριστη, το ναυτικό μας είναι καλό αλλά ο στρατός μας κάτω του μετρίου.
Πηγή: Σχόλιο στο capital.gr από τον Stirlitz προσπελάστηκε Ινφογνώμων