Δημοσιεύθηκε: Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019

Η θεωρία του πρώτου πλήγματος ως επιλογή για την Ελλάδα

Στο προηγούμενο άρθρο μας μελετήσαμε πώς ένα μικρό κράτος σαν το Ισραήλ μπόρεσε να επικρατήσει των εχθρών του, παρά του γεγονότος ότι είναι σημαντικά μικρότερο, τόσο σε μέγεθος, όσο και σε πληθυσμό σε σχέση με εκείνους. Η στρατηγική του είναι να εξισορροπεί το αριθμητικό του μειονέκτημα με την εκδήλωση προληπτικής επίθεσης εις βάρος του εχθρού, αφού πρώτα έχει την πληροφόρηση ότι η επίθεση του εχθρού είναι επικείμενη. Εύλογα μας γεννάται η απορία, αν μία ανάλογη επιλογή υπάρχει και για τη δική μας χώρα, η οποία αντιμετωπίζει παρόμοιες απειλές με αυτές του Ισραήλ (ισχυρότερος εχθρός, με πάγια αναθεωρητικές τάσεις).
Η Φύση Της Απειλής
Η Τουρκική εισβολή στη Κύπρο το 1974 αποτέλεσε την πρώτη πράξη μιας συνεχιζόμενης επεκτατικής πολιτικής της Άγκυρας εις βάρος της χώρας μας.

Από το 1974 και μετά, κύρια απειλή της εθνικής μας ασφάλειας αποτελεί η Τουρκία, η οποία, μετά την απόβαση στην Κύπρο, δεν σταμάτησε να έχει προκλητική στάση εναντίον της χώρας μας, με την περιοδική εκδήλωση θερμών επεισοδίων στο Αιγαίο ανά δέκα περίπου χρόνια (κρίση Σισμίκ, κρίση Ιμίων, προσφυγική κρίση).

Συνεπώς, το μεγάλο βάρος της αμυντικής μας προσπάθειας πέφτει στην αντιμετώπιση του “από ανατολάς εχθρού”, με τη χώρα μας να επενδύει σημαντικά στην αγορά αμυντικών συστημάτων, κατέχοντας το υψηλότερο ποσοστό αμυντικών δαπανών στην ΕΕ με 2,6% του ΑΕΠ της χώρας (Stockholm International Peace Research Institute -SIPRI-, Yearbook: Armaments, Disarmament and International Security, 2015).

Η Εθνική Στρατηγική Της Ελλάδας

Η εθνική μας στρατηγική παραδοσιακά βασιζόταν στην αποτροπή. Αυτό περιλάμβανε να διατηρεί η χώρα μας μία αδιαμφισβήτητη εικόνα ότι έχει τα μέσα και τη θέληση να προκαλέσει δυσανάλογο στρατιωτικό κόστος στην Τουρκία, σε περίπτωση που αυτή επιτεθεί. Ως εκ τούτου, η Τουρκία δεν θα είχε λόγο να εκδηλώσει επίθεση εις βάρος μας.

Η θέση της Ελλάδας είναι πως, σε περίπτωση εκδήλωσης κάποιου επεισοδίου, η ανταπόκρισή μας θα είναι ανάλογη σε σφοδρότητα της πρόκλησης του αντιπάλου. Για το λόγο αυτό σχηματίστηκε η 1η Μεραρχία Στρατού, με την παρούσα του μορφή, αποτελούμενο από ευέλικτες δυνάμεις, οι οποίες μπορούν να επέμβουν άμεσα σε οποιοδήποτε σημείο της επικράτειας, και σε μικρό -σχετικά- χρόνο. (Greek military strategy: the doctrine of deterrence and its implications on Greek-Turkish relations, Tsilikas, Stergios, Naval Postgraduate School, Monterey, California).
Η Κρίση των Ιμίων το 1996 έδειξε στους στρατηγιστές μας την ανάγκη για ευέλικτες δυνάμεις, οι οποίες θα μπορούν να επέμβουν σε οποιοδήποτε σημείο της Ελλάδας σε μικρό χρόνο.

Εδώ δυνάμεις αλεξιπτωτιστών εκτελούν άλμα.

Το μειονέκτημα αυτής μας της στάσης είναι ότι παραχωρούμε ως χώρα την πρωτοβουλία της κλιμάκωσης στον εχθρό, επιτρέποντάς του να επιλέξει το χώρο και το χρόνο που τον βολεύει να προκαλέσει το επεισόδιο, με τις δικές μας δυνάμεις να σπεύδουν να εξισορροπήσουν μία κατάσταση που αυτός έχει δημιουργήσει. Οι δικές μας δυνάμεις, λοιπόν, τρέχουν πίσω από τις εξελίξεις, βασιζόμενες στο ότι είναι επαρκώς εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες, ώστε να αντεπεξέλθουν σε οτιδήποτε τους αντιπαρατάξει η Τουρκία.

Ένα άλλο μειονέκτημα αυτής της προσέγγισης είναι πως η ελληνική πλευρά δεν έχει τρόπο να γνωρίζει μέχρι ποιο σημείο σκοπεύει να κλιμακώσει η Άγκυρα τις παραβιάσεις της, ώστε να μπορεί να αντιπαρατάξει τις ανάλογες δυνάμεις. Η στάση αυτή από την πλευρά της Αθήνας έχει δώσει τροφή στην κατάσταση που επικρατεί δεκαετίες στο Αιγαίο, με την Τουρκία να προβαίνει σε παραβιάσεις που κατά καιρούς κλιμακώνονται, χωρίς η ίδια να διατρέχει κάποιον κίνδυνο με τις κινήσεις της. Αντίθετα, επιτυγχάνει να δημιουργεί εντυπώσεις στη διεθνή κοινότητα, περί της “γκρίζας” φύσης του Αιγαίου – κάτι που, φυσικά, δεν έχει καμία νομική βάση.
Τα Προτερήματα Ενός Πρώτου Πλήγματος


Όπως είδαμε και στο προηγούμενο άρθρο μας, η επιθετική δραστηριότητα ενός μικρού κράτους εναντίον του ισχυρότερου εχθρού του όχι μόνο δεν είναι αδιανόητη, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις είναι και επιβεβλημένη. Ένα μαζικό πλήγμα με σκοπό να αφοπλίσει τον εχθρό (first strike capability) αποτελούσε βασική στρατηγική των ΗΠΑ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, ενώ έχει εφαρμοστεί από κράτη με ανάλογες στρατηγικές συνθήκες με τις δικές μας, όπως είναι το Ισραήλ. Προσπάθεια εφαρμογής του ίδιου δόγματος έκανε και η Ιαπωνία στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την επίθεση στο Pearl Harbor – η οποία, εντούτοις, απέτυχε, λόγω ανυπαρξίας σωστών πληροφοριών από το Τόκιο.

Η Ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ το 1941 έπιασε την Αμερικανική άμυνα κυριολεκτικά στον ύπνο, και προκάλεσε δυσανάλογα μεγαλύτερες απώλειες στον αντίπαλο, παρά το γεγονός ότι η Ιαπωνία ήταν σημαντικά μικρότερη στρατιωτικά από τις ΗΠΑ.

Εντούτοις το πλήγμα ήταν αποτυχημένο, καθώς κατά την επίθεση δεν επλήγησαν τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα που εκείνη τη στιγμή απουσίαζαν, επιτρέποντας έτσι στους αμερικάνους να αντεπιτεθούν στον Ειρηνικό.

Το ζητούμενο από τη χώρα που θα υιοθετήσει την προσέγγιση του Πρώτου Πλήγματος είναι να αφοπλίσει τον εχθρό από τα επιθετικά του μέσα, καθιστώντας τον ανίκανο να αναλάβει επιθετική δράση. Στην περίπτωση ενός επιτυχούς Πρώτου Πλήγματος από την πλευρά της χώρας μας, θα είχαμε μία Τουρκία ανίκανη να πραγματοποιήσει κάποια επιθετική ενέργεια, τόσο στο Αιγαίο, όσο και στη Θράκη. Αφαίρεση επιθετικών δυνατοτήτων κατά της Κύπρου είναι σημαντικά πιο δύσκολο να εφαρμοστεί αλλά, με δεδομένη την επιτυχή έκβαση μίας επίθεσης κοντά στα σύνορά μας, θα μπορούσαμε να απειλήσουμε αξιόπιστα με μία δική μας επίθεση κατά της τουρκικής ενδοχώρας, σε περίπτωση που η Άγκυρα επέλεγε να κλιμακώσει τις παραβιάσεις της στο μέτωπο της Κύπρου.

Να σημειωθεί πως η Ελλάδα -με δεδομένο ότι είναι μία χώρα που δεν επιθυμεί την αλλαγή των συνόρων της- ωφελείται υπέρμετρα από την καταστροφή των επιθετικών μέσων της Τουρκίας. Η ενδεχόμενη κατοχή εχθρικών εδαφών από τη μεριά μας θα είχε χαρακτήρα πίεσης σε διπλωματικό επίπεδο, όπως ακριβώς έγινε και στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, όπου το Σινά, ενώ καταλήφθηκε από τις Ισραηλινές δυνάμεις, επεστράφη στην Αίγυπτο με την ιδιότητα της αποστρατικοποιημένης ζώνης, καθιστώντας άλλη μία προσπάθεια επίθεσης από την Αίγυπτο πρακτικά ανέφικτη. (Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2004).

Στοχεύοντας Τις Επιθετικές Δυνατότητες Του Εχθρού
Η Ελλάδα, απαγορεύοντας στον Τουρκικό Στόλο να αναπτυχθεί στο Αιγαίο, πρακτικά θωρακίζει την άμυνα των νησιών και εξοικονομεί πολύτιμες δυνάμεις, που μπορούν να δράσουν αλλού.

Η Τουρκία έχει συγκεκριμένα μέσα με τα οποία θα μπορούσε να εκδηλώσει μία επίθεση εναντίον της χώρας μας. Τα πρώτα αφορούν τις ναυτικές της δυνάμεις, με τρεις βάσεις στο Αιγαίο, από τις οποίες απειλούν τα νησιά μας με εισβολή (βάσεις Aksaz, Φώκαιας και Erdek). Ενδεχόμενη αφαίρεση αυτών από τον εχθρό θα τον καθιστούσε ανίκανο να εκδηλώσει οποιαδήποτε επίθεση ή απόβαση σε νησί του Αιγαίου.

Η δεύτερη απειλή εναντίον της χώρας μας αφορά τις αεροπορικές βάσεις που βρίσκονται στη Σμύρνη και το Balıkesir, οι οποίες φιλοξενούν αεροπορικές μοίρες, που με τη σειρά τους θα παράσχουν κάλυψη σε οποιαδήποτε στρατιωτική δραστηριότητα στην περιοχή. Ενδεχόμενη αφαίρεση αυτών θα επηρέαζε την ικανότητα των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων να μετακινούνται, καθώς θα τις άφηνε εκτεθειμένες σε προσβολές από την Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ), όπως ακριβώς έγινε και στον Πόλεμο των Έξι Ημερών από τους Ισραηλινούς.

Και τους δύο παραπάνω στόχους θα καλείτο να τους πλήξει πρωτίστως η Πολεμική Αεροπορία, επικουρούμενη σε κάποιες περιπτώσεις από το Πολεμικό Ναυτικό. Σίγουρα, μια τέτοια επιχείρηση θα έπρεπε να είναι αστραπιαία, και στα πρώτα της στάδια να εμπλέξει όσο το δυνατόν λιγότερες χερσαίες δυνάμεις. Αντίθετα, θα έπρεπε να αρκεστεί στο να αρνηθεί στην Τουρκία τη δυνατότητα μεταφοράς χερσαίων δυνάμεων στην πρώτη γραμμή, μέσω ναυτικών αποκλεισμών -όπως έγινε κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους από το Πολεμικό μας Ναυτικό- και με συνεχή αεροπορική παρενόχληση.
Συμπεράσματα

Ενώ η χώρα μας αποτελεί παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, δεν πρέπει να λησμονούμε πως υπάρχουν δρώντες που δεν συμμερίζονται αυτές τις αρχές. Για αυτόν το λόγο, είναι σκόπιμο να θυμόμαστε πως η παθητική άμυνα δεν αποτελεί μονόδρομο για την εθνική μας στρατηγική, αλλά πως, εάν χρειαστεί, υπάρχουν οι αντικειμενικές δυνατότητες υπεράσπισης των εθνικών μας συμφερόντων, ακόμα και μέσω της επίθεσης.
Το 1940 το προληπτικό πλήγμα των Γερμανών κατά της Γαλλίας μέσω των Αρδενών κατάφερε να γονατίσει σημαντικά ανώτερες δυνάμεις του Γαλλικού Στρατού, και είχε ως αποτέλεσμα μία από τις μεγαλύτερες προελάσεις στη Στρατιωτική Ιστορία.

Συστατικά στοιχεία της Wehrmacht ήταν ο αιφνιδιασμός, η ταχύτητα και η αποφασιστικότητα.

Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν αποτελεί κλήση στα όπλα, αλλά μία απλή υπενθύμιση πως η Ιστορία δεν αντιμετωπίζει τον ασθενέστερο ως παντοτινό θύμα του ισχυρότερου, αλλά, αντίθετα, πως όποιος έχει τη γνήσια θέληση να επιβιώσει μπορεί να το πετύχει. Ενόσω, λοιπόν, γινόμαστε μάρτυρες κάποιας εριστικής δήλωσης, είτε για την παρουσία γκρίζων ζωνών, είτε για κάποιο νησί που είναι δήθεν Τουρκικό, ας συλλογιζόμαστε πως προσωπικότητες σαν τον Moshe Dayan, τον Erwin Rommel και τον Isoroku Yamamoto χαμογελούν ειρωνικά από κάποιο βιβλίο Ιστορίας, μαρτυρώντας παντοτινά πως, όταν υπάρχει αποφασιστικότητα, ο Γολιάθ μπορεί να βρεθεί προ δυσάρεστων εκπλήξεων από τον Δαβίδ.

Βιβλιογραφία: 
Mazis, I. (2013). The Geostrategic Axis Between Israel, Cyprus and Greece: Turkey’s Planning in the Region. [online] Cg.turkmas.uoa.gr. Available at: https://cg.turkmas.uoa.gr/index.php/cg/article/view/48 [Accessed 1 May 2017]. 
Mazis, I. (2005). Greeceʼs new defence doctrine. Milano: Pubblicazioni dell’I.S.U Università cattolica. 

Πηγή: Η. Παπαδόπουλος powerpolitics.eu