Στις 23 Φεβρουαρίου 1922, με μία ηρωική καταδρομική επιχείρηση, ομάδα ανταρτών του Πόντου, εξοντώνει έναν από τους στυγερότερους σφαγείς του Ποντιακού Ελληνισμού, τον Τζεμάλ Τζεβήτ, ο οποίος ήταν προσωπική επιλογή του σφαγέα Μουσταφά Κεμάλ, για την κατάπνιξη της Ποντιακής αντιστάσεως.
Η καταδρομική επιχείρηση, που ήλθε εις πέρας χάρις στην μέχρι θανάτου τόλμη εννέα ριψοκίνδυνων μαχητών, οργανώθηκε και αποφασίστηκε, γνωρίζοντας ότι οι πιθανότητες επιβίωσης και επιτυχίας ήταν ελάχιστες. Ανάμεσα στους καταδρομείς που επιλέχθηκαν, υπήρχαν εξαιρετικά έμπειροι αντάρτες, οι οποίοι είχαν διακριθεί σε προηγούμενες επιχειρήσεις, όπως ο Σάββας Κερεμίδης, ο Σταύρος Γιαλίδης και ο Σωκράτης Καλαϊτζόγλου.
Η αιφνιδιαστική επίθεση έγινε νύκτα σε στρατόπεδο των Τούρκων, και οι ήρωές μας εκμεταλλεύθηκαν την αφύλακτη πλευρά του στρατοπέδου, η οποία ήταν ένας κατακόρυφος βράχος, ύψους 150 μέτρων περίπου. Αφού ολοκλήρωσαν προσεκτικά την διάρκειας 2 ωρών καταρρίχηση με σχοινιά, διείσδυσαν καλυμμένοι από βαθύ σκοτάδι στο στρατόπεδο (αποτελούμενο από 600 Τούρκους), χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Με το πλεονέκτημα τού αιφνιδιασμού, εισήλθαν στις σκηνές του Τζεμάλ Τζεβήτ και των υπασπιστών του, τους ακινητοποίησαν, και τότε, ο Πόντιος μαχητής Καράφιλος, φώναξε στους στρατιώτες του στρατοπέδου να παραδοθούν, αλλιώς θα εκτελούσαν τον αρχηγό τους. Στην σκηνή του Τζεβήτ κρατείτο ο ίδιος, ο υπαρχηγός του, Χουσείν Τοπούζογλου, ταξίαρχος του τακτικού τουρκικού στρατού και 17 επί πλέον αξιωματικοί. Επιβλήθηκαν με αυτό τον τρόπο στους υπεράριθμους Τούρκους, έως ότου έφτασε δεύτερη δύναμη, αποτελούμενη από 80 Πόντιους αντάρτες υπό τον Γεώργιο Καραμιχαηλίδη και πέντε επιπλέον καπετάνιους.
Ο καπετάνιος Βαγγέλης Ιωαννίδης, πρωτεργάτης της αντίστασης στο Κιουμούς Μαντέ
Επί τόπου αποφασίστηκε η εκτέλεση του Τζεβήτ και του επιτελείου του, μετά από ολιγόλεπτη διαδικασία απαγγελίας της κατηγορίας «εκ προθέσεως γενοκτονίας ες βάρος των Ελλήνων του Πόντου». Εκκλήσεις ελέους και απονομής χάριτος από τους καταδικασθέντες, δεν έγιναν δεκτές. Αντί απαντήσεως, ο καπετάνιος Γεώργιος Καραμιχαηλίδης, τους οδήγησε σε παρακείμενη τοποθεσία, όπου τους έδειξε τα κατακρεουργημένα πτώματα Ελλήνων αμάχων, τους οποίους τα σκυλιά είχαν θανατώσει την προηγούμενη ημέρα. Με την φράση: «ιδού τα αποδεικτικά των έργων σας», οι εγκληματίες, Τζεμάλ Τζεβήτ, 18 αξιωματικοί και 180 περίπου Τσέτες, εκτελέστηκαν. Η ζωή χαρίστηκε στους υπόλοιπους 500 περίπου τούρκους στρατιώτες.
Μετά την εκτέλεση του Τζεβήτ, οι αντάρτες επέστρεψαν στο Τόπ Τσάμ, όπου ο πρωτοκαπετάνιος Αναστάσιος Παπαδόπουλος (Κοτζά Αναστάς)*, εκφώνησε λόγο, απόσπασμα του οποίου ακολουθεί: «... Σήμερα πανηγυρίζουν οι αδικοχαμένες ψυχές των αθώων αμάχων μας. Εκτελέσαμε έναν κορυφαίο τούρκο στρατηγό, Ισάξιο του Κεμάλ, που ήταν ταυτόχρονα και συνειδητός εγκληματίας. Συγχαρητήρια σε όλους σας για την εξόντωση αυτού του αιμοσταγούς τέρατος. Ο Θεός των Ελλήνων είναι μαζί μας. Δεν μας ξέχασε...». Ο Τζεμάλ Τζεβήτ, ήταν προσωπική επιλογή του Μουσταφά Κεμάλ, και στάλθηκε στο Τόπ Τσάμ με την βεβαιότητα ότι θα κατέπνιγε την Ποντιακή αντίσταση. Κατά την διάρκεια της καταδρομικής επιχειρήσεως, απελευθερώθηκαν 65 νεαρές Ελληνίδες πού είχαν απαχθεί από τούς Τούρκους νωρίτερα.
Πηγή: Οι μονογραφίες του περιοδικού «Στρατιωτική Ιστορία», με θέμα «Το Ποντιακό Αντάρτικο και η Γενοκτονία, Ηρωισμοί και Βαρβαρότητες», του Ιστορικού Σταύρου Γ. Καρκαλέτση. ellinoistorin.gr
Ο πρωτοκαπετάνιος Αναστάσιος Παπαδόπουλος (Κοτζά Αναστάς)
Στις 2 Δεκεμβρίου του 1922, ο θρυλικός καπετάνιος και ακρίτας του Πόντου, Αναστάσιος Παπαδόπουλος, γνωστός ως Κοτζά Αναστάς, δολοφονήθηκε στο χωριό Ερζενί μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο Παπαδόπουλο και άλλους τρείς αντάρτες. Μετά την «αμνηστία» που δόθηκε από τους Κεμαλικούς, πίστεψε στο ψέμα και με είκοσι παλληκάρια κατέβηκε στο χωριό με σκοπό να φροντίσει για την πώληση των χωραφιών του. Εμπιστεύθηκε έναν Τούρκο που τον είχε βοηθήσει στο παρελθόν ο οποίος ενώ δέχτηκε να τον φιλοξενήσει, αποχώρησε την δεύτερη μέρα από το χωριό με την δικαιολογία ότι θα έψαχνε για αγοραστή των χωραφιών.
Ειδοποιημένοι οι Τσέτες για την παρουσία του Κοτζά Αναστάς, πλημμύρισαν το χωριό, και τα χαράματα της πέμπτης ημέρας επιτέθηκαν στον αφύλαχτο και άοπλο Πόντιο ήρωα ο οποίος από τους ομαδικούς τους πυροβολισμούς, έπεσε νεκρός. Οι υπόλοιποι κατάφεραν με πολύ δυσκολία να ξεφύγουν, αφήνοντας πίσω νεκρούς τον Κοτζά Αναστάς, τον αδελφό του και ακόμη τρείς αντάρτες. Όπως μαθεύτηκε αργότερα, τα σκυλιά που δεν σέβονται τίποτα, πήραν το σώμα του παλληκαριού, το μετέφεραν στην Τοκάτη και το κρέμασαν σ’ ένα τηλεγραφόξυλο για να το βλέπουν οι οµόφυλοί τους και να χαίρονται.
Η πορεία του Κοτζά Αναστάς στο αντάρτικο του Πόντου, μετράει μόνο νίκες κατά των νεότουρκων. Κατάφερε να σώσει πάρα πολλά γυναικόπαιδα και γενικά να γλυτώσει άμαχο πληθυσμό από τις γενοκτονικές επιθέσεις των Κεμαλικών. Δραπέτευσε από τα δολοφονικά τάγματα «εργασίας», και στα βουνά του Πόντου πρωταγωνίστησε από τα είκοσί του χρόνια στο ηρωικό αντάρτικο, μέχρι το τέλος της ζωής του. Πηγή: ellinoistorin.gr , e-istoria.com
Ο Κοτζά Αναστάς ο τρόμος των Τούρκων
»Εκείνο που μας βασάνιζε, ήταν η δίψα. Κατουρούσαμε στα δοχεία και πίναμε. Έβλεπες άνδρες και γυναίκες να τρελαίνονται από τη δίψα, λέει ο Γιώργος Σταμπουλίδης.» Άκουγαν οι Τούρκοι τις κραυγές τους και γελούσαν. «Γκιαούρηδες, παραδοθείτε και θα σας δώσουμε όσο νερό θέλετε» φώναζαν. […]
Ο παπα-Γιώργης φώναξε: «Λυπηθείτε μας, έχετε κι εσείς το Θεό σας! Μη μας αφήσετε να πεθάνουμε από τη δίψα». Οι Τούρκοι συμφώνησαν: «Στείλτε μας δυο άνδρες, να σας δώσουμε».
Πάγωσαν οι αντάρτες. Ποιος θα πήγαινε; Νεκρική σιγή επικράτησε στη σπηλιά. Οι σκληροτράχηλοι αντάρτες σιωπηλοί περίμεναν με κομμένη την ανάσα τους εθελοντές. Γνώριζαν πως οι στιγμές ήταν κρίσιμες. Κάποιοι έπρεπε να θυσιαστούν. Κανείς δεν έδειξε προθυμία. Ο παπα-Γιώργης σηκώθηκε όρθιος κα με φωνή τρεμάμενη αλλά αποφασιστική είπε: «Εφραίμ, σήκω!». Ήταν ένας από τα λίγα παιδιά του που ζούσαν. Σηκώθηκε κι άρχισε να ετοιμάζεται. Σηκώθηκε κι ένα άλλο παλικάρι από το Κιζολτουρέν. Προχώρησαν τα δυο παλικάρια στη θέση των Τούρκων με τους άδειους τενεκέδες στα χέρια. Με κομμένη την ανάσα παρακολουθούσαμε από ψηλά τις κινήσεις τους.
Όταν έφθασαν, οι Τούρκοι πήραν τα δοχεία από τα χέρια τους και τους διέταξαν να μάσουν ξύλα. Άρχισαν τα δυο παλικάρια μας να μαζεύουν ξερά ξύλα. Το αίμα μας πάγωσε. Δεν χρειαζόταν πολλή σκέψη να καταλάβουμε το τι θα επακολουθούσε. Αφού έγινε σωρός ξύλων, άναψαν φωτιά και τα ξύλα άρχισαν να καίγονται με τεράστιες φλόγες και πυκνό καπνό. Ο παπα-Γιώργης αποσβολωμένος παρακολουθούσε τη θλιβερή σκηνή. Οι Τούρκοι στέριωσαν κάθετα δύο μεγάλους πασσάλους δίπλα από τη φωτιά, έβγαλαν τα ρούχα των παλικαριών και τους έδεσαν όρθιους στους πασσάλους. Η φωτιά άρχισε να τους σιγοκαίει.
Άρχισαν να φωνάζουν, να βγάζουν κραυγές πόνου. «Πατέρα, παραδοθείτε», παρακαλούσε σπαρακτικά ο Εφραίμ. Ο παπα-Γιώργης λύγισε. Άρχισε να κλαίει, και οι γυναίκες λιποθυμούσαν μη αντέχοντας να βλέπουν και να ακούνε τους οδυρμούς των παλικαριών. Οι πιο ψύχραιμοι οδήγησαν στο βάθος της σπηλιάς τις γυναίκες για να μην ακούνε. Σιγά-σιγά οι κραυγές των άμοιρων παλικαριών έσβησαν και τα άψυχα σώματά τους τα πέταξαν τα ανθρωπόμορφα τέρατα πάνω στη θράκα της φωτιάς, γεμίζοντας τις ψυχές μας με θλίψη και απελπισία. Είχαμε χάσει κάθε ελπίδα, όταν μάλιστα είδαμε τους Τούρκους να κυριεύουν μια σπηλιά πιο πέρα από μας, αισθανθήκαμε το τέλος μας. Είδαμε τους Τούρκους να πετάνε τα γυναικόπαιδα ένα-ένα από ψηλά πάνω στους κοφτερούς βράχους. Είπαμε πως ήρθε και η σειρά μας. Ξαφνικά ακούσαμε πυροβολισμούς από διάφορα σημεία. Με μιας αναπτερώθηκε το ηθικό μας. Αρχίσαμε να ελπίζουμε.
Είχε φθάσει από το Τοπτσάμ το λιοντάρι μας ο Κοτζά Αναστάς. Οι Τούρκοι το ‘βαλαν στα πόδια. Κατεβήκαμε και αρχίσαμε να τρέχουμε σαν τρελοί στο ποτάμι. Γονατίσαμε και πίναμε ασυλλόγιστα. Γέμισαν τα στομάχια μας νερό και οι περισσότεροι έπαθαν τυμπανισμό. Δεν έλειψαν οι λιποθυμίες. […]
Επισκεφτήκαμε τις άλλες σπηλιές. Το θέαμα ήταν φρικιαστικό. Εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά κείτονταν νεκροί, άλλοι έξω από τις σπηλιές, άλλοι μέσα κι άλλοι πάνω στα βράχια. Πολλά πτώματα αποκεφαλισμένα, κατακρεουργημένα το ένα πάνω στο άλλο, μας γέμισαν θλίψη και μεγάλωσαν περισσότερο τον πόνο και την απογοήτευσή μας. Ώρες πολλές ακούγαμε το μοιρολόγι των γυναικών, που χτυπώντας τα στήθη τους καταριόταν τους βαρβάρους Τούρκους.
Την άλλη μέρα θάψαμε τους νεκρούς και μάσαμε τα όπλα των Τούρκων που άφησαν φεύγοντας. Μέσα στο χωριό, ανάμεσα στις χαράδρες κι έξω από τις σπηλιές κείτονταν εκατοντάδες σκοτωμένοι Τούρκοι. Είχαν πληρώσει ακριβά το κακό που μας έκαναν.
Πηγή: Αναστάσιος Λ. Σταμπουλίδης, Βατόλακκος: Οι ρίζες μας, εκδ. Ινφογνώμων